Selected tags

Further tags

Εκτός από την γνωστή τιράντα (ενδυματολογικό), ή από κάτι τ. έλασμα (μηχανολογικό), τιράντα μάλλον σημαίνει και:

- μακροσκελής μονόλογος, κατεβατό, ή όπως θα λέγαμε στην ιντερνετική: οθονιά, σεντόνι.

Κάτι που τραβάει (σε μάκρος δηλαδή), από το γαλλ. tirade, μετοχή του tirer = τραβάω. Η ερμηνεία που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλες είναι μάλλον η παρακάτω, βγαλμένη από την θεατρική ζαργκόν: «μακροσκελής ακολουθία προτάσεων ή στίχων, εκφερόμενη από έναν χαρακτήρα που δεν διακόπτεται από κάποιον συνομιλητή του» (Longue suite de phrases ou de vers débitée par un personnage sans qu'il soit interrompu par un de ses interlocuteurs).

Στα ελληνικά λεξικά που διαθέτω δεν βρήκα αυτή τη σημασία, παρόλ' αυτά η λέξη απαντάται αρκετές φορές στον Άρη Αλεξάνδρου (σε μετάφρασή του, απ' όπου και τα παραδείγματα).

Μερσώ τους Σάραντ και Κχαν που μου επεσήμαναν κάποια λαθάκια στον ορισμό κι έτσι έψαξα καλύτερα...

  1. Ο Ιβάν τελείωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.

  2. Ο Αλιόσα σταμάτησε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Ο Ρακίτιν, παρ' όλο τον θυμό του, κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. (Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοβ», μτφ. Άρη Αλεξάνδρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον σκουπίδι. Τον ξεφτιλίζω.

- Τον έστειλα Ψυττάλεια. Άκου κει... που θα μου την πει κιόλας, το αρχίδι.

να μας γράφει από Ψυττάλεια... (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)ιδού... (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του συστημένου (ενν. γράμματος ή δέματος), εννοούμε το να ξέρει κάποιος ακριβώς σε ποιον άνθρωπο, χώρο ή γραφείο πρέπει να κατευθυνθεί για να γίνει η δουλειά του. Δεν είναι απαραίτητο να έχει συστηθεί κυριολεκτικά με τον άνθρωπο που θα συναντήσει, αρκεί να φτάσει ως εκεί χωρίς άσκοπες αναζητήσεις και μπερδέματα.

Η παραπάνω διάκριση γίνεται λιγότερο λεπτή και περισσότερο ξεκάθαρη στο χώρο των βιντεοπαιχνιδιών (κυρίως FPS) όπου και ακούγεται με την σλανγκική έννοια. Σημαίνει πως εντοπίζω τον εικονικό εχθρό και του επιτίθεμαι καθοδηγούμενος με αθέμιτο τρόπο από κάποιον που ξέρει που βρίσκεται (κάποιον οθονάκια, κάποιον ρουφιάνο από την άλλη ομάδα, κάποιον τσητερά).

  1. Πολύ μπερδεγουέη είναι οι δρόμοι προς τα εκεί, άσε με εμένα που ξέρω να σου περιγράψω τα στενά και τους μονόδρομους, να πας συστημένος, γιατί αλλιώς θα χαθείς.

  2. - Καλά ρε το τσογλάνι, πόσα θέλει για να μας τρελάνει; Αν είναι δυναμόν να με στάμπαρε μέσα στο σπιτάκι της inferno!
    - Έεετσι! Θάνατος στα καμπέρια!
    - Εσύ είσαι ο l33t_69; Από πίσω μου κάθεσαι; Γι' αυτό μου έρχεσαι συνέχεια συστημένος; Η λαμεριά πάει σύννεφο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έφοδος, αιφνιδιαστική εισβολή στο κρησφύγετο του εχθρού. Διενεργείται από αστυνομικούς, περιπόλους, απατημένους ή απλώς ζηλότυπους συζύγους και εραστές κ.ο.κ.

  2. Επίθεση γενικώς, στρατιωτική, οικονομική, πολιτική. Συντεταγμένη, με επιτελεία, ΑΝ.ΣΚ. και με τα όλα της.

  1. Θα κάνω ντου βρε πονηρή
    στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά
    μ’ αυτό τον άνθρωπο ξανά
    να ξέρεις δεν τη βγάζεις. …
    Θα κάνω ντου για να σε βρω
    Αθήνα και Περαία
    κι αν θα σε κάνω τσακωτή
    να ξέρεις η βραδιά σου αυτή
    θα είν’ η τελευταία. Στίχοι Κώστα Βίρβου - Μουσική Τσιτσάνης, στο επαναστατικό «Θα κάνω ντου βρε πονηρή»

  2. α.
    Ντου στη Λιβύη (θέμα για συζήτηση στο http://a-las-barricadas.forumgreek.com/t248-topic.
    β.
    Πραγματικά θα ήθελα έστω ΕΝΑΣ ή ΜΙΑ να ρωτήσει ορθά-κοφτά τον Φον Δρούτσα αν τον “πηγαίνει σερπαντίνα” (κοινώς χεζ…) μην τυχόν η Τουρκία κάνει ντού σε νησί του Αιγαίου.εδώ.
    γ.
    Αφού «άλωσε» η Τουρκία τη ρωσική αγορά προσελκύοντας 3,1 εκατ. τουρίστες το 2010, στράφηκε στη συνέχεια στην κινεζική αγορά και τώρα προετοιμάζει γενικευμένο «ντου» στην Ινδία.εδώ.

ντου ντου ντου ντου ντου από τους Stones (από joe909, 09/08/11)(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συνδικαλιστική αργκό, είναι η μορφή αγώνα που συνίσταται στη βίαιη, θορυβώδη είσοδο συνδικαλιστών μέσα στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή, αρμόδιου Υπουργού ή άλλου κυβερνητικού αξιωματούχου. Μπούκες κάνουν κατά καιρούς οι οπαδοί στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου και οι φοιτητές στα γραφεία των Πρυτάνεων και των προέδρων των Σχολών, οπότε παίζει και χτίσιμο της πόρτας του γραφείου.

Φαινομενικός σκοπός της μπούκας είναι η διατράνωση της αντίθεσης στα σχέδια ξεπουλήματος του δημόσιου αγαθού (της υγείας, της παιδείας, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών κ.α. πολλά), αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα παιχνίδι εντυπώσεων στα πλαίσια της εξασφάλισης ανταλλαγμάτων που όταν παρασχεθούν, μπουκώνουν τους μπουκαδόρους και τους κάνουν να το γυρίζουν τρελίτσα.

Πιθανώς να ετυμολογείται από το ιταλ. bocca = στόμα (π.χ. nella bocca del' luppo = στο στόμα του λύκου), απ΄όπου προέρχεται και η μπουκιά (βλωμός, ελληνιστί).

  1. Θα κατεβούμε σε όσες πορείες και μπούκες χρειαστεί, προκειμένου να εμποδίσουμε τις αντεργατικές εξαγγελίες της Κυβέρνησης.

  2. Ενώ ήταν μαζί μας σε όλους τους αγώνες και τις μπούκες, τώρα που εκλέχτηκε Νομαρχιακός Σύμβουλος κάνει πως δεν μας ξέρει.

  3. Τρεις αγωνιστικές αποκλεισμός της έδρας του Πυρσού Γρεβενών η ποινή για τη μπούκα των οπαδών του στον αγώνα με τον Καμβουνιακό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα στην προστακτική. Σημαίνει «όρμα», αλλά για σεξουαλικό σκοπό.

Το ρήμα πάει ως εξής:

Εγώ μουρντώ
Εσύ μουρντάς
Αυτός μουρντά
Εμείς μουρντάμε
Εσείς μουρντάτε
Αυτοί μουρντάνε

-Το είδες αυτό; Η Μαιρούλα μου έκλεισε το μάτι!
-Ε και τι περιμένεις; Μούρντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντομο, κυρίως μυγάκι, που έχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μέσα στον καφέ σου ή στο κρασί σου και δε λέει να φύγει μέχρι να πέσει μέσα. Ορισμένα καμικαζέντομα έχουν ως σκοπό ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.

- Χλιδάτο εστιατόριο και να παλέυω μισή ώρα μην πέσει μέσα στο κρασί μου το καμικαζέντομο...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά. Βλ. και καμικάζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα παλιού ποδοσφαιριστή, επικράτησε ως επίθετο που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, ασυγκράτητο.

Έμπαινε γιούτσο, μην μασάς σε παίρνει!

Από το 1968 (από poniroskylo, 03/06/08)Από το 1973 (από poniroskylo, 03/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω σε κάποιον γιαούρτι, συνήθως στη μάπα του. Συνήθως το θύμα είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο (π.χ. πολιτικός) που δε χωνεύει κάποιος.

Ο Ψωμιάδης γιαουρτώθηκε και μετά τραγούδησε Καζαντζίδη για να βγάλει τον πόνο του.
– Το πρώτο τραγούδι ήταν «θα κλάψω πικρά μα θα ξεχάσω με τον καιρό, καινούργια ζωή θα χαράξω να μην πονώ».
Το επόμενο ήταν «πέφτουν τ’ άστρα μες στη λασπουριά».
– Ήταν τόσο το πάθος και η συναισθηματική φόρτιση του Πανίκα, που δεν αντιλήφθηκε τις σπόντες των εσωκομματικών του αντιπάλων που αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του με το άσμα «έχεις κορμί αράπικο και μαύρα μάτια πλάνα, η μάνα που σε γέννησε θα ήτανε τσιγγάνα».

πηγή: www.epohi.gr

Κι αυτοί είχαν γιαουρτώσει κάποιον... (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).

  2. Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)

  1. - Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
    - Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
    - Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...

  2. - Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
    - Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
    - Δηλαδή τί είπε ρε;
    - Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...

Στο σινεμά του Bunuel αντιστρόφως μπαίνουν για να χέσουν και βγαίνουν για να φάνε. (από Khan, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified