Έτσι αποκαλείται από το 2008 και δώθε, κυρίως από τους άμεσα θιγόμενους αεκτζήδες, ο γαύρος (greeklish: GAYros). Από το λοιπό φίλαθλο κοινό αποκαλείται και «διορισμένος».
Απόψε υποδέχεται τον χάρτινο στο κολασμένο οακα.
Έτσι αποκαλείται από το 2008 και δώθε, κυρίως από τους άμεσα θιγόμενους αεκτζήδες, ο γαύρος (greeklish: GAYros). Από το λοιπό φίλαθλο κοινό αποκαλείται και «διορισμένος».
Απόψε υποδέχεται τον χάρτινο στο κολασμένο οακα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.
- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.
Got a better definition? Add it!
Κεκές είναι ο βραδύγλωσσος. Δημιουργία του όρου από την εγγενή δυσκολία των ανθρώπων αυτών στην εκφορά συνδέσμων και αρχής των λέξεων. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός το δίχως άλλο.
- Ρε συ αν πιει κάνα μανιντού ο Χατζηνικολάου θα γίνει κεκές;; Μιλάει τόσο αργά που νομίζεις πως θα κεκεδίσει.
Got a better definition? Add it!
Προσωνύμιο του τέως βασιλέα Κωνσταντίνου (του 2ου). Αφότου εξέπεσε του αξιώματός του, μέγας ντόρος δημιουργήθηκε για το πώς θα αποκαλείται, καθότι επισήμως δεν έφερε κάποιο επώνυμο. Άκρη δεν βγήκε (με την Ελλάδα) κι έτσι, για να μπορεί να ταξιδεύει, χρησιμοποιεί κάποια Δανέζικα διπλωματικά έγγραφα (μιας κι η οικογένεια του έχει ρίζες εκεί), που όμως τον αναφέρουν ως Constantino de Grecia (ισπανικά). Από την στιγμή που έγινε γνωστό αυτό στα ελληνικά μίντια, δεν ήθελε και πολύ να του το κοτσάρουν, δίπλα στα επίσης γλαφυρά Κοκός, Τέως, Εξαδάκτυλος.
Κατά τα άλλα, ο κ. Ντεγκρέτσια επιθυμεί διακαώς η παράδοση του Τατοΐου να γίνει επίσημα και με τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα, παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων και δημοσιογράφων.
(από εδώ))
Got a better definition? Add it!
Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.
Από το πατάτα + ουφ.
(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)
Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...
Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.
Got a better definition? Add it!
Ο/η (συνήθως) φοιτητής /-τρια που, όσο δεν βρίσκεται στο εξωτερικό με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής ή εθελοντικής εργασίας (BEST, Erasmus, Leonardo κλπ), είναι μόνιμα απασχολημένος /-η να πρήζει τους άλλους για τα ταξίδια του/της.
Αγαπημένα θέματα για μονόλογο της μπεστογκόμενας είναι:
- τα drink games
- οι χαρακτηρισμοί λαών, τύπου: «οι Ισπανοί είναι ρυθμικός λαός, συνεχώς χτυπούν παλαμάκια».
- ...και εκεί που μαζεύαμε blueberries, πετάχτηκε ένας άστεγος από τους θάμνους, αλλά εμείς βάλαμε τα backpacks πάνω από τα κεφάλια μας, για να νομίζει πως είμαστε μεγαλύτερα ζώα και μείναμε ακίνητοι, γιατί η όρασή τους βασίζεται κυρίως στην κίνηση.
- Πάμε στο χωριό μου τον Αύγουστο να μαζέψεις όσα βατόμουρα θες και να κάνουμε και μαρμελάδα;
- Αχ, τον Αύγουστο θα είμαι Χιλή! Θα συναντηθούμε όλη η παλιά παρέα από το συνέδριο στο Σίδνεϊ!
- Καλή μπεστογκόμενα είσαι και του λόγου σου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης ο φαλακρός, και δη ο ξυρισμένος, επειδή το κεφάλι του ομοιάζει επικίνδυνα με κωλομάγουλο.
- Τι μιλάει τώρα και ο κώλος; (Κλασικά προς Ραπτόπουλο σε εκπομπή).
Got a better definition? Add it!
Κάτι εξαιρετικά ελληνικό, με αποτέλεσμα να απέχει σημαντικά από τα αμερικάνικα / χολυγουντιανά πρότυπα – συχνά συνδυασμένο από εφήβους με λαϊκά τραγούδια. (πρβλ. Απεχθή τραγούδια)
Αυτό το νέο τραγούδι του Ρέμου είναι πολύ ελληνικούρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όλα όσα αναφέρονται στο παρεμφερές λήμμα η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, plus η ποικιλόχρωμη ημιόνα, που προσδίδει ένα ποιητικό touch και έναν λαϊκισμό τύπου όψιμου ΚΚΕ.
- Δεν πάω ρε σου λέω! Εκεί μαζεύεται όλη η σάρα, η μάρα και η παρδαλή γομάρα...
Got a better definition? Add it!
Επίσης, έτσι αναφέρεται μειωτικά ο γλωσσολόγος Γιώργος Μπαμπινιώτης άκα Μπάμπης άκα τέως. Όχι λόγω κάποιας ομοιότητας στο επίπεδο του σημαινομένου με το συμπαθές ζώο, αλλά απλά και μόνο λόγω της ομοιότητας στο επίπεδο του σημαίνοντος, δηλαδή του επωνύμου του. Επίσης λέγεται μπαμπουινιώτης.
ΠΑΟΚ - ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ 1 - 0
ΜΕΧΡΙ και τον Μπαμπινιώτη τάπωσαν όταν πήγε να δικαιολογηθεί γιατί έβαλε στο λήμμα «Βούλγαροι» την ερμηνεία: «οπαδοί του ΠΑΟΚ…». «Γιατί συνηθίζουν να τους φωνάζουν έτσι στο γήπεδο, έχει καθιερωθεί στο λεξικό», είπε τότε ο πρύτανης της Γλωσσολογίας.
«ΟΚ», απάντησε στο περιοδικό «ΕΨΙΛΟΝ» ο πρόεδρος των ΠΑΟΚτζήδων σε συνέντευξη που έδωσε στον Θωμά Σιώμο, «τότε κι εμείς θα φωνάζουμε συνέχεια στο γήπεδο: «πουτάνα – πουτάνα / του Μπαμπινιώτη η μάνα», μέχρι να καθιερωθεί, οπότε θα είναι αναγκασμένος δίπλα στο λήμμα «πουτάνα» να βάλει τη μάνα του».
- «Ρε σεις, δεν είστε άνθρωποι!...
Είστε πίθηκοι! Και μάλιστα, μπαμπουίνοι!»
Γιώργος Μπαμπουινιώτης. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!