Further tags

Ατάκα που εκφράζει ενθουσιώδη επιδοκιμασία - αυτά είναι!, αστεράτο!, σπεκάουα!, όλα τα λεφτά!, όλα τα λέιζερ πάνω σου! και το παλιό, κλασικό «ένας ρούμπος στην κυρία».

Το douze points!!! μπορεί να κολλάει σε άλλη καλή ατάκα που προηγήθηκε, ειδικά αν ήταν αποστομωτική, και τότε συνιστά γνήσια επιβράβευση. Λέγεται όμως και ειρωνικά - π.χ. αν κάποιο παιδί-βιολί ανακοινώσει με ύφος σαράντα καρδιναλίων και ως μεγάλη ανακάλυψη κάτι γνωστό από τότε που βγήκαν οι λάσπες.

Douze points!!! σημαίνει δώδεκα πόντοι στα Γαλλικά και η έκφραση προέρχεται από το σύστημα βαθμολογίας στη Γιουροβίζιον - κάθε χώρα δίνει πόντους σε δέκα τραγούδια, από 1, 2, 3 μέχρι τους 8 και μετά 10 ποντούς στην δεύτερη επιλογή και 12 στην τοπ. Σο, που λέει κι η mes, όταν ο κάθε Αλέξης Κωστάλας δίνει τα αποτελέσματα της τηλεφωνικής ψηφοφορίας στη χώρα του είναι παράδοση οι παρουσιαστές να τα επαναλαμβάνουν και στα Αγγλικά ΚΑΙ στα Γαλλικά - στα Αγγλικά για να τα καταλάβουμε και στα Γαλλικά διότι οι Γάλλοι είναι φορτικοί και σωβινιστές και το έχουν επιβάλλει. Το douze points!!! είναι το τελευταίο πράμα που ακούγεται στον κάθε γύρο της ψηφοφορίας και έχει μείνει ως εμβληματική φράση της γενικότερης μαλακίας της Γιουροβίζιον, ειδικά όπως την προφέρουν οι παρουσιαστές που μιλάνε γαλλικά μια φορά στα δύο χρόνια.

Επίσης εμβληματική φράση είναι και το nul points=μηδέν πόντοι, το αντίθετο δηλαδή. Αυτό, όμως, δεν λέγεται τόσο συχνά - μόνο στην ανακεφαλαίωση της συνολικής βαθμολογίας - π.χ. United Kingdom: no points, Royaume Uni: nul points. Ως συνήθως.

Το Douze points!!! - και το nul points - είναι ατάκες με διεθνή εμβέλεια και με ιδιαίτερη διάδοση σε χώρες που προ καιρού έχουν πάρει την Γιουροβίζιον στην πλάκα. Η Ελλάδα, η οποία το 2006 είχε διατάξει τις πρεσβείες της στο εξωτερικό να κάνουν καμπάνια υπέρ της Βίσση, προφανώς και δεν συγκαταλέγεται σ' αυτές. Η Ιρλανδία, από την άλλη, που έστειλε πέρσι ένα τραγούδι-παρωδία με τον τίτλο (ανορθόγραφο) Irelande Douze Pointe και με ερμηνευτή μια γαλοπούλα, είναι, προφ, παράδειγμα προς μίμηση. Ατυχώς, το τραγούδι δεν πέρασε στον τελικό.

Ανάδοχοι λήμματος: Hank - ΔΠ, Vrastaman - σχόλιο εδώ.

  1. - And twelve points goes to the Netherlands ... - Netherlands - twelve points!! ... Les Pays-Bas - douze points!!!

  2. - Ρε συ, έχω καυτή είδηση ... φρέσκο πράμα ... η Θεανώ τον έστειλε το Νούλη ... - Αγορίνα μου, εσύ ... Douze points!!! ... τίποτα δεν σου ξεφεύγει ...
    - Ε, μαλάκα, είπαμε ... το αυτί της γής είμαι ... αυτό που θάθελα να ξέρω τώρα είναι ποιός βάζει στη Θεανώ ...
    - Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuñol, κλπ., που χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.

Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.

Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την, κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα. Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ' αυτές βρίσκονται στα «ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι.

αβάν-γκάρντ: avant-garde
αβάν πρεμιέρ: avant première (θέατρο, κινηματογράφος, κλπ.)
αβαντάζ: avantage αβολοντέ: à volonté
αγκαζέ: engagé αγκράφα: agrafe
αλακάρτ: à la carte
αλάρμ: alarme(s)
αμορτισέρ: amortisseur
αμπιγέζ: habilleuse
αξεσουάρ: accessoire
απροπό: à propos (επ'αυτού, παρεμπίπτουσλυ, κλπ)
αργκό: argot
ασανσέρ: ascenseur ασίστ: assiste (μπάσκετ, κλπ)
ασορτί: assorti
ατελιέ: atelier
ατού: atout (στα χαρτιά)
αφάν γκατέ: enfant gâté

βαλέ(ς): valet
βαποριζατέρ: vaporisateur (spray)
βεντιλατέρ: βεντιλατέρ
βεραμάν: vert amande (χρώμα[/i]: πράσινο αμυγδαλί)
βερνισάζ: vernissage βερσιόν: version
βιολέ: violet (το χρώμα)
βιτρό: vitraux
βολάν: volant.
βολοβάν: vol au vent

γκαζόν: gazon (χλοοτάπητας, όχι εκείνο το «αξύριστο» που νοσταλγώ)
γκανιάν: gagnant
γκαράζ: garage γκαρσονιέρα: garçonnière γκουρμέ: gourmet
γκραν γκινιόλ: grand-guignol

εκλαντόρ: «éclat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ: éclair (comme au chocolat) εμπριμέ: imprimé
ενζενύ: ingénue
ενσταντανέ: instantané
εξτραφόρ: extra fort εστέτ: esthète εταζέρα: étagère

ζάντα: jante
ζαρτιέρα: jarretière
ζελατίνη: gélatine
ζελέ(ς): gelé(e)
ζεμανφού, ζεμανφουτισμός, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίδης: je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ: jeune premier ζιγκολό: gigolo
ζιλέ: gilet (σε αχρηστία: γιλέκο)
ζιλέτ: Gilette (μάρκα ξυραφάκι)
ζο(ν)γκλέρ: jongleur

καλσόν: caleçon (όχι το αντρικό σώβρακο) καμαμπέρ: camembert (TO τυρί)
καμουφλάζ: camouflage καουτσούκ: caoutchouc
καμπαρέ: cabaret
καμποτάζ: cabotage
καντράν: cadran
καπό: capot. καρέ: carré (το χτένισμα)
καρέ: carré (στο πόκερ) καρέ (τα): carrés (μικρή και μεγάλη περιοχή στο ποδόσφαιρο)
καρέ-καρέ: carré (par) carré καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ: carburateur
καρμπόν: carbon(e)
καρό: carreau (στα χαρτιά) καρνέ: carnet
κασκαντέρ: cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman) κασπό: cache-pot (κάλυμμα για όταν η «γλάστρα» είναι άσχημη)
κέντα: quinte (μόνο στο πόκερ)
κις λορέν: quiche lorraine
κλισέ: cliché
κλος: cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν: collant
κομπλέ: complet ή comblé
κομπλιμάν: compliment
κομφετί: confetti
κομφόρ: confort κονσομασιόν: consommation
κονσοματρίς: consommatrice
κοντέρ: compteur
κοντράστ: contraste
κονφερανσιέ: conférencier
κουλέ(ς): coulée (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν: coup blanc
κουπ: coupe (de cheveux) κουπέ: coupé (για διαμέρισμα τρένου / για σπορ αυτοκίνητο)
κουτουπιέ(ς)/κουντεπιέ(ς): coup de pied
κραγιόν: crayon κρεμ: crème (το χρώμα ή το γλυκό)
κροσέ: crochet (είδος μπουνιάς)
κροσέ: crochet (βελονάκι)
κρουασάν: croissant κρουπιέ(ς): croupier

λαμπα(ν)τέρ: lampadaire
λεβιέ ή λεβιές: levier λικέρ: liqueur

μαγιό: maillot
μαιν-κουράντ: main courante (για ξενοδοχεία)
μακιγιάζ: maquillage
μακιγιέζ: maquilleuse
μακό: maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ: manicure μανόν: manon (για τα νύχια)
μαντάμ: madame
μα(ντ)μουαζέλ: mademoiselle
μαρόν γκλασέ: marron glacé. μασάζ: massage μασέζ: masseuse
μασέρ: masseur (καμία σχέση με «ma soeur»)
μασίφ: massif
μασπιέ(ς): marchepied
μενού / μενύ: menu μεσιέ: monsieur
μετρ ντ'οτέλ: maître d'hôtel
μιζανπλί: mise-en-plis μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ: mille-feuilles
μιξάζ[/i]: mixage μονόκλ: monocle
μοντάζ: montage μοντέρ: monteur (κινηματογράφος - ηχοληψία)
μοτέρ: moteur
μπακαρά: baccarat (παιχνίδι με χαρτιά)
μπακαρά: baccarat (κρύσταλο πολυτελείας)
μπαλαντέζα: baladeuse (ηλεκτρολογία)
μπαλαντέρ: baladeur (τζόκερ)
μπαμπά: baba (comme au rhum)
μπαράζ: barrage μπας κλας: basse classe
μπατόν-σαλέ: bâton salé (αχρ. κριτσίνι αλμυρό, κλπ)
μπεν μαρί: bain-marie (για μάγισσες / μαγείρισσες, απ'την αρχαία Αίγυπτο)
μπεν μιξτ: bain mixte (αχρ. παραλία για άντρες ΚΑΙ γυναίκες)
μπερέ: béret
μπετόν αρμέ: béton armé
μπιγκουντί: bigoudis
μπιζού: bijou
μπιζουτιέρα: bijoutière
μπισκότο: biscotte / biscuit μπιφτέκι: bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.) μπλαζέ: blasé
μπλε: bleu
μπλε μαρέν: bleu marine
μποέμ: bohème (λίγοι μείναμε[/i]: σαν τους μάγκες, μάς πάτησε το τρένο)
μπομπονιέρα: bonbonnière
μπον φιλέ: bon filet
μποξ: boxe
μποξέρ: boxeur
μπορντό: bordeaux (το χρώμα / το κρασί)
μπουάτ: boîte (de nuit)
μπουζί: bougie (κανονικά = κερί)
μποϋκοτάζ: boycottage μπούρδα: bourde
μπουρζουά(ς): bourgeois. μπουρζουαζία: bourgeoisie. μπουφάν: bouffant
μπουφέ: buffet μπρελόκ: breloque
μπρικόλα: bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)

νατ(ο)υραλιζέ: naturalisé (όπως πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές, κλπ.)
νατύρ (μορτ): nature (morte)
νεγκλιζέ: négligé
νεσεσέρ: nécessaire (σαν το βαλιτσάκι)
νουβέλ βαγκ: nouvelle vague ντεγκραντέ: dégradé (χρωματισμός μαλλιών)
ντεζαμπιγιέ: déshabillé (ελαφριά προκλητική ρόμπα)
ντεκαπάζ: décapage (αποχρωματισμός μαλλιών για αλλαγή χρώματος)
ντεκλαρέ: déclaré (χύμα και τσουβαλάτα)
ντεκολτέ (αβυσσαλέο/λυσσαλέο): décolleté
ντεκόρ: décor
ντεκορατέρ: décorateur
ντεκορατρίς: décoratrice
ντεκουπάζ: découpage (χωρισμός σεναρίου πριν το μοντάζ)
ντεμί: demi (όχι η μπίρα-ποτήρι, που λένε στη Γαλλία)
ντεμί/πανσιόν/σεζόν: demi/demie pension/saison
ντεμοντέ: démodé (εκτός μόδας)
ντε πιες: deux pièces (όπως πχ μπικίνι)
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ: débrayage. ντεφιλέ: défilé (στη μόδα) ντίζα: duse (καλώδιο του συμπλέκτη)
ντιζέζ: diseuse ντιζέρ: diseur (σχεδόν συνώνυμο του κονφερανσιέ)
ντουί: douille
ντουμπλ φας: double face (το μέσα-έξω)
ντους: douche

οβάλ: ovale
ογκρατέν: au gratin
οντισιόν: audition
οπερατέρ: opérateur
οτ κουαφίρ: haute coiffure
οτ κουτίρ: haute couture
οψιόν: option (για χρηματιστήριο, ποδόσφαιρο, κλπ.)

παλτό: paletot
παντα(ν)τιφ: pendentif
πα-ντε-ντε: pas-de-deux (στο μπαλέτο)
παντεσπάνι: pain d'Espagne
παντόφλα: pantoufle
παντοφλέ: γαλλοπρεπές παράγωγο της παντόφλας (στη γαλλική αργκό, pantouflé είναι ο δημόσιος υπάλληλος που περνάει στον ιδιωτικό τομέα
παραβάν: paravent
παρκέ: parquet
παρμπρίζ: pare-brise
παρτενέρ: partenaire
παρτέρι: parterre
παρτούζα: partous(e) (ή αλλιώς[/i]: πάρτυ με ούζα)
παρφαί: parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό) παρφαιταμούρ: parfait amour (σε αχρηστία[/i]: παλιό λικέρ, σαν το «κουρασάο»)
πασέ: passé
πασπαρτού: passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πατέ: pâté
πατινάζ: patinage
πατρόν: patron (μόνο για κοπτορραπτούδες)
πελούζα: peluse (χλοοτάπητας, ξανά!)
πεντικιούρ: pédicure περμανάντ: permanente πετάλι ή πεντάλι: pédale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς): piqué (μόνο στο μπιλιάρδο) πιστόλι: pistole(t)
πιστόνι: piston
πλασέ: placé (σε ιπποδρομίες)
πλασέ: placée
πλασιέ: placier
πλατό: plateau (στο σινεμά) πλαφόν: plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι) πλερέζα: pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλιάν: pliant (αχρ. πτυσσόμενο έπιπλο, καρέκλα, κλπ)
πλισέ: plissé
πορτατίφ: portatif
πορτμπαγκάζ: porte-bagages. πορτ-μαντό: portemanteau
ποσέ: poché (όπως τ'αυγά)
ποτ πουρί: pot pourri
πουά: pois (σε σχέδιο) πουλέν: poulain
πουρμπουάρ: pourboire
πρεμιέρα: première
πρενς ντε γκαλ: «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πρεστίζ: prestige
πριβέ: privé
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας: profil, trois-quarts, en face (πόζες σε φωτογραφίες) προφιτερόλ: profiterole
πτι-φουρ: «petit four»

ρεβάνς: revanche
ρεζερβέ: réservé
ρελάνς: relance (στα χαρτιά, πόκερ, κλπ.)
ρελαντί: ralenti
ρεβεγιόν: réveillon
ρεμούλκα: remorque
ρεπετισιόν: répétition (επανάληψη)
ρεπορτάζ: reportage ρεζερβουάρ: réservoir ρεπό: repos (άκλιτο, πληθ. τα ρεπά)
ρεσεψιόν/ρεσεψιονίστ: réception/réceptionniste
ρετιρέ: retiré
ρετούς (-σάρισμα): retouche
ριγέ: rayé (ίσως απ'το ιταλικό «riga», με γαλλοπρεπή προφορά)
ροζ: rose (couleur)
ροζέ (κρασί): rosé
ρομπ ντε σαμπρ: robe de chambre
ρουά ματ: roi mat
ρουλεμάν: roulement
ρουζ: rouge (à lèvres)

σαβουάρ βιβρ: savoir vivre
σαλατιέρα: saladier
σαλέ: chalet (αχρ. εξοχική, συνήθως ξύλινη, κατοικία)
σαλέ: salée[/i]: αλμυρή > τσουχτερή (όπως μια «λυπητερή»)
σαμποτάζ: sabotage σαμπρέλα: chambre à air
σανβουάρ: sans voir (συνώνυμο[/i]: αβλεπί)
σαντιγί: (crème) Chantilly
σασμάν: changement
σατομπριάν: chateaubriand (κακοφτιαγμένο > «σκατομπριάν», με χορταρικά > «σατομπριάμ») σεζ-λονγκ: chaise-longue σεζόν: saison
σένιος: signé
σελοφάν: cellophane
σεπαρέ: séparé
σεμέν: chemin (κέντημα)
σεμέν ντε φερ: chemin de fer (παιχνίδι με χαρτιά)
σεσουάρ: séchoir
σερβί: servi (στο πόκερ)
σερί: série
σερπαντίνα: serpentine
σεφ: chef
σικέ: chiqué (στημένος αγώνας, κλπ.)
σικλαμέν: cyclamen (το χρώμα[/i]: αντιδάνειο από το ελληνικό κυκλάμινο)
σιλανσιέ: silencieux
σινεμά: cinéma (αντιδάνειο)
σινιέ: signé (griffe, sigle) σινιόν: chignon
σιφονιέρα: chiffonnière
σκαμπό: escabeau
σοκ: choc
σος ή σως: sauce (παντός είδους σάλτσα, όχι ο χορός)
σοσόνι: chausson
σοτέ: sauté (πχ κρέας μαγειρεμένο, όχι «πηδημένο»)
σου: chou (γλυκό, όπως λέμε[/i]: Ο Κύριος με τα σου)
σουβενίρ: souvenir
σουβέρ: sous-verre
σουμπρέτα: soubrette σουξέ: succès
σουπιέρα: soupière
σουπλά: sous-plat
σουρεάλ -(ισμός): surréel /surréalisme
σουτέρ: shooteur (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κλπ)
σουτιέν: soutien-gorge (εμείς οι πονηροί κόψαμε το ... «στήθος»)
σουφλέ: soufflé
σοφιστικέ: sophistiqué (ελληνικό αντιδάνειο)
σπασουάρ: suspensoir
σπεσιαλιτέ: spécialité
σπιράλ: spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)

ταγέρ: tailleur (όχι ο ράφτης[/i]: το γυναικείο κουστουμάκι)
τακτ: tact
ταμπλ ντ'οτ (με διάφορες ορθογραφίες): table d'hôte
ταμπλό: tableau
ταμπλό βιβάν: tableau vivant
ταπί: tapis (fauché, καμία σχέση με χαλί). τατουάζ: tatouage
τεραίν ή τερέν: terrain
τετ-α-κε: tête-à-queue
τετ-α-τετ: tête-à-tête
τιρκουάζ: turquoise
τιράζ: tirage
τιραμισού: tiramissou (όχι με τη γαλλική προφορά[/i]: τιγαμησού
τουρνικέ(ς): tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο) τουρνουά: tournoi
τρακ: trac
τρακτέρ: tracteur (όχι η ρεμούλκα)
τρικαντό: tricanton (αχρ. στρατιωτικό/ναυτικό τρίκωχο)
τρουά-καρ: trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ: truc

φαβορί: favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.) φαβορίτα: favori
φαμ φατάλ: femme fatale φανταιζί: fantaisie φαρσέρ: farceur
φασαμέν: face-à-main (σε αχρηστία[/i]: ματογυάλια με χειρολαβή)
φασόν: façon (για παλιές κοπτορραπτούδες, κατ'οίκον)
φέιγ-βολάν: feuille(s) volante(s)
φερμουάρ: fermoir
φερ φορζέ: fer forgé
φιλέ: filet = για φάγωμα (αν είναι κρέας), για πήδημα/άλμα (αν είναι άθλημα)
φιλμ νουάρ: film noir φίνα: fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ: finaliste
φις: fiche (ηλεκτρολογία)
φλαμπέ: flambé
φλος: flush (στο πόκερ)
φλος ρουαγιάλ: flush royal (στο πόκερ)
φλου: flou (όπως ο «Μπάμπης ο Φλου»)
φλου αρτιστίκ: flou artistique (φωτογραφία, κινηματογραφία, κλπ.)
φοντάν: fondant
φοντύ: fondu(e)
φο-μπιζού: faux bijou (όχιφο-βυζού...)
φραπέ(ς): frappé (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φουαγέ: foyer
φουαγκρά: foie gras
φρένο: frein φρουί γ(κ)λασέ: fruit glacé
φρουί ζελέ: fruit gelé
φρουτιέρα: fruitière

Σ.ς.: Tous les textes de Dino Garoux sont déposés sous la mention légale P2E7197©Copyright-France.com et toute reproduction partielle ou intégrale sans son accord est strictement interdite.

Ολόκληρο το λήμμα προσφέρεται για παράδειγμα.
Κάθε προσθήκη ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Madam, modem, Μαντάμ κ.α. είναι κάποια από τα ονόματα της ισχυρής ναρκωτικής ουσίας που ονομάζεται MDMA, ακρωνύμιο του (3,4-methylenedioxy-N-methylamphetamine).

To Mdma βρίσκεται σε τρεις βασικές μορφές.:
α) Τα χάπια, τύπου Extc τα οποία είναι 70-80 διαφορετικά είδη όπως smile, dragon, πεταλούδα κ.α. (με μικρή ποσότητα mdma)
β) Σε μορφή υγρού με διάφορα χρώματα (μοβ, άσπρο, κίτρινο, καφέ κ.α.) το οποίο έχει αρκετοί ποσότητα md γ) Το στέρεο σαν σκόνη, ουσιαστικά μπεζ κρυσταλιζέ βραχάκια που έσπαγαν πολύ εύκολα.

Το MD δεν είναι τόσο εθιστικό, όσο άλλα ναρκωτικά, όπως η ηρωϊνη ή η κΚοκαϊνη. Είναι σχετικά ακριβό. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η μακροχρόνια χρήση του σε πολύ συχνά διαστήματα (5 φορές την εβδομάδα) δημιουργεί αρκετά προβλήματα στην ψυχική υγεία του χρήστη. Συχνά χρήστες του MDMA σε συνδυασμό με χρήση κρυσταλλικής κεθ-αμφεταμίνης (ή και χωρίς αυτήν) καταλήγουν σε ψυχιατρείο για σοβαρές επιπλοκές, όπως τάση ή απόπειρα αυτοκτονίας, κατάθλιψη κ.α.

Ως παράδειγμα, θα σας παραθέσω, όσο πιο παραστατικά μπορώ, το πως «την ακούς» από mdma.

Το κορυφαίο MD είναι σε κρυστάλλους, γιατί έχει την μεγαλύτερη ποσότητα της δραστικής ουσίας ανά ml. Βάζεις μισό γραμμάριο σ' ένα μπουκαλάκι νερό (όχι φουλ γεμάτο) και το ανακατεύεις καλά για 5 λεπτά (εναλλακτικά βάζεις μισό γραμμάριο σε ένα μεγάλο ποτήρι και βάζεις αρχικά μικρή ποσότητα και το αναδεύεις για 2 λεπτά, στην συνέχεια βάζεις νερό σχεδόν μέχρι επάνω, σε όλη αυτή την διαδικασία το ανακατεύεις.

Το πίνεις λοιπόν σε γουλιές (είναι πικρό) μαζί με ακόμη 2 άτομα minimum!!!! MD και μόνος δεν λέει...

Τα πρώτα σημάδια είναι η εφίδρωση και η αίσθηση χαλάρωσης, μετά είναι η αλλαγή της διάθεσης και το απίστευτο good trip που σε βάζει, έχοντας όμως γνώση της πραγματικότητας... απλά σε κάνει πολύ φιλικό, πολύ μπλα - μπλα...

Το ξενέρωμά του είναι σχετικά ομαλό, λίγα νεύρα την επόμενη μέρα μόνο, τύπου «έχω περίοδο».

βλ. και μαντάμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «φύγε», «δίνε του», «σπάσε». Προέρχεται εκ του γαλλικού aller (προστακτική β' πληθ.: allez) που, με τη σειρά του, σημαίνει πηγαίνω -αν δεν έχω κάψει τη RAM μου. Έγινε ευρέως γνωστό από την Αννίτα Πάνια που το έλεγε όταν έδιωχνε τα ψώνια από το πλατό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «ιδού», στα γαλλικά (Voilà!).

Πρόκειται για γαλλική έκφραση που έχει ξαναγίνει της μοδός, πάντα για πλάκα όμως, όταν το παίζουμε αγιστοκγάτες.

(ο ένας υπάλληλος στον άλλον, με θέμα ένα πρότζεκτ)
- Βουαλά. Πάρ' το και κάνε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O συγκεκριμένος Frangrec όρος με ευρύτατη και πολυετή χρήση στο χώρο της εγχώριας σόου-μπίζ σήμερα αναφέρεται κυρίως σε νεαρό ή πρωτοεμφανιζόμενο, στο χώρο του θεάματος, θηλυκό, με χαρακτηριστική φωτογένεια, φρεσκάδα και σεξ-απίλ, που φέρει ελπίδες για μεγάλη καριέρα στην τηλε-πιάτσα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζεται με την σταρλετ-ίτσα, δηλαδή το φιλόδοξο κοριτσάκι - καβλίδιο που δεν διστάζει να κάτσει στα γόνατα μεγάλων κυρίων - παραγωγών που θένε να της ξηγήσουν το παραμύθι προκειμένου να αποκτήσει τη δόξα και το χρήμα που επιθυμεί.

Επιπλέον, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την επιτυχημένη εργένισσα - σεξουαλικά ανεξάρτητη λαμπερή γυναίκα του σήμερα, με καριέρα και στρας.

Όμως, οι συγκεκριμένες 2 ερμηνείες δεν είναι ακριβείς, άσχετα αν με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος από τους εγχώριους τηλε-κανίβαλος και κριτικούς. Η προέλευση της χρήσης του όρου στην ελληνική σόου-μπίζ-σλανγκ θα πρέπει να αναζητηθεί στα θεατρικά και κινηματογραφικά κιτάπια, όπου η πρωταρχική του σημασία είναι ακριβής: γυναικείος ρόλος, πρωταγωνιστικός ή δευτερεύων, κωμικός ή τραγικός, της ευάλωτης, ανυπεράσπιστης και βασανισμένης γυναίκας που τραβάει το γολγοθά της για να βρει κάποτε την ευτυχία (είτε στον έρωτα, είτε στη δουλειά, είτε στα παιδιά της κλπ.)...

Σκηνοθέτας: - Καλό το κειμενάκι σου και για το ρόλο του τζιτζιφιόγκου κάποιον θα βρούμε. Ποιαν θα βρούμε, όμως, να παίξει κάτι σαν το ρόλο της Μάουρα στο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»; Την Παπουτσάκη; Είναι εύκολο, όχι όμως για ρόλους ενζενύ!
Σεναριογράφος: - Έχεις δίκιο. Η Παπουτσάκη δεν κάνει, too hot. Η Καραμπέτη ούτε να μας φτύσει... Μήπως η Γερασιμίδου; Και να την κάνουμε... μητριά του τζιτζιφιόγκου που είναι παράφορα ερωτευμένη μαζί του; Μην την κάνουμε μάνα και μας πουν ανώμαλους!

Θεσμοφοριάζουσες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό παλιάς κοπής που σημαίνει «τι σημαίνει», «τι είναι», «τι πα' να πει». Συνώνυμο του παλαιοελληνισμού τι εστί στην αργκό.

Απευθείας μεταφορά από το γαλλικό qu'est-ce que c'est (δείτε εδώ οι μη γαλλό- αλλά αγγλομαθείς), από τους πολλούς γαλλισμούς που πέρασαν στα ελληνικά από τις αριστοκρατίες εποχής για να διασωθούν τελικά μέσα στην αργκό. Βλέπε ακόμη μανδάμ, σερσέ λα φαμ και άλλα.

  1. Πεσέιρο; Κεσκεσέ Πεσέιρο;
    Μια ανάσα λέει από τον Παναθηναϊκό βρίσκεται ο Πεσέιρο. Μαϊστα. Και εμείς τώρα τι πρέπει να κάνουμε; Να γελάσουμε ή να κλάψουμε; Κεσκεσέ Πεσέιρο που θάλεγε κι ο Αλέφαντος. Μ' αυτόν ρε θα κοντράρουμε τον γαύρο και το αεκάκι και θα χτυπήσουμε τίτλο; Πλάκα κάνουμε τώρα;
    (από ιστολόι)

  2. Και κάτι άλλο ρε μάγκες, γιατί θα τρελαθώ. Ποια είναι η Κάτια; Τι είναι η Κάτια; Κεσκεσέ Κάτια; (από ιστολόι)

  3. jesus: το «δαγκώνω» λέγεται γενικότερα στην ελλάδα νομίζω κ έχει όντως μια εσάνς ποστίλας
    aias.ath: Κέσκεσέ λὰ ποστιλά;
    Vrastaman: Σετ αν μπιέν μαλακί ντε Χεσούς. Ρεκάρντ ισί.
    (γαλλομαθείς αργκόστροφοι παλιάς κοπής στο διαδίκτυο)

(από Vrastaman, 07/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μενού (γαλλ. menu) ως γνωστόν αφορά τον κατάλογο των εδεσμάτων που σερβίρονται σε ένα εστιατόριο.

Σήμερα όμως χρησιμοποιείται για τα περιεχόμενα ενός δωδ, ενός σάη κττ.

Επίσης, στον καθημερινό λόγο το λέμε χαριτολογώντας ή ειρωνικά για οτιδήποτε περιλαμβάνει μια οποιαδήποτε εκδήλωση / κατάσταση.

Βλ. και πούτσα το μενού.

  1. Γειά σας. Θέλω να δημιουργήσω ενα μενού στο site με την εξής μορφή: Ενότητα,Κατηγορία,Υποκατηγορία1,Υποκατηγορία2 κλπ,Αντικείμενα. (π.χ. Φορείς του Τόπου μας,Αθλητικοί Σύλλογοι,Σύλλογος1,Σύλλογος2 ...,Αντικείμενα δραστηριότητας των συλλόγων.... Προσπαθώ να βρώ στην διαχείρηση αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο.Αν μπορεί να βοηθήσει κάποιος! Ευχαριστώ.

  2. Θέλω να βάλω στο grub των clients, την επιλογή Netboot πρώτη, αλλά δεν έχω καταλάβει που βρίσκεται το μενού του grub. (από το νέτι αμφότερα)

  3. - Πάμε στο μπαράκι όπου δουλεύει η Στέλλα; έχουν ζωντανή μουσική.
    - Και τι έχει το μενού;
    - Διάφορους πιτσιρικάδες από το schoolwave.

  4. - Άκουσες τις ειδήσεις;
    - Όχι, τι είχε το μενού;
    - Σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς, κανα φόνο, οικονομία κλασικά, αλλά το σπουδαιότερο: τον γάμο της χρονιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified