Selected tags

Further tags

Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Λόγω σχιστών ματιών, ύφους, ίσως και του γεγονότος ότι η ήπια και πλάγια τεχνική του στην διαχείριση προβλημάτων ερμηνεύτηκε από πολλούς ως ότι «κάνει τον Κινέζο».

Trivia: Ο Κώστας Σημίτης είναι λάτρης της κινέζικης όπερας! Τον έχω πετύχει δύο φορές στο Μέγαρο σε σχετική παράσταση. Αν μη τι άλλο, έχει καλλιτεχνικό γούστο!

Πλούτισαν κάποιοι ημέτεροι με το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου κι ο Κινέζος κάνει τον Κινέζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας έκανε ένα update της παραδοσιακής έκφρασης, λέγοντας σε μια συνέντευξη ότι η απόλυτη φαντασίωσή του θα ήταν να περάσει μια ειδυλλιακή βραδιά με την γνωστή ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα στην Κορώνη, ώστε να μπορεί να αναφωνήσει: «έχω Μπάρμπα στην Κορώνη»!

-Ποια είναι η μεγαλύτερη φαντασίωσή σας;
-Να έχω Μπάρμπα στην Κορώνη!

Μπάρμαν στην Κορώνη... (από HODJAS, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσίπα ειδικά σε θέματα κοινωνικών αγώνων, διεκδίκησης των δικαιωμάτων των μεταναστών, των εργαζομένων, των φοιτητών κ.τ.ό.

Παράγωγο απ' την τσίπα και τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα.

Έχουν επαναστατήσει όλα τα δεκαπεντάχρονα, κι αυτοί αντί να χαρούν για τη νέα πολιτική αφύπνιση βγαίνουν ολημερίς στα κανάλια και διαμαρτύρονται για τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές των περιουσιών. Μα, καλά, δεν έχουν καθόλου τσίπρα πάνω τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσκεμμένα ανυπόστατος ισχυρισμός που στόχο έχει να παραπλανήσει. Σοφιστεία. Παπαριά που θολώνει τα νερά.

Πληθυντικός, οι κουγιές.

Ίσως προέρχεται από τα γαλλικά, couille = αρχίδι ή couillon = κρετίνος, γκραν μαλάκας. Εναλλακτικά, ίσως να προέρχεται από το όνομα γνωστού μεγαλοδικηγόρου με μετάθεση του τόνου.

  1. Εδώ πρόκειται για μία ξεκάθαρη δολοφονία που έχει εξοργίσει έναν ολόκληρο λαό. Να αφήσει ο Κούγιας τις κουγιές του στα τηλεπαράθυρα και το παιχνίδι με τα μίντια, γιατί εκτός του ότι τα βάζει με τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού, γίνεται αρωγός της κυβέρνησης και του κράτους για να συνεχιστεί εσαεί η αστυνομική βαρβαρότητα της ατιμωρησίας. (από Indymedia, 10/12/08)

  2. Για τις δηλώσεις του κυρίου Κούγια ότι δήθεν ήταν παρεξήγηση, πρέπει να πω ότι είναι ΚΟΥΓΙΕΣ Α ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ!!! (Από το black-mail.blogspot.com)

Και του χρόνου! (από Vrastaman, 11/12/08)Ένα κι ένα αρχίδι. (από Hank, 09/02/09)(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό πέος, κατόπιν παρά φύσιν συνουσίας, συμπαρασύρον κατά την έξοδο αδρανή υλικά.

Αηδιαστικό μεν, ευρηματικό δε!

Τον βγάζω και τον βλέπω καφετζόπουλο, αλλά αφού πληρώσαμε μπροστά, λέω δε γαμεί!

(από Khan, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφρασμένο το γνωστό σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», σύνθημα που ακούγεται σε συγκεντρώσεις ορισμένων κομμάτων, σε πορείες εργατικών σωματείων κλπ. Το σύνθημα αυτό υποδηλώνει πως, ανεξαρτήτως της νομοθεσίας που ψηφίζεται από την κουστωδία των λαμογιών του κοινοβουλίου (με στόχο να εξυπηρετηθούν τα ντόπια και ξένα συμφέροντα), ο νόμος είναι αυτό που επιζητεί η πλέμπα. Είναι όμως, γνωστό τοις πάσι, πως δεν παίζουν έτσι τα πράγματα. Το φωνάζουν όμως οι συνδικαλισταράδες, μπας και το πιστέψουν τα πλήθη.

Οι συνδικαλισταράδες χειραγωγούν τις μάζες μέσω των υποτιθέμενων διεκδικήσεων. Επιζητούν τις πορείες μπας και καταφέρουν να γίνουν βολευτές και έτσι να μπουν κι αυτοί στη λαμογιοοικογένεια της συλλογικής μάσας. Το σύστημα βέβαια, δεν έχει πρόβλημα από τέτοιες ελέγξιμες καταστάσεις. Τουναντίον ο κόσμος παραμυθιάζεται, εκτονώνεται, τσιμπάει «λίγο παραπάνω» ψιλικό οξύ (που νομίζει ότι κέρδισε μέσω των διεκδικήσεων), ενώ στην ουσία αυτό ήταν προαποφασισμένο να τους δοθεί μετά τις πορείες.

Το λήμμα ενώ παραπέμπει στο όνομα του μεγάλου φιλοσόφου, εντούτοις, αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Το λήμμα αναφέρεται στο μεγαλολαμόγιο Σωκράτη Κόκκαλη και εκφράζει τη στυγνή διαπίστωση της παρείσφρησης του συγκεκριμένου κυρίου στα θέματα που αφορούν τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, ώστε να στηριχθούν τα συμφέροντά του.

Αυτό το σύνθημα βγήκε από δυσαρεστημένους οπαδούς κάποιων ποδοσφαιρικών ομάδων, βλέποντας τον Ολυμπιακό στην κορυφή του ποδοσφαίρου. Ωστόσο όμως, σε άλλες δραστηριότητες, βλέπουμε να δραστηριοποιούνται κι άλλα μεγαλολαμόγια (Πατέρας, Βαρδινογιάννης, Μπόμπολας, Τεγόπουλος, Λαμπράκης, κλπ). Στην τελική, τα διάφορα μεγαλολαμόγια μοιράζουν τις διάφορες μπίζνες μεταξύ τους. Στην προσπάθεια προώθησης των συμφερόντων τους, αξιοποιούν τη δύναμη των καναλιών στα οποία είναι στις περισσότερες φορές μεγαλομέτοχοι (όσοι δεν είναι, έχουν τα κατάλληλα κονέ).
Την προσπάθεια αυτή επιτυγχάνουν μέσω της αρωγής των δημοσιοκάφρων. Δυστυχώς λοιπόν, νόμος είναι το δίκιο των απανταχού οικονομικά ισχυρών (είτε μιλάμε για ντόπια είτε για ξένα λαμόγια). Τελικά οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα τα λαμόγια μένουν.

  1. «Νόμος είναι το Δίκιο του Σωκράτη
    «Μάζεψέ τα, πάρε δρόμο και τράβα στο καλό...», θα μπορούσε να είναι σλόγκαν καριέρας όλων των προπονητών. Κρεμασμένο, μάλιστα, σε πανό στην είσοδο των αποδυτηρίων.»

  2. (Από εδώ)
    Μα είναι ταυτοχρόνως προπονητής, Πρόεδρος, Διαιτητής, Αθλητικός Δικαστής κλπ κλπ (αναφέρεται στον Κόκκαλη).
    - Για όσους δεν κατάλαβαν: νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη.

Βλέπε και Κοκκαλιστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

Η συσχέτιση προέρχεται από τη δήλωση της Βάνας Μπάρμπα πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με το σπαθί της, σε συνδυασμό με την πληροφόρηση από το παρασκήνιο, που πληροφορούσε πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με την αξιοποίηση του αιδοίου της. Αυτή η πληροφόρηση ανεκδοτοποιήθηκε και παρατίθεται στο παράρτημα.

Εκ των παραπάνω υποδηλώνεται πως όταν τα απαιτούμενα προσόντα για την κατάκτηση ενός στόχου είναι ανεπαρκή, τότε άλλα όπλα πρέπει να επιστρατευθούν, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιτυχία. Μ' άλλα λόγια, εκεί που το σπαθί (απαιτούμενα προσόντα) δεν αποδεικνύεται κοφτερό, το αιδοίο αποδεικνύεται γιαταγάνι.

Σχετικό λήμμα το άνοιξε τη βάνα, Μπάρμπα.

- Καλά, η Λίτσα πώς κατάφερε από απλή γραμματέας, να γίνει διευθύντρια δημοσίων σχέσεων στην εταιρεία που δουλεύει; Απ' ό,τι ξέρω δεν έχει ακαδημαϊκά προσόντα. Απ' την άλλη όμως, μου 'χε πει πως πήγε μπροστά με το σπαθί της. - Όταν η Λίτσα μιλούσε για το σπαθί της, μιλούσε για το μουνί της. Ξέρεις τι υπερωρίες είχε ρίξει στο κρεβάτι του διευθυντή της... Άστα. Τράβηξε πολλά... αλλά στο τέλος δικαιώθηκε.

**Παράρτημα**

Τι κοινό έχουν το αιδοίο και το σπαθί ;
Δεν είχαν τίποτα κοινό, μέχρι που η Βάνα Μπάρμπα δήλωσε ότι:
«Ό,τι κατάφερα, το κατάφερα με το σπαθί μου»!
Link

Η Υπουργός Αθλητισμού της Βενεζουέλας Alejandra Benitez (από Khan, 26/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το όνομα του γνωστού τηλεπαρουσιαστή και από το ρήμα ψήνομαι. Δηλώνει αυτόν που είναι σύμφωνος σε κάποια πρόταση.

- Ρε, το βράδυ λέμε για Ρέμο. Είσαι ψηνάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified