Further tags

Ο οπαδός της ΑΕΚ. Χρησιμοποιήθηκε λόγω της καταγωγής του συγκεκριμένου σωματείου από την Πόλη, ειρωνικά από τους οπαδούς των αντίπαλων ομάδων.

Τίγκα στα χανούμια είναι η Νέα Φιλαδέλφεια.

(από Galadriel, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός υποτιμητικός χαρακτηρισμός για εφημερίδες, κίτρινες και μη, που «περνάνε γραμμή». Κυρίως αναφέρεται σε εφημερίδες που εξυπηρετούν το status quo - εξού και ο δημοφιλής αριστερός χαρακτηρισμός «αστικές φυλλάδες». Οι συγκεκριμένες φυλλάδες, λόγω της αφόρητης πλήξης που προκαλεί η ανάγνωσή τους, ούτε για χεστικό δεν κάνουν, σε αντίθεση με τις τσοντοφυλλάδες που ενδείκνυνται ως ένα σημείο.

Σε περιόδους ραγδαίας οικονομικής ανόδου ή πτώσης, οι φυλλάδες αποκτούν έντονη πανικοβλαμμένη σομόν απόχρωση.

Πλέον, κυριαρχούν οι freeλλάδες, ειδικά στις ηλικίες 15-45.

- Ξεκόλλα ρε μαλάκα, καλά τα λέει η Τυποελευθερία....
- Ποια ρε μαλάκα, η παλιοφυλλάδα του Γετόπουλου;

μια τοπική παλιοφυλλάδα  (από xalikoutis, 12/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι και πολύ τσιγκούνης όμως!

Φράγκα+φόνος.

Κανονικά θα σήμαινε ότι κάποιος είναι πολύ σπάταλος και «σκοτώνει», δλδ ξοδεύει τα φράγκα, αλλά έχω δύο εξηγήσεις:

Α: Το λέμε ειρωνικά
Β: Σκοτώνει τον σκοπό των χρημάτων, δλδ να τα ξοδεύσουμε.

(βλ. και φραγκοκίλερ, φραγκοκτόνος, ταλιροφονιάς)

Το λήμμα ήταν μια προσφορά στο δημόσιο πρόχειρο.

Καλά μιλάμε ο Γιάννης πολύ φραγκοφονιάς! Στα γενέθλιά του μας κέρασε γκαζόζες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαυλιστικό για πόλεις, όπως η Αθήνα που έχουν γίνει τίγκα στο τσιμέντο, διαλύοντας το ενδεχομένως άλλοτε ειδυλλιακό παρελθόν, διατηρώντας ελάχιστο πράσινο, και αποκτώντας το χαρακτηριστικό τσιμεντί χρώμα που μας στοιχειώνει. Για περαιτέρω ανάλα βλ. το λήμμα τσιμέντο να γίνει και τα σχόλιά του. Τσιμεντούπολη, όμως, δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά οι περισσότερες ελληνικές πόλεις που χτίστηκαν στη βάση του χουντικού ή καραμανλικού ρυθμού (με επιδράσεις από τη δωρικότητα του Le Corbusier #not)

  1. Κοκορομαχία στην τσιμεντούπολη. Μόνο ως "κοκορομαχία" μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τη λεκτική "κόντρα", που εξελίσσεται τις δύο τελευταίες μέρες, μεταξύ του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Κ. Λαλιώτη και του δημάρχου της Αθήνας Δ. Αβραμόπουλου. Μια "κοκορομαχία", που διεξάγεται στην τσιμεντένια κόλαση της πρωτεύουσας, με 37 βαθμούς υπό σκιάν και με το νέφος να δηλητηριάζει ασύδοτα τα εκατομμύρια των κατοίκων της. Αλλά τι τους νοιάζει αυτούς για τον εργαζόμενο λαό της Αττικής; (Ρίζος).
  2. Τσιμεντούπολη; Και όμως δείτε πολυκατοικίες στην Πάτρα που μας βάζουν σε άλλο mood. (Εδώ).
  3. Τσιμεντούπολη το Ηράκλειο:Μόλις 3 τ.μ. πρασίνου για κάθε πολίτη. Λιγότερο τσιμεντούπολη σε σχέση με το παρελθόν αλλά και πάλι... τσιμεντούπολη-παραφωνία όχι μόνο για τον ελλαδικό αλλά για όλο το μεσογειακό χώρο παραμένει το Ηράκλειο! (Εδώ).

Ασφαλώς, παντού υπάρχει ένας τρασόβιος τρασοκαβλιάρης που θα πουστάρει άγρια τη φάση Τσιμεντούπολη και στο λουμπενοφρέντλι σάιτ μας τους αναδεικνύουμε. Εν προκειμένω, μία από τις πιο ποιητικές τσιμεντόκαυλες είναι η Αρλέτα που μας στιχώνει ως εξής:

Στον τσιμεντένιο κήπο μου έλα απόψε να σε κεράσω στην πόλη μου με την τρύπια καρδιά και τα φουγάρα

Έλα επάνω στην κίτρινη μπουλντόζα μου με το πελώριο σπαστό της χέρι ν’ ανοίξουμε ένα δρόμο ίσιο κι ατέλειωτο και μιαν αλάνα μαγική κι απέραντη να παίζουν τα παιδιά της τσιμεντούπολης

Εδώ όλοι οι στίχοι

Τσιμεντόκαυλη Αρλέτα

Αγγλικανιστί: concrete jungle.

Και για μια κονκρητζανγκλόκαυλη προσέγγιση της Νέας Υόρκης:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!

έχω άσχημα γούστα εγώ αγόρι μου!!! (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».

  2. Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.

  3. Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά

Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.

  1. Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
    (Χρόνης Μίσσιος).

  2. Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.

  3. Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).

  4. Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)

  5. Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού, αλλά και γενικότερα για τον Πειραιώτη.

Πρόκειται για ένα παλιό παρατσούκλι, που χρονολογείται από τις αρχές της ομάδας, και προσδίδει μια ταξική διάσταση στην αντιπαράθεση των δύο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (βλ. παραδείγματα και άρθρα στους συνδέσμους): Από τη μια οι ταπεινοί μαουνιέρηδες του λιμανιού, ενός τόπου εργατικού και προσφυγικού, και από την άλλη ο αστικός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, η ονομασία και χρησιμοποιήθηκε μειωτικά, αλλά και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους τους Ολυμπιακάκηδες ως μια λαϊκή υπεροχή τους έναντι των φλώρων και τζιτζιφιόγκων του Παναθηναϊκού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η ταξική αυτή αντίθεση υποχώρησε κάπως, χρησιμοποιείται λιγότερο από παλιότερα.

Σημειωτέον, ότι το μαουνιέρης χρησιμοποιείται επίσης και ευρύτερα για να χαρακτηρίσει στερεοτυπικά έναν λαϊκό, ακαλλιέργητο άνθρωπο, που βρίζει υπέρμετρα σε φράσεις τ. «μη βρίζεις σα μαουνιέρης», «πώς βρίζεις έτσι; Μαουνιέρη μεγάλωσα;», που βγάζουν έναν μπαμπαδισμό- παππουδισμό.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κανονιέρηδες-.... Μαουνιέρηδες (μόνο) 2-0! Η ήττα του Ολυμπιακού από την Αρσεναλ με 2-0 για το τσάμπιονς λιγκ, απασχολεί κυρίως τα σημερινά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου. (Εδώ).

  2. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». Η ομάδα μας μπορεί να ιδρύθηκε από ανθρώπους της μέσης αστικής τάξης, αλλά από την πρώτη της κιόλας μέρα τράβηξε κοντά της το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά –της μεγάλης αυτής εργατομάννας– και των λιμανιών της χώρας. Απλώθηκε ο Ολυμπιακός σε όλη την Ελλάδα όχι μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες του, που ήσαν πολλές, αλλά και γιατί εξέφραζε το άδολο όνειρο του λαϊκού ανθρώπου: να δει επί τέλους στη ζωή μιαν άσπρη μέρα. Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
    Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

  3. Κάποτε υπήρχαν φλώροι και μαουνιέρηδες. Σήμερα οι παράγοντες του Ολυμπιακού θα ήταν μαουνιέρηδες αν οι θαλαμηγοί μετονομάζονταν σε μαούνες. (Εδώ).

  4. Κάπως έτσι ο ΠΑΟ έγινε η ομάδα που στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένη με τον μεγαλοαστισμό. Η ομάδα των μεγαλοαστών, αλλά και η ομάδα εκείνων που ονειρεύονταν μεγαλοαστικές καταξιώσεις, δηλαδή που ονειρεύονταν να γίνουν μεγαλοαστοί. Είναι τυχαίο ότι το υποτιμητικό παρατσούκλι των οπαδών του Ολυμπιακού για πολλές δεκαετίες ήταν το «μαουνιέρηδες»; Όχι φυσικά! Το «μαουνιέρηδες» συνδηλώνει το σηκωμένο φρύδι του πλούσιου απέναντι στον φτωχό, την αίσθηση υπεροχής και υποτίμησης του μεγαλοαστού απέναντι στον ταξικά υποδεέστερο. (Εδώ).

  5. Oι Πειραιώτες μεταλλάχθηκαν από «ψαράδες» σε «μαουνιέρηδες» για να καταλήξουν σε «ψευτόμαγκες». Tώρα πια έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παρατσούκλια και το μόνο που τους έχει μείνει είναι το «γαύροι», χαρακτηρισμός που έχει να κάνει με τους φίλαθλους της αιώνιας αγάπης της πόλης, που δεν είναι άλλη από τον Oλυμπιακό. «Tι ομάδα είσαι;» «Γαύρος!». Έτσι απλά... (Εδώ).

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified