Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.
Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.
Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.
Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
τιβιαστής ή τηλεβιαστής
TV (ελληνιστί «τιβί») + βιαστής
Μαϊντανοί της τηλεόρασης που (επιμένουν να) αποκαλούν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές. Βιάζουν ασύστολα τον εγκέφαλο του τηλεοπτικού κοινού με κάθε λογής εκπομπή-σκουπίδι, με μόνο σκοπό την ικανοποίηση της χαμερπούς ματαιοδοξίας τους.
Φιλοξενούνται σε όλα σχεδόν τα τηλεοπτικά κανάλια, καθότι ξέρουμε ότι σλόγκαν των σταθμών αυτών είναι: «Tα κέρδη πάνω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Ακολουθεί φωτογραφία επεξηγηματική με τυχαία δείγματα της ελληνικής τηλεόρασης (δεν χωράνε όλοι γιατί είναι δεκάδες)…
Πρόκειται για άτομα τηλεκαημένα, με αμφίβολο δείκτη ευφυΐας, που εντελώς συγκυριακά «έπιασαν τον τηλεοπτικό σφυγμό» και εκμεταλλεύτηκαν την τάση που έχει ο ελληνάρας για πάσης φύσεως κουτσομπολιό, παπαριά και κατάντια ώστε να αναρριχηθούν στις πρώτες θέσεις των τηλε-μετρήσεων. Οι φήμες ότι πρόκειται για έξυπνα άτομα που επιτυγχάνουν με το «σπαθί» τους, είναι σαφώς ανυπόστατες και αστείες. Εκτός του ότι απευθύνονται σε μερίδα κοινού με IQ γλυκοπατάτας, άπειρες φορές έχουν πέσει σε ολισθήματα, μέχρι και στην απίστευτη ξεφτίλα να σχολιάζουν ο ένας τον άλλον.
Μέγας τιβιαστής (ή τηλεβιαστής) της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης (βλ. εικόνα).
Got a better definition? Add it!
Ταινίες που γυρίστηκαν μόνο για βίντεο. Συνήθως αναφέρεται στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '80 που είχαν γίνει της μόδας τότε... τόσο μόδα που γυρίζονταν σε διάστημα βδομάδας και θεωρούνται «του σωρού».
Χαρακτηρίζονται από πρόχειρο σενάριο, σκηνοθεσία και υποκριτική, αλλά έχουν γίνει καλτ στις μέρες μας.
-Το ΣΚ σκέφτομαι να κάνουμε φεστιβάλ βιντεοταινίας σπίτι μου, τι λες, θα έρθεις;
-Μεσα! Ταμτάκο έχεις ή να φέρω;
-Άσ' το άλλη φορά, θα παίξουμε μόνο ταινίες του Γαρδέλη.
Got a better definition? Add it!
Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.
- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;
- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!
Got a better definition? Add it!
Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.
Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.
Got a better definition? Add it!
Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.
- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...
Got a better definition? Add it!
Καθώς η υπερδύναμη τείνει να μεταφερθεί απ' τις ΗΠΑ στην Κίνα, μαζί τείνει να μεταφερθεί κι η αντίστοιχη βλακεία. Έτσι κατά τα αμερικανιά και αμερικλανιά, σχηματίστηκε το «κινεζιά», για να δηλώσει ακριβές υπερπαραγωγές ενός Χόλλυγουντ στα κινέζικα, ή οποιαδήποτε άλλη πατάτα προερχόμενη απ' την Κίνα και ιδίως αντίγραφα κακής ποιότητας. Κι ενώ στο σινεμά τα έργα ενός Γιμού, ενός Καρ Βάι, ενός Ανγκ Λη τίμησαν το είδος του βούξια, ή την βουξιά ελληνιστί, μετά έγινε μανιέρα ένα είδος βουξιών δεύτερης ποιότητας, που συναγωνίζονται τις κακές χολυγουντιάνικες ταινίες.
Χαρακτηριστικά της κινεζιάς στο σινεμά: Οι ήρωες πετάνε, πηδάνε, κάνουνε τούμπες με τέλειο υπερφυσικό τρόπο. Στην αρχή αυτό ήταν μέσα στους κώδικες του βούξια, αλλά μετά έγινε πρόσχημα για να φεσωθούμε. Οι διάλογοι ζηλώνουν την δόξα κάθε Φωσκολιάδας. Μέχρι το τέλος της ταινίας, όλοι οι ήρωες έχουν βρει κάποιον λόγο για να αυτοκτονήσουν μελοδραματικά. Και στο τέλος νικάει κάποιος σαδιστής αφέντης πατέρας, που έχει στο μεταξύ προσφέρει άπλετη ικανοποίηση στον κάθε μαζόχα της ταινίας. Όλα αυτά σε πανάκριβα σκηνικά με τείχη, φανάρια, δράκους, παλλακίδες κτλ. Οι τίτλοι αποτελούν συνήθως ένα συμπίλημα απ' τα παραπάνω.
- Πάμε να δούμε το «Καταραμένο Μυστικό του Χρυσού Δράκου»;
- Βουξιά;
- Φαίνεται;
- Μόνο να μην είναι πάλι καμιά κινεζιά σαν το «Κλάμα της Παλλακίδας πίσω απ' το Τείχος με τα Φανάρια». Δεν θα το αντέξω!
Got a better definition? Add it!
Κάθε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που είτε είναι του Νίκου Φώσκολου, είτε έχει ζηλώσει την δόξα του. Δηλαδή υπερβολικά μελό, πομπώδεις χαρακτήρες, πομπώδεις δηλώσεις, απίστευτες εξεζητήσεις και συμπτώσεις στην πλοκή, κ.ο.κ. Οι ηθοποιοί περισσότερο φτύνουνε παρά μιλάνε με ύφος Γιάγκου Δράκου, του ορίτζιναλ, όχι του Σλάνγκου Δράκου, όπως εμείς. Το «Φωσκολιάδα» με κατάληξη σε -άδα, όπως όλα τα έπη, λ.χ. Ιλιάδα, Αινειάδα, Ζαχοπουλιάδα, Λιλιανάδα (το συλλογικό έπος που γράφεται στο slang.gr) κ.ο.κ.
Χαρακτηριστική φράση, που λέει αυτός που δεν θέλει να δει άλλη μια Φωσκολιάδα: «όχι άλλο κάρβουνο» (Η γνωστή ατάκα του Νίκου Κούρκουλου, παρόμοια με το «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη»).
- Είδες το «Οξυγόνο» το τελευταίο Ρεππαπαπαθανασιούργημα;
- Όχι. Πώς ήταν;
- Κοίτα άρχιζε καλά, με το γνωστό καυστικό χιούμορ των δύο δημιουργών, αλλά μετά έγινε πολύ μελό, πολύ κοινωνικό κατηγορώ με συμπτώσεις και πλοκή τραβηγμένες απ' τα μαλλιά, σωστή Φωσκολιάδα!
- Όχι άλλο κάρβουνο! Έλεος!
Got a better definition? Add it!
Με μία λέξη χίλιες εικόνες για την ατέλειωτη κατάντια, την ασταμάτητη κατρακύλα της ελληνικής τηλεόρασης. Όπου κυριαρχούν δημοσιογράφοι, όπως ο Νίκος Χαρδαβέλας, και διασκεδαστές, όπως η Ανίτα Πάνια-Καρβέλα.
-Δεν έχεις κουραστεί όλη μέρα πάνω απ' το σλανγκ τζη αρ; Κάνε και κάτι πιο υγιεινό! Δες λίγο τηλεόραση!
-Τι να δω μωρέ; Τον Χαρκαρβέλα; Καλύτερα να ανεβάσω άλλο ένα λημματάκι!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.
-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.
-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.
Got a better definition? Add it!