Selected tags

Further tags

Λέγεται εναντίον οπαδών της ΑΕΚ, δηλονότι εκ του φλώρος και του ορίτζιναλ που χαρακτηρίζει την ΑΕΚ.

Ασίστ: John Black.

  1. Από το φατσοβιβλίο εδώ:

ΔΙΚΕΦΑΛΕ ΣΕ ΕΚΑΝΑ ΛΑΓΟ ΦΛΟΡΙΤΖΙΝΑΛ ΠΑΝΤΟΥ ΣΕ ΚΥΝΗΓΩ ΣΟΥ ΕΧΩ ΚΑΨΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΧΩ ΜΠΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΧΑΤΕ ΡΟΥΦΙΑΝΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΚΑΙ ΕΧΕΤΕ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟ ΒΑΤΡΑΧΟ...

  1. Από βλόγιον:

ΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΒΑΖΕΛΟΧΑΝΟΥΜΑ,ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ(ΛΑΓΟΙ-ΚΟΥΝΕΛΙΑ) Η ΦΛΟΡΙΤΖΙΝΑΛ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ;;;;ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΕΝΑ ΣΤΟΧΟ ΔΥΝΑΤΕΣ ΦΩΝΕΣ.

αντωνάαααααακι! που μας με τις γόβες στις λάσπεεεες! (από BuBis, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ότι είναι για την Ελλάδα ο Ελληνάρας (ή και e-λληναράς) είναι και για την ΑΕΚ ο ΑΕΚάρας. Γραφικοί τύποι και οι δύο, οι οποίοι μόνο απο τους ομοίους τους έχουν αποδοχή.

Για τον Ελληνάρα έχουμε χιλιομιλήσει. Τι είναι λοιπόν ο ΑΕΚάρας; Είναι:

  • Αυτός που δεν πληρώνει ποτέ εισιτήριο διαρκείας αλλά πάντα πάντα αναθεματίζει την εκάστοτε κιτρινόμαυρη διοίκηση για την διαχείριση που κάνει. (παρ.1)
  • Αυτός που στο γήπεδο θα πάει μόνο με καφενεία, για να είναι σίγουρος για τη νίκη, μην πάει τσάμπα. (παρ.2)
  • Αυτός που υποστηρίζει το ενδοΑΕΚτσίδικο δόγμα του (Ντεμικός, ΑντιΝτεμικός, Μπαγιεβιτσικός, ΑντιΜπαγιεβιτσικός, Μελισσανιδικός, ΑντιΜελισσανιδικός, Original, ΑντιOriginal)με τόσο σθένος που σχεδόν θεωρεί εχθρούς της ΑΕΚ τους φέροντες διαφορετική άποψη ΑΕΚτζήδες. (παρ.3)
  • Αυτός που όταν η ΑΕΚ αδικηθεί θα του φταίξουν απο την παράγκα μέχρι τους Ιλλουμινάτι (παρ.4)

    Γενικά, βέβαια, τέτοιοι γραφικοί οπαδοί υπάρχουν σε όλες τις ομάδες, αλλά στην ΑΕΚ είναι διαφορετική ιστορία, εξ αιτίας των πολλών εσωτερικών διαμαχών, και της διχόνοιας που κυλάει στο Μικρασιάτικο και κατ' επέκταση ΑΕΚτζήδικο DNA.

  1. - Γαμώ το κερατό μου, δώσαμε ενάμισι μύριο για αυτόν τον χαλβά γαμώ τα λεφτά που σας δίνω.
    - Ποια λεφτά ρε; Διαρκείας δεν έχεις, και έχεις να πατήσεις γήπεδο απο την εποχή του Τσανλάιτερ.
    - Που δίνουμε όλοι συνολικά, anyway.

  2. - Χάρη, έχει ΑΕΚ-Μπενφίκα την Πέμπτη, πάμε ΟΑΚΑ;
    - Θα φαμέ 4 μπαλάκια και θα χαρούμε, άσε θα πάω στον αγώνα με τον Πανθρακικό εγώ.
    - Ου, μωρή λινάτσα

  3. - Και εγώ σου λέω ότι ο Μπάγιεβιτς είναι πολύ αξιόλογος προπονητής
    - Ποιός ρε; Ο προδότης, ο ταλιροφονιάς, ο βάτραχος; Που μας άφησε για τα λεφτά του Κόκκαλη; Που σχεδιάζει κάθε μέρα πως θα καταστρέψει την ΑΕΚ; Που η ομάδα σέρνεται εξ αιτίας του; Το μουνί το Σέρβικο; Ο παλιάνθρωπος; Και εσύ μάλλον θα παίρνεις κανά χαρτζιλίκι για να τα λες αυτά ε;
    - Άει στο διάολο, ρε μπάμια...

  4. ΧΕΡΙΙΙΙΙΙ ΧΕΡΙΙΙΙΙΙΙ Ο ΜΕΛΜΠΕΡΓΚ ΕΚΑΝΕ ΧΕΡΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΣ. Αλλά έτσι είναι, άμα μπλέξεις με την εβραίικη κλίκα των γαύρων τι να περιμένεις. Ο παλιοσιωνιστής ο Κόκκαλης όλα τα ελέγχει, ο καριόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον μακαριστό Χριστόδουλα, Μπιγκ Μακ είναι ο κατ' εξοχήν μεγάλος Μάκης, ο Μάκης Ψωμιάδης.

Για την σκωτσέζικη υπόσταση του υποκοριστικού Μάκης βλ. και εδώ.

Την έκανε ο Μπιγκ Μακ;

(από Khan, 08/02/10)big mac (από ο αυτοκτονημενος, 08/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοακούστηκε από τον βιαστή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και ταυτόχρονα τον πρωτοπόρο της σλανγκικής κουλτούρας (Τάκη Τσουκαλά).

Εικάζεται ότι είναι ένας φανταστικός χώρος, στον οποίο θα θέλαμε να στείλουμε - διώξουμε ενοχλητικά άτομα ή άτομα που δεν θα θέλαμε να δούμε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Μια μορφή λοιπόν απομόνωσης - τιμωρίας για τα άτομα που δεν κάνουμε κέφι.

  1. - Ρε με έχει πάρει η Κατερίνα εκατό τηλέφωνα και δεν έχω απαντήσει, δε γουστάρω.
    - Ε σήκωσέ το ρε και πες της να πάει στο δωματιάκι.

  2. Σε παρέα:
    - Ρε Νίκο δε παίζουμε κανα τάβλι; Βαρέθηκα!
    - Οκ μέσα.
    - Και ‘μεις οι κοπέλες;
    - Δωματιάκι...

  3. Και το αυθεντικό:
    - Αυτό, το απαιτώ!
    - ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ! Εγώ δεν απαιτώ. Πήγαινε στο δωματιάκι να απαιτήσεις...

Η εγκυρότητα του ορισμού αμφισβητείται στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του ΜΠΑΟΚ, όπως και το αεκάκι, καθώς και ο οπαδός τους, επειδή αμφότερες και οι δύο έχουν ως σύμβολο τον δικέφαλο αετό. Ο Ρωμαίικος δικέφαλος αετός λαμβάνεται μειωτικά έως βλάσφημα ως κοτόπουλο (έχει και κορδωμένο στήθος), προκειμένου οι οπαδοί αντίπαλων ομάδων να την πούνε στους λαχαναγορίτες και ΑΕΚάρες ότι και καλά είναι κότες ή ότι πρόκειται να τους ξεπουπουλιάσουν. Απαντάται συνήθως ως το δικέφαλο κοτόπουλο, αλλά και γκρηκλιστί ως the two-headed chicken. Το δε αρκτικόλεξο ΑΕΚ αναλύεται ως Άντε Επιτέλους Κοτόπουλα.

Ασίστ: Ραν-Ταν-Πλάν.

  1. Ο Άρης είναι το αφεντικό και χει για χρόνια τώρα γκόμενα του....ένα δικέφαλο κοτόπουλο«ΛΑΛΑ ΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ .... μας για πάντα καταραμένα χτικιά. (Δώθε)

  2. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ Η ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΑΕΚακι !! ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ !!! ΑΕΚ «Αθλητική – Ένωση - Κωνσταντινουπόλεως»Η « Άντε – επιτελούς – κοτόπουλα» για κάποιους, »Ένωση« για κάποιους άλλους,ΑΕΚάκι για τους περισσότερους. η πιο γλοιώδης , ύπουλη , υποχθόνια και άξια της μοίρας της, ομάδα της Ελλάδας μας Αιώνια τρίτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος , και όχι μόνο , φέτος να δούμε γλέντια και μοιρολόγια που θα έχουμε , «κανάρες μου»,μια ζωή στην μιζέρια , στην κλάψα , στο παράπονο και «κλάμα η κυρία ρε παιδάκι μου» !! Κλαψιάρηδες , μίζεροι , και από κόμπλεξ άλλο τίποτα !! Μια ζωή παράπονο και αδικία ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ !! (Κείθε).

  3. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ BARBEQUE (Παραπέρα).

  4. Σήμερα τσικνήσαμε δικέφαλο κοτόπουλο! (Παρακείθε).

(από Khan, 06/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα της Α.Ε.Κ.

  1. Έτσι γαμάει η Πριγκιπέσσα.

  2. ΑΕΚ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΘΡΥΛΟΣ ΜΕΣΑ...!!! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα της Α.Ε.Κ., υποτιμητικά, από το υποτιθέμενο υποκοριστικό Αεκούλα > Κούλα. Το γυναικείο αυτό όνομα έχει αποκτήσει στην καθομιλουμένη κάτι από θείτσα μέσα του και γι' αυτό χρησιμοποιείται: για να θιγεί ο ανδρισμός και η σοβαρότητα της ομάδας αυτής και των οπαδών της. Πρβλ. και αεκάκι.

  1. Από εδώ:

Koυλα και Βαζελος ζητανε την παραιτηση Μαρινακη απο την προεδρια της Σουπερ Ληγκ. Ο ΠΑΟΚ που ειναι;

  1. Από εδώ:

ΕΙΠΑΜΕ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ!ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΙΧΑΜΑΤΑ!ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑΣΟΥΤΙ,ΔΕΛΛΑ,ΓΙΑΧΙΤΣ,ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ ΙΔΙΟΙ ΜΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ!ΡΟΥΛΗΣ-ΚΟΥΛΑ-ΚΑΙ ΓΑΥΡΟΣ ΟΛΟ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΥΣΤΙΕΣ!ΠΑΝΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΜΑΤΣ ΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΣΚΟΥΠΙΣΕ ΚΑΛΑ Η ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ!ΟΥΣΤ ΕΡΠΕΤΟΕΙΔΗ!

  1. Από εδώ:

Επειδη οπως φαινεται η Κουλα και ο Βαζελος εχουν οικονομικα προβληματα πιστευω οτι μπορουμε ανετα να χτυπησουμε Τσαμπιονς Λιγκ του χρονου οποτε θα αξιζε να πληρωσουμε κατι παραπανω για ενα σοβαρο προπονητη παρα να κανουμε οικονομιες και να παρουμε καποιο μετριο που απλως θα μας εξασφαλισει 3η-4η θεση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «δωματιάκι» συχνά αναφέρεται στον σύνδεσμο φιλάθλων της ΑΕΚ που βρίσκεται στους Αμπελόκηπους, λίγο πιο πέρα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το συναντάμε σε υποκοριστικό (αντί του ορθότερου «δωμάτιο») λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας σε άτομα που μπορεί να φιλοξενήσει (φημολογείται πως είναι 20 τ.μ.).

Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ συγκεντρώθηκαν στο δωματιάκι για να πάνε οργανωμένα στο γήπεδο λίγο πριν την έναρξη του αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified