Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.
Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1. Το αγγλικό «to be in/out of the frame (for something)»: «έχω/ δεν έχω την ευκαιρία να συμμετάσχω σε κάτι», μεταφέρθηκε στα Ελληνικά σαν (συνηθέστερα στο γ’ πρόσωπο) «είναι/ δεν είναι στο κάδρο», «μπαίνει στο/ βγαίνει από το κάδρο», «βρίσκεται στο/ λείπει από το κάδρο» κι όλα τα συναφή, λίγο - πολύ με την ίδια έννοια αλλά, επιπλέον, και τις «παίζει», «συμπεριλαμβάνεται», «παρείσφρησε», συχνότατα με την αρνητική έννοια του αναπάντεχου.
Βοήθησε το ότι σαν δισύλλαβο κι εύηχο, δίνει εύκολα σύντομους τίτλους σε έντυπα κι όχι μόνο. Εξάλλου ζούμε και σε καιρούς που αβαντάρουν ό,τι έχει να κάνει με εικόνες.
2. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός συνήθως προς γυναίκα ενίοτε παράταιρα βαμμένη, ντυμένη, στολισμένη και χτενισμένη για την εκάστοτε περίσταση, με άπειρο τουπέ και ξεχειλίζοντα σνομπισμό, που εκτός από την απωθητική παρουσία της, δεν προσφέρει τίποτε στην ομήγυρη.
Της προσκολλήσεως, ή σαν συνοδός κάποιου ενεργού μέλους της παρέας, δεν ενσωματώνεται πεισματικά με τους γύρω, επιδεικνύοντας επιλεκτική και ίσως υστερόβουλη αντικοινωνικότητα. Κι αυτό την ξεχωρίζει από μια γλάστρα.
Ακόμη ειρωνικότερα: «κάντρο».
1α.
Όποτε πεθαίνει ένας σημαντικός Έλληνας συνωστίζονται όλοι οι πικραμένοι να μπουν στο κάδρο. Να συνεισφέρουν την αυθυποβολιμαία συγκίνησή τους στον κοινό θρήνο με μεγαλόστομες κενολογίες που προδίδουν την άγνοιά του. Αλλά έχουμε μάθει αυτό να το δεχόμαστε, να κάνουμε εκπτώσεις στις μπαρούφες που ακούγονται φτάνει να είναι υμνητικές, γιατί μας παραλύει η στιγμή της αναχώρησης του ανθρώπου και γιατί απέναντι στον θάνατο είμαστε όλοι ίσοι.
1β.
Και Καζίμ-Καζίμ στο κάδρο. Εκτός από τον Αλεξάντερ Χλεμπ ο Ολυμπιακός φέρεται να κινείται και για την απόκτηση του Κόλιν Καζίμ Ρίτσαρντς από την Γαλατασαράι. Οι πληροφορίες έρχονται από τον τουρκικό Τύπο και αναφέρουν ότι ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε προχωρημένες επαφές με τη Γαλατασαράι για τον 25χρονο μεσοεπιθετικό, προκειμένου να τον αποκτήσουν ως δανεικό, με οψιόν αγοράς 900.000 ευρώ το καλοκαίρι.
(Ως εδώ όλα απ’ το δίχτυ)
2.
-Τι σου λέει το κάντρο;
-Θα ‘ψαχνε παγάκια ο μαλάκας και τα βρήκε στον κώλο της.
-Μπορεί να της τα λιώσει.
-Μπααα! Με το που θα φύγουν τα χοντράδια. Βία σ’ ένα μήνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν για διάφορους λόγους βρισκόμαστε με μια παρέα που δε κολλάμε και απλά καθόμαστε χωρίς να μιλάμε. Εννοείται ότι βαριόμαστε μέχρι αηδίας.
- Καλά πέρασε με τη Ρία;
- Τι καλά ρε μαλάκα. Σκοπιά βάρεσα με τη πολυλογία της...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το κρητικό αναμαζώνω, δηλ. μαζεύω κάτι, συμμαζεύω κ.λ.π.
Η αναμαζωξιάρα /- ες (πάνε συνήθως σε γκρουπάκια) είναι τα νυμφίδια που μαζεύονται μόλις μυριστούν παρέες με αξιαγάμητους άντρες (του καλλιτεχνικού σιναφιού, ισοδυναμούν και με τις λεγόμενες groupies) χωρίς να έχουν καμιά ιδιαίτερη φιλική σχέση με την εκάστοτε παρέα. Απλά «κολλάνε» για να ξεκοκαλίσουν ό,τι μπορούν, ή τις γάμησε κάποιος απ' τη παρέα και έχουν ξεμείνει στη παρέα κρατώντας διακοσμητικό ρόλο γκομενακιού, προσθέτοντας εξτρά βυζιά στη παρέα για τις δύσκολες ώρες...
- Ρε, σεις ποιες είναι αυτές που έχουν πάρει όλο το τραπέζι ρε ;
- Κατέω γω μωρέ με τις αναμαζωξιάρες που μαζώνει ο Αρτέμης ...
- Πάρε τηλέφωνο ρε καμιά γκόμενα να πάμε φουλ στο Μύλο..
- Κάτσε ρε κ όπου να 'ναι θα φανούν κι οι αναμαζωξιάρες !
Got a better definition? Add it!
Ο φορτικός άνθρωπος, αυτός που δεν καταλαβαίνει ότι αρχίδει και κουράδει. Έρχεται όπου πας έχοντας αυτοπροσκληθεί και γενικώς γίνεται στενός κορσές. Είναι μία ειδική και ιδιαίτερα ενοχλητική υποκατηγορία του πρήχτη.
Ο όρος αποδίδεται και με άλλες εκφράσεις: μουνόψειρα, βδέλλα, τσιμπούρι, κάποιος περισσεύεις, να μαζευτούμε να πάτε, μου έγινε ταγάρι, κολαούζος, κολαούζο.
- Να 'μαστε κι εμείς...
- Α... τα πιάσαμε τα λεφτά μας!
- Πώς είπες;
- Λέω «καλώς τον, πώς από 'δώ;»
- Ε, είπα κι εγώ «πού χάθηκε όλη η παλιοπαρέα τόσες μέρες;» και έκανα δυό, τρία, πέντε τηλεφωνάκια, μαιηλάκια, τσέκαρα φατσοβιβλίο για Checked-in και τσουπ! να 'μαι κι εγώωωω...
- Την τεχνολογία μου μέσα...
- Ε;
- Λέω «κι έπεσες μέσα» μπαγάσικο...
Group SMS «Παρέα»: May day, may day magkes, eskase myti o Nwntas. Min er8ete me tpt! 8a prospa8isw na ton 3efortw8w giati einai entelws tis proskollisews kai milame argotera. Mon felek dedans...
Got a better definition? Add it!
Ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει απρόσκλητος σε μια παρέα και σε ξενερώνει.
Επίσης αυτός που έχει «μπαστακωθεί», βλ. μπαστακώνομαι, κατσικώνομαι επίμονα και πεισματικά σε μια θέση, έχοντας γίνει ενοχλητικός.
- Πώς περάσατε χτες το βράδυ;
- Πώς να τα περάσουμε ρε συ που είχαμε τον μπάστακα όλη την ώρα μες στα πόδια μας; Ούτε μια κουβέντα της προκοπής δεν μπορούσαμε να πούμε.
Αφού στο 'χω πει ρε, όταν γράφω δε θέλω να κάθεσαι σα μπάστακας πάνω απ' το κεφάλι μου! Δε μπορώ να συγκεντρωθώ!
Got a better definition? Add it!
Λέξη που παράχθηκε και χρησιμοποιείται (περισσότερο) από χαζά 14χρονα, που γράφουν το «τι κάνεις μωρό μου» κάπως έτσι: «t knc mwlo m;», και θέλουν να δηλώσουν ότι αστειεύονται, ότι κάνουν πλάκα δηλαδή.
- Ρε!
- Τι;
- Ρε έχασα την αγαπημένη σου μπλούζα, αυτή που μου δάνεισες...
- Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι;
- Χαχα έλα ρε πλακίζω! Ορίστε εδώ είναι, πάρτη.
Got a better definition? Add it!
Το αγγλοσαξονικό μαν ήρθε κι έδεσε με την έως τα μπούνια ελληνική σλανγκοπροσφώνηση ρε.
Το αποτέλεσμα είναι ένα νέας κοπής «δικέ μου», βαπτισμένο στα τρέντι νάματα της χιπχόπ.
Πω ρε μαν υπαρχουν ακομα νεολαιοι που θα ψηφησουν ΠΑΣΟΚ & ΝΔ..Γελαει ο ντουνιας ζωαααα (τοιουιτάρισμα)
Δημαρχάρα, θεός ρε μαν! Τι κι αν είχε μπλε, κόκκινους, κίτρινους κάδους! Ο Δήμος Πύργου έχει ένα απορριμματοφόρο για όλα τα είδη κάδων! (εδώ)
Σουλεϊμάν σου λέω ρε Μαν! Σουλεϊμάν….
(εκεί)
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε γυναικοπαρέα, ή απλά τις γυναίκες της παρέας. Ο αριθμός των υπό αναφορά γυναικών, πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο.
Αλλά για να δικαιολογήσει αυτή η παρέα/ομάδα τον χαρακτηρισμό (και τίτλο!), πρέπει να είναι όλες εμφανίσιμες. Ή τουλάχιστον γαμήσαμπλ.
Η έκφραση είναι η γνωστή παράφραση του «πιάσε τον έναν και χτύπα τον άλλο», που αναφέρεται φυσικά σε άτομα που δεν εγκρίνουμε γενικώς, είτε εμφανισιακά, είτε σαν προσωπικότητα κ.τ.λ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.
- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;
Got a better definition? Add it!