Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόεδρος του ΠΑΟ όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα.

Όταν ο ΠΑΟ πάρει πρωτάθλημα, ο Πατέρας θα είναι παππούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διοικητής αστυνομικού τμήματος. Η λέξη προέρχεται από το κοινό χρώμα που έχουν τα στρουμφ με τις αστυνομικές στολές (μπλε).

Το σκηνικό στην πλατεία ήταν χοντρό. Μεχρι κι ο παπαστρούμφ από τα κεντρικά ήρθε να δει τι παίζοταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός και υβριστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη τις κυρίες προχωρημένης ηλικίας. Παράγεται από το ουσιαστικό «γριά».

  1. Forumoδιάλογος
    - Έτσι κι εγώ πριν καμια δεκαρια χρόνια στα 17 μου whistle1 γύρναγα κάθε (μα κάθε) ΣΚ όλη την Ελλάδα με ένα Fiat 127, 900 κυβικά και 38 άλογα. Πολύ συχνά με 4-5 άτομα μέσα και τίγκα πράματα και σερφ και ορειβατικά και σκι και ότι μαλακία υπήρχε.
    - Χέσε μας μωρή γριέντζω κι άσε μας να θυμηθούμε τις δόξες μας....

  2. Σχόλιο χρήστη του διαδικτύου:
    έμη διάβασα τη μαλακία του Πρετεντεράκου! Καλά ρε πούστη ο τύπος αυτός βγάζει λεφτά και, μάλιστα, πολλά, για να γράφει σαν υστερική γριέντζω;;;;

  3. Έτερο σχόλιο forum:
    Σε περιφερειακό πανεπιστήμιο της νησιωτικής Ελλάδος υπηρετεί ως τακτικός καθηγητής παρακαλώ, μια από τις μεγαλύτερες κακιασμένες αδερφές του ελέους. Ο τύπος είναι τόσο γλοιώδης και οπορτουνιστής, που τα τρώει από μια γριέντζω με μπόλικα μπικικίνια, η οποία τυγχάνει να είναι και πρόεδρος ενός ιδιωτικού ιδρύματος με πολλές διασυνδέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Δεν σχετίζεται με το γριά. Σχετικά: τζατζόγρια, γιαγιά, γρίντζελο, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα, γρέτζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις σχετικές με τον τίτλο του λήμματος ταινίες πρωταγωνιστούσαν οι Κριστόφ Λαμπέρ και Σον Κόνερυ. Στις ταινίες αυτές ο Χαϊλάντερ, ζούσε αθάνατος ανάμεσα στους κοινούς θνητούς εκτός αν τύχαινε κάτι που είχε προδιαγραφεί από τη μοίρα. Η λέξη κλειδί για τον συγκεκριμένο ορισμό είναι η αθανασία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έκφραση αναδύει τον προβληματισμό μας όταν βλέπουμε κάποιον Μαθουσάλα, κάποιον υπέργηρο που έχει ξεπεράσει κατά πολύ το μέσο όρο ζωής. Αφού δεν είναι υπόγειος, τον αποκαλούμε χιουμοριστικά Χαϊλάντερ, «θεωρώντας» πως και καλά... παίζει περίπτωση αθανασίας.

- Είδα χθες τον κυρ' Πέτρο, τον παλιό γείτονα σου;
- Ώπα ρε... Ζει ακόμα αυτό το ραμολί; Αυτόν φαίνεται πως τον έχει ξεχάσει ο Χάρος. Ποιος είναι; O Χαϊλάντερ είναι;

(από GATZMAN, 28/11/08)(από GATZMAN, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ γηραιός πολιτικός που εξακολουθεί να δεσπόζει στο πολιτικό προσκήνιο.

Ο όρος ήταν πολύ της μοδός στα πρώιμα '90ς, που κυριαρχούσαν οι τρεις υπερεβδομηκοντούτεις Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, με τον τελευταίο να τους θάβει όλους τους (μας).

Σήμερα, κυριαρχούν ανιψιός, γιος και κόρη. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο!

Είναι καιρός να αποσυρθούν οι δεινόσαυροι και να έρθουν στην εξουσία οι σαραντάρηδες.

(από GATZMAN, 20/09/09)(από Khan, 15/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified