Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Got a better definition? Add it!
Βρισιά που σημαίνει ότι μία γυναίκα ή κόρη δεν είναι καθόλου σικ, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, βλαχάρα, τρε μπανάλ, καθόλου καλόγουστη με τον τρόπο που αρμόζει σε μια πελούσια. Βλ. και τελευτιλίκι.
Βρίσκω εν προκειμένω σωστό τον επιτονισμό του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου:
Όταν έβριζαν την Σώτη, δε μίλησα. Όταν έβριζαν τη Ζωή, δε μίλησα. Τώρα που βρίζετε όμως τα Louboutin θα μιλήσω. Αν δεν έχεις περπατήσει για πάνω από 3 λεπτά φορώντας τα και διατηρώντας την μπαλαρινίσια χάρη σου, βούλωσε το, ανόητη, βλάχα, βλαχάρα, τελευταία. (Από σόσιαλ μήδεια).
-Άμα είσαι πελούσια πρέπει και να το δείχνεις, αγάπη μου! Εμ τι, να μας περάσουνε για καμιά τελευταία;
Got a better definition? Add it!
Πολιτικό μπινελίκι νέας κοπής, εκ των μνημόνιο και μουνόπανο. Αναφέρεται σε αυτόν, που κατά τους χρησιμοποιούντες τη βρισιά, δεν θεωρεί το μνημόνιο απλώς ως ένα αναγκαίο κακό, αλλά γουσταίρνει κιόλας, πρόκειται για να το θέσω ως ινσέψιο, για το μνι που είναι μνη, για κάποιον που θεωρεί ότι στο Ελλαδιστάν δεν πρόκειται να δούμε ποτέ προκοπή έτσι κι αλλιώς οπότε η μοναδική λύση είναι κάποιος βούρδουλας απ' έξω, ή που τέσπα για οποιονδήποτε λόγο θεωρεί ότι το Μνημόνιο έχει παρεξηγηθεί, έχει και καλά σημεία κ.τ.λ. Στον πληθωρικό αντι-φιλελέ λόγο του Διαδικτύου τα μνημονόπανα συχνά συμφύρονται με τους φιλελέδες ή νεοφιλελέδες (το ίδιο κάνει) στο πλαίσιο φιλελέ-bashing (παρόλο που οι φιλελέδες θα ήταν εναντίον ενός μνημονιστάν), εξ ου και η ρομαντική έκφραση αριστερών προς τις γυναίκες τους σ' αγαπώ όπως ο φιλελές το μνημόνιο. Άλλες φορές τα μνημονόπανα δεν αξίζουν καν τη σύνδεση με μια οποιαδήποτε ιδεολογία, είναι απλώς τα μουνόπανα της ημέρας. Κυριολεκτικά φανταζόμαστε ένα μνημόνιο που αντί να έχει σχιστεί (έτσι κι αλλιώς να σχιστεί δεν προβλέπεται σύντομα, μάλλον να μετονομαστεί), χρησιμεύει ως μουνόπανο. Και μεταφορικά τον άνθρωπο που είναι τόσο ευτελής και ποταπός ώστε να παρομοιάζεται με κάτι τέτοιο.
Got a better definition? Add it!
Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.
1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...
Σχετικά: ξινός, ξινομούνα, ξινίχλας, ξινομουνίαση, ξινόπουστα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Και ναινές. Αυτός που λέει ναι, ο νενέκος, ο ναισεολατζής, ο yesman. Δηλαδή ο μειοδότης, ο εθελόδουλος κ.τ.ό. Χρησιμοποιείται ως πολιτικό φαυλιστικό, και έχει μεγάλη πέραση στην περίοδο γύρω από το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, για να στιγματίσει τους θιασώτες του Ναι. Συνηθέστερα στον πληθυντικό: ναιναίδες, ναινέδες,
Για περισσότερα, βλ. στο άρθρο του Νίκου Σαραντάκου εδώ.
Got a better definition? Add it!
σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο
Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.
Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.
Got a better definition? Add it!
Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.
Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.
Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.
- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;
Got a better definition? Add it!
Επίθημα / σλανγκοκατάληξη (στην γαμοσλανγκοτέτοια γραμματική κατατάσσεται ως Β΄ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ). Σχηματίζει ουσιαστικά ουδέτερου γένους και με πολύ λίγες εξαιρέσεις (κουμπαριό, καμπαναριό, πλυσταριό, καρβουναριό, αντε και ξαπλωταριό), σχηματίζει λέξεις που έχουν περισσότερο ή λιγότερο μειωτικό έως και υβριστικό νόημα.
Μ' αυτή τη φόρτιση έχει δώσει ήδη σπουδαία λήμματα στο σλανγκρ: Αρχιδαριό, ελληναριό, καμπαναριό, καπηδαριό, κεραμιδαριό, καρακιτσαριό, καραμπιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, μαλακαριό, παπαδαριό, πουταναριό,πουσταριό, φακλαναριό, φασισταριό, χαλικουταριό.εδώ
Όπως σωστά γράφει ο βικαρ στην -ίλα, "[...] συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής":
Got a better definition? Add it!
Μετά την τεκμηριωμένη 'απάντηση-ελεγεία-κόλαφο' για την μπουγάτσα (την σκέτη αλλά και την έτσι) του Ρoniroskylou και την μπουγάτσα με φλουρί, με τουρίστα, με πουλί, με κεριά, στο σλανγκρ έχουν πλέον προστεθεί και τα κάτωθι:
Η Σάγκα της μπουγάτσας συνεχίζεται ενταύθα με τα μπουγατσάνθρωπος, μπουγατσούπολη (αυτά τα λέμε κι οι σαλονικιοί) και με τα μισαλλόδοξα και φανατικά
μπουγατσοκοιλιάς, μπουγάτσας γιος(εδώ)
Ο σαλονικιός.
Ο κάτοικος της μπουγατσούπολης Ξεσσαλονίκης.
Το μπαόκι.
Σημείωση: Αν και η πόλη των Σερρών φημίζεται για την μπουγάτσα της, μπουγατσούπολη λέγεται η Σαλονίκη.
Είμαι μπουγατσάνθρωπος ρε φίλε και μας χωρίζουν κατι 3ψήφια χιλιόμετρα. Σ'ευχαριστώ πάντως! Αφόυ είναι kithara.gr approved ο VHT θα τον δοκιμάσω. ξέρετε να τον φέρνει κανένας στην συμπρωτεύουσα? (εδώ)
ρίξε λίγο ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ να χαλαρώσω και να κοιμηθώ γιατί είμαι μέσα στα νευρα στην μπουγατσούπολη όλη την βδομάδα. (ΔΕΘ) Στις 8 πμ ξεκινάνε οι γύφτοι με τα μεγάφωνα και τα παλισίδερα. Τωρα το βράδυ ο κάθε μπαόγκο-σκουλίκης βάζει το στέρεο στο τέρμα στο Ρενο κλιο και βουρ τα γκάζια. Ασε τα μοτοσυκλέτια που έχουν οι μπουγατσανθρωποι. Μία εξάτμιση κανονική δεν άκουσα ακόμα. Καληνυχτα.
Οι μπουγατσάνθρωποι, επέδειξαν δείγματα γαυρίλας, όταν στο Β' ημίχρονο δεν έβγαλαν ΚΙΧ. Αποκορύφωμα της βραδιάς, όταν μετά το δικό μας "ΣΙΓΑ, ΣΙΓΑ ΜΑΣ ΠΗΡΑΤΕ Τ'ΑΥΤΙΑ", μας έβρισαν 2-3 φορές και τους χειροκροτήσαμε ειρωνικά. (εδώ)
Φατε σανο και βελαξτε ρε κωλομπαοκια!!! Κομπλεξικοι μπουγατσανθρωποι γαμω τη Θεσσαλονικη!!! (εδώ)
Ο πιο γελοιος, αχρειος, ελεεινος και τιποτενιος ξεφτιλας Αντρας του πολιτικου συστηματος της χωρας. Μπουγατσανθρωπος πραμα που χρονια τωρα ρουφαει απο τον κρατικο κορβανα σαν θεονηστικο κουταβι ζεστο χρημα σε βαρος των κοροιδων που τον στηριζουν. (εδώ)
Κατά το σαπιοκοιλιάς.
Από το (panathinaikosforum):
Κατά το πουτανασγιός.
Got a better definition? Add it!
Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.
Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.
- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)
- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)
- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)
Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).
- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...
- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.
Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).
Αγγλιστί: slimeball.
Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.
Got a better definition? Add it!