Η κλωτσιά, το σουτ (στον κώλο ή και στα αρχίδια).

(Στίχος από τραγούδι κρητικοραπχιπχόπ)

«'Ημπλεξα σ' έναν σαματά, μπουνίδια και λακτίδια,
και σαν τον κριγιαρότραγο ήπεζα κουτουλίδια».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζουμε το κατά συρροήν (ή κατά ρυπάς) κλάσιμο σε κλειστό χώρο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αφόρητης ατμόσφαιρας, που ομοιάζει με θάλαμο αερίων.

- Δεν έκλεισα μάτι χθες. Είχαμε φασολάδα και ο αδελφός μου πλάκωσε το κλανίδι, οπότε έγινε η σφαγή του Μάι Λάι...

Βλ. και κλανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οι φανατικοί θαυμαστές του Σταμάτη Γονίδη. Η αρρώστια είναι κληρονομική, αλλά και κολλητική. Δηλ. ένα παιδί που μεγαλώνει σε λαϊκό περιβάλλον και οι γονείς του είναι ευαίσθητοι, ευνταλγκάδωτοι κ.τ.λ. είναι πιθανό να πάρει τα γονίδια από τους γονείς του.

  2. Οι τραγουδιάρηδες που έχουν ζηλώσει την δόξα του Σταμάτη Γονίδη. Το πιο χαρακτηριστικό: Δεν τραγουδάνε, αλλά ουρλιάζουν στο μικρόφωνο με όλη τους τη δύναμη. Επίσης είναι ευαίσθητα καλά παιδιά του λαού μας. Και, καθώς, όπως είπε συνονόματος του συσλαγκιστή μας «ουκ εγένετο μαθητής μείζων του διδασκάλου αυτού», οι μιμητές αυτοί δεν είναι παρά «γονίδια» και όχι the real stuff!

Νταλικέρης ο Βρασίδας ο μπαμπάς, ακούει όλο Γονίδη στο δρομολόγιο. Τώρα πήρε τα γονίδια κι ο γιος του ο Μητσάκος! Όλη μέρα ή Γονίδη θα ακούσει ή γονίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός. Ουσιαστικά σημαίνει τα «χαμπάρια».

Χρησιμοποιείται ως υπεραπλουστευμένη και υπεσυντομευμένη έκφραση του χαιρετισμού «γεια, τι χαμπάρια;». Εμπεριέχει και τον χαιρετισμό, αλλά και την ερώτηση.

Προφέρεται βαριεστημένα και αδιάφορα, χωρίς ερωτηματικό.

Συνήθως περιμένει απάντηση από τον χαιρετιζόμενο («καλά εσύ;») αλλά και να μη απαντήσει, δεν τρέχει τίποτα.

- Γιο ρε.
- Χαμπαρουλίδιαααα...
- Ε εδώ, μαλακίες.
- Κουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαμίδι είναι το χαστούκι, η μπάτσα με την παλάμη.

Στραβοπαλαμίδι είναι η ανάποδη, το χαστούκι όχι με την παλάμη, αλλά με το καπάκι του χεριού ή/και το παλαμίδι (με την παλάμη ή το καπάκι) που δεν πετυχαίνει ακριβώς μάγουλο, λόγω πολύ μεγάλης ορμής και δύναμης, και γι' αυτό πονάει και ταπεινώνει υπέρμετρα, αφού εξ ορισμού γίνεται στα πλαίσια χτυπήματος combo. Το «στραβό-» δλδ. μάλλον δηλώνει εδώ ότι πρόκειται για το «ανορθόδοξο» παλαμίδι.

Τοπικός ιδιωματισμός από Δυτική Κρήτη μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

- Με το που μου λέει για τον ξάδερφο και μα μου σου του τον αρχίζω στα παλαμίδια και τα στραβοπαλαμίδια ... τον ουρανό σφοντύλι είδε... - Πάλι δε γαμήσαμε το Σάββατο;

Παλαμήδι (από Jonas, 11/05/09)~ πλακί (από xalikoutis, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό και υπέρτατο χτύπημα στους τσαμπουκάδες της Κρήτης. Πρόκειται για το λεγόμενο και κουτουλίδι, με το κεφάλι στο κεφάλι του αντιπάλου, το οποίο σύμφωνα με τον θρύλο έχει σταθεί σε ξυλίκια όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ικανό να επιφέρει νοκ άουτ.

Καύκαλο ή μάλλον καυκί λέγεται το κρανίο (στην Κρήτη πιο ειδικά το πίσω μέρος του κρανίου, αλλά αυτό δεν αφορά εδώ). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:

καύκαλο το [káfkalo] O41 : 1. το όστρακο της χελώνας. || (επέκτ.) το κέλυφος των οστρακοδέρμων 2. (λαϊκότρ.) απογυμνωμένο κρανίο. [μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος) `κύπελλο΄ -αλον].

Την εμβληματική της σημασία στους τσαμπουκάδες, η κεφαλιά την αντλεί από το ότι, για να έχει αποτέλεσμα ως χτύπημα, προϋποθέτει κτηνώδη δύναμη αλλά και θάρρος, θράσος και μεγάλη αυτοπεποίθηση - λόγω έκθεσης του κρανίου σε κίνδυνο - από την πλευρά του πλήττοντος.

Ειδικά στην Κρήτη και γενικά σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές, οι κουτουλιές ή τα κατακαυκαλίδια είναι το χαρακτηριστικό χτύπημα στις συγκρούσεις των κριαριών, συγκρούσεις που είναι χαρακτηριστικές για τη βαρβατίλα, την συντριπτικότητα των πληγμάτων και την αυτοκαταστροφική άγνοια κινδύνου των μαχητών. Αρκετές φορές το κρανίο των κριών ανοίγει και φαίνεται μυαλό, ενώ αν βρεθεί άνθρωπος ή ζώο μεταξύ κεφαλιών έχει πάει στο διάολο.

- Δε με νοιάζει ... δε με νοιάζει να σου παίξω το κατακαυκαλίδι να πάεις από κεια που 'ρθες....

(από Vrastaman, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος. Προέρχεται από το κώλος, αλλά εκφράζει ένα πολύ χειρότερο μεθύσι.

Έτσι, όπως το πορνίδιο είναι πιο υποτιμητικό από το πόρνη, όταν είσαι κωλίδι είσαι χειρότερα κι από κώλος.

Άστα ρε φίλε! Χώρισε ο Βαγγέλης και χθες που βγήκαμε έγινε κωλίδι!
Τρεις ήμασταν και δεν μπορούσαμε να τον κουβαλήσουμε.

βλ. και κωλοτρυπίδι, λιώμα, λιάρδα, κόκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Όπως αναφέρει σε άλλον ορισμό ο acg, πρόκειται για απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό – βρισιά για ψωλαρπάχτρες τσούλες από πεποίθηση, κυρίως από ομόφυλές τους, είτε λόγω συγκρουόμενων συμφερόντων, είτε απλώς επειδή χαλάν την πιάτσα.

Δεν γεμίζουν απαραίτητα το μάτι, αλλά στο κρεβάτι σπανίως παίζουν σόλο ή μονίμως με τον ίδιο παρτενέρ ο οποίος δεν χολόσκασε που δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ.

2. Υποτιμητικότατος χαρακτηρισμός για μικροτσούτσουνο κατά το σχήμα ψωλή > ψωλίδιο > ψωλίδι.

Οφείλει να εκτοξεύεται με σύνεση, αφενός γιατί δεν είναι υπεύθυνος ο ατυχής για τα γονίδιά του, αφετέρου η πληροφορία πάντα προκαλεί απορίες για την δημοσιογραφική ..πηγή της.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: η Βικούλα απαιτεί πολλαπλές επιστημονικές μετρήσεις για να αποφανθεί κάποιος με ασφάλεια και θέτει ένα όριο 7cm κάτω απ’ το οποίο ο γιαννούκος αξίζει το χαρακτηρισμό όντας ντούρος όσο δεν πάει.

3. Το γαμήσι. Αλλά όχι όποιο κι όποιο. Μιλάμε για το πολύ και πολύ παθιασμένο γαμήσι κατά το οποίο ο γαμιάς, έχοντας αφήσει κατά μέρος τρυφερότητες και χαδάκια, αχαλίνωτος, εκτονώνει την καύλα του στην όποια οπή, με συνεχώς επαναλαμβανόμενες, ταχύτατες, δυνατές, εντονότατες γαμιές για λεπτά ολόκληρα δίχως να τελειώνει!!

Σαφώς, το πισωκολλητό κι οι παραλλαγές του, εξυπηρετεί περισσότερο επιτρέποντας μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων.

Δεν είναι για τον πάσα ένα, αφού απαιτεί μέση φορμαρισμένου, ντούρασελ αθλητή, μια άλφα εμπειρία κι ανάλογο ταμπεραμέντο, σε συνδυασμό με μεγάλα ..κέφια.

Αποτελεί σκληρό crash-test για την κατάσταση των αναρτήσεων από ορθοπεδική σκοπιά, την αντοχή τόσο των επίπλων -παντός τύπου- που διαπλέκονται, όσο και των ελαστικών που άμα λάχει υπεισέρχονται στην όλη φάση. Αν κι ενίοτε έχουν αναφερθεί περίεργες παρενέργειες, πέρα από φθονερά παράπονα γειτόνων για ηχορύπανση, από κάποιες περιστασιακές εξαρθρώσεις, ξεχαρβάλωμα σομιέδων και σπανιότερα, παράξενη μυρωδιά καμένου, σαν συνέπεια επέρχεται μια τάση για σύσφιξη των σχέσεων.

Εννοείται πως:
συχνότατα συντάσσεται με τα «ρίχνω», «τρως», «βαρύ», «τρελό» και όλα τα γνωστά σχετικά,
μεταφορικά υπονοεί και τη βαρύτατη ήττα οπότε παίζει και σε αθλητικές, πολιτικές συζητήσεις.

Προφανώς κατά το πιστολίδι, μπουνίδι και τα συναφή.

  1. Ξεκινάς πρωί - πρωί Σάββατο για το εξοχικό σου στη Κασσάνδρα. Της λες να βάλει ότι πιο πρόστυχο και τη συναντάς. Στο parking του Principal δίνεις μια πίπα να πάει καλά η μέρα σου. Ψωνίζεις πιο κάτω απ´ το Χατζηφωτίου διάφορα γλυκά σε υγρή μορφή κατά προτίμηση να αλείφονται. Στο Μασούτη της Ποτίδαιας κάνεις τα ψώνια σου και ο κόσμος παθαίνει πλάκα γυρνάνε τα ματιά του με το ψωλίδι που κουβαλάς. Αν είσαι βρώμικος τύπος ρίχνεις ένα όρθιο στη τουαλέτα των αναπήρων την άνετη. Φθάνεις σιγά σιγά σπίτι ανάβεις τζάκι και θερμαντικά βάζεις να γίνει το τορτελίνι και ξεκινάς. Τα υπόλοιπα δικά σου παππού είσαι και πιο έμπειρος βγάλε πρόγραμμα όσο εγώ θα γαμάω.
    (Διεκπεραιωτικά)

  2. Ξύπνησα γυμνός σε έναν καναπέ κάνα δίωρο αργότερα ,και βλέπω έντρομος δίπλα μου τις δυο Βουλγάρες και καμιά δεκαριά άλλες μοντέλες -όλες τσίτσιδες και ξαναμμένες. Με βάλανε κάτω και είδα το κομπινεζόν της ακρίδας λέμε. Ούτε θυμάμαι πόσες ώρες με χαιρόντουσαν με όλους τους γνωστούς και άλλους 43 άγνωστους τρόπους. Γκντάπα-γκντούπα ο καναπές, τον κάναμε λαμπόβιδο, κοντέψαμε να γκρεμίσουμε το σπίτι απ’ τα δοκάρια. Μέχρι και το καναρίνι της γειτόνισσας φτιάχτηκε και όρμησε να τρίψει το ψωλίδι του στο κάγκελο. Σφήνωσε ,το είδε η γάτα κι έμεινε στο κλουβί μόνο το ράμφος και κάνα δυο πούπουλα.

3i. Γάμησε τους τούς μαλάκες τους μπάτσους. Εγώ ούτε που ασχολούμαι. Σιχαίνομαι πως το λένε. Αλλά με τους πολιτικούς την βρίσκω. Είναι το φιξάκι μου. Την επόμενη ημέρα που έφαγε το ψωλίδι ο πούστης ο Γατζηδάκης ή Γατζιγάκης (πως στα γαμίδια την λένε την παλιαδερφή) είδα έναν μαλάκα υφυπουργό στην TV να λέει παπάρες τύπου «θα πρέπει να καταδικάσει όλη η κοινωνία την άνανδρη επίθεση που δέχτηκες χθες ο κ. βουλευτής ....» και άλλες τέτοιες παπαριές. Και είπα από μέσα μου «έρχεται και εσένα η σειρά σου πούστη, γαμώ το μουνί σου αρχίδι». Πίσσα και πούπουλα ρεεεεεεεεεεε. Πούτσα και καρότο. Αν κάνουν κανένα αστείο και σκάσουν μύτη σε δημόσια θέα την πούτσισαν. Το ψωλίδι που θα φάνε θα είναι τέτοιο που θα βλέπουν στην τηλεόραση τους δίδυμους πύργους να πέφτουν και θα λένε «σιγά την πούτσα που έφαγαν οι αμερικάνοι, εμείς φάγαμε μεγαλύτερη».

3ii.
Ένα ψωλίδι θα της το ‘ριχνα άνετα της πουτάνας.
(Συχνότατο μεταξύ κολλητών στη θέα καυτού θηλυκού)

3iii.
Στο Ελλαδιστάν αργότερα είπα να δοκιμάσω λίγο ακόμη εισαγόμενο, επόμενη εμπειρία ένας Βούλγαρος… Ψέματα δύο. Ψέματα καλέ τρείς. Δύο συν ένα, σαν τα απορρυπαντικά στο Σκλαβενίτη. Ωραία μωρά! Τρελά ψωλίδια! Και με αντοχές και φυσικά «μεγάλη καρδιά».
(Μη ψηφοφόρος της Χ.Α. για πολλαπλούς λόγους)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βουτιά, ιδίως από ψηλά, που πετάει άπειρο νερό. Είθισται να τρώγεται, εναλλακτικά συντάσσεται με επιφώνημα και την λέξη πασπαρτού, μαλάκα.

Κατά κύριο λόγο δεν λέγεται όταν η βουτιά αποσκοπούσε στο να πετάξει άπειρο νερό (με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, η λεγόμενη μπόμπα ή μπομπίδι), αλλά όταν έγινε από άτσαλο πέσιμο, οπότε πονάει. Πολύ.

Πάσα: ο τύπος που έφαγε σκασίδι τερματ'στός στον αηνγκίτα σήμερα.

  1. - Γιατί είσαι λες και σε γαμήσανε οι μάνογουωρ ρε μαλάκα; Ποιος σε πείραξε μάνα μου να πα να τονε δείρω;
    - Έφαγα ένα σκασίδι προχτες μαλάκα, ακόμα πονάω...

  2. - πλάαααααααφ!!
    - Ω μαλάκα σκασίδι...

μπανα\'ίτσα\'μ... (από MXΣ, 15/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified