Further tags

Αυτός που λανσάρει νεοφυή επιχείρηση start-up.

Οι σταρταπάδες που εμπνέονται από την παράδοση πρώτα μας γέμισαν το κουλούρι Θεσσαλονίκης με σοκολάτα, μετά έβαλαν φιλαδέλφεια στο σουβλάκι μας κι επειδή δεν τολμάνε να κάνουν μπεργκεράδικα τα πατσατζίδικα που απέμειναν αποφάσισαν να διώξουν τον κόσμο από τη μυσταγωγία του πατσά (γιατί ο πατσάς δεν είναι φαΐ, είναι κοινωνική δραστηριότητα) και να τον εντάξουν στο netlflix and chill. Όταν βγούμε τελικά από την κρίση δε θα υπάρχει τίποτα όρθιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά ο πρωτάρης, ο μυρωδιάς, το πράσινο κέρατο, το τρυφερό πόδι. Όταν θες να κάνεις μια δουλειά σωστά, θα τον αποφύγεις. Μπορεί να είναι στη δουλειά μια μέρα ή δέκα χρόνια, δεν έχει διαφορά. Ο ναύτης αν το κάνει, δεν ξέρει πως, που, πότε, γιατί το κάνει. Στο πολεμικό αλλά και στο εμπορικό ναυτικό οι ναύτες είναι ικανοί από το να πνιγούν χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι, μέχρι να βουλιάξουν το πλοίο.

-Πατέρα να πάω το αμάξι στο καινούργιο συνεργείο στη χαλανδρίου;
-Αυτοί είναι ναύτες ρε! Θα πάρω 'γω τον Μάκη να το πας από κει να το κοιτάξει.

Νίκος Κούκος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως το βάρδουλο είναι "δερμάτινη λουρίδα των υποδημάτων πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα". Σλανγκικώς τα μουνοβάρδουλα είναι το αιδοίο. Συνήθως σε φράσεις όπου κάποιος απειλεί να σχίσει ή να γαμήσει τα μουνοβάρδουλα κάποιας/ου, δηλαδή είτε να γαμήσει κυριολεκτικά με βία και ένταση, είτε, συχνότερα, να γαμήσει μεταφορικά, δηλαδή να χαλάσει/ διαλύσει κάποιον.

  1. Πρωτο μαθημα αρχαια και παμε να τους ξεσκισουμε τα μουνοβαρδουλα. (Εδώ).
  2. εγω θα σου σκισω τα μουνοβαρδουλα. (Απειλή στο Μπου).
  3. Κανονιστε να εχει παθει τιποτα ο ναος θα σας γαμησω τα μουνοβαρδουλα! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πλυντηριάδωνε:

Πρώτη κατηγορία πλυντηριά: φυλή "επιχειρηματία" που ξεπλένει χρήματα από παράνομες ή μαύρες δραστηριότητες, όπως πορνεία, ναρκωτικά, τζόγο, λαθρεμπόριο όπλωνε, κ.ταλ., επενδύοντάς τα σε νόμιμες εταιρείες-βιτρίνες άκα πλυντήρια.

- Και μια υγιής εταιρεία προσελκύει πολύ πιο εύκολα στρατηγικούς επενδυτές και ουχί πλυντηριάδες (εδώ)

- Εχουν εντοπίσει, λέει, τις εταιρίες και τις οφ σόρ εξωτερικού που διαφέντευε ο Λαυρέντης και έχουν βάλει «λυτούς και δεμένους», για να βρούν ποιοί διεθνείς «πλυντηριάδες» βρώμικου χρήματος, βρίσκονται πίσω από τον Λαυρέντη και με όχημα τις επιχειρήσεις του, άλωσαν τον ελληνικό Τύπο και τα ΜΜΕ και όχι μόνον (εκεί)

Δεύτερη κατηγορία πλυντηριά: πιο δόκιμα, ο ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε πλυντήριο αυτοκινήτων ή άλλο βιομηχανικό πλυντήριο.

- Είτε γυαλίζεις για να φύγουν οι γρατζουνιές είτε παίρνεις κάτι να στις καλύψει όπως ακριβώς έκανε ο πλυντηριάς αλλά θα σου εμφανίζονται μετά απο λίγο καιρό (εδώ)

- Παρήγγειλα νέο σκιάδιο οδηγού γιατί κάποια βλακεία θα έκανε ο πλυντηριάς στη βάση της και έσπασε το πλαστικό στη βάση στήριξη της (εκεί)

Και κλείνουμε την αποψινή μας βραδιά με λίγο ινσέψιο: στην τηλεοπτική σειρά Breaking Bad ο "πλυντηριάς" Walter White γίνεται και πλυντηριάς αγοράζοντας ένα πλυντήριο αυτοκινήτων για προσωπικό του "πλυντήριο".

Ο πλυντήριο-"πλυντήριο" του πλυντηριά-"πλυντηριά" Walter O πλυντηριάς-"πλυντηριάς" Walter κάνει "πλυντήριο" σε πλυντήριο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλώντας το γράφημα, τη γραφική απεικόνιση μιας στατιστικής ανάλυσης, το μαγκίτικο και πολλά βαρύ στελεχό επιτυγχάνει χαρίεν σούσουρο και ευαρέσκεια κατά την παρουσίαση εταιρικής μελέτης. Αν δε η γκράφα συνδυαστεί με λέξεις μυστήριες τ. 'σάγκα', τότε το σούσουρο μεγαλώνει και ο λεγάμενος γράφει στην κάμερα και ως μαγκαϊβεράς και κούλτουρμαν. Συνήθως δε ακολουθεί λίαν καρποφόρο καμάκι, εκτός αιθούσης.

  • Ρίχτε μια ματιά στη γκράφα εδώ.

Χρησιμοποιείται μάλλον και για γκράφιτι ή σχέδιο.

  • Στο σπίτι υπάρχει Golden Samena. Αν φορούσε & η μάνα T-Shirt με
    γκράφα "My friends get married, i just get drunk" θα σήμαινε πως μένω Λέκκα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηχανική κατασκευή που χρησιμοποιείται για ανύψωση φορτίων, συνήθως για φορτία που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Συναντάται σε παραλλαγές με συνδιασμό τρόχιλων όπως πολύσπαστο και κρικοπάλαγκο.

Στην ελληνική λέγεται σύσπαστο.

Άσε μάγκα μου σήμερα το πρωί είχα τον ασήκωτο, έφερε η μάνα μου το παλάγκο για να σηκωθώ από το κρεβάτι... ζημιά σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν αρκετές μεγάλες κατηγορίες ρομποτακίωνε, ας αναφερθούμε σε τρία:

1.
Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Να ξεφύγουμε από τη γαμημένη ρουτίνα που μας έχει καταντήσει ρομποτάκια. Χειρότερα από ρομποτάκια.

2.
- Υπάρχουν πολλά «πακέτα» στην αγορά. Τα φθηνά προσφέρουν εντελώς ψεύτικη επισκεψιμότητα: ένα πρόγραμμα, το οποίο στη γλώσσα του Ιντερνετ λέγεται «ρομποτάκι» (ή πιο σωστά botnet) κάνει κλικ συνέχεια σε μία ιστοσελίδα. Το κόστος είναι το πολύ 5 δολάρια για κάθε 10.000 επισκέψεις. Ετσι λοιπόν, με 100 δολάρια την ημέρα μπορεί κάποιος να πετύχει επισκεψιμότητα 200.000 μοναδικών χρηστών ημερησίως χωρίς να πληρώνει ούτε ένα μισθό, αλλά και χωρίς να έχει δικό του περιεχόμενο.

3.
Για φουρνάκι ρομποτάκι τι προτείνετε;;;;;;

(από σφυρίζων, 23/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επάγγελμα του βαρκάρη και ενίοτε του ψαρά στην αργκώ της πιάτσας του Πειραιά. Προέρχεται από τον όρο ξύλα που σημαίνουν τα κουπιά.

- Εσείς τί κάνατε τότε στον Πειραιά;
- Ξυλομηχανή, κύριε δικαστά!
(γέλια στο ακροατήριο)
-Ησυχία! Τί ένοείτε κύριε μάρτυς;
- Να, μωρέ, βαρκάρης, ψαράς!
(από τη βιογραφία του ρεμπέτη Γ. Παπαιωάννου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified