Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.
-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.
Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.
-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο emo που και όλοι στην οικογένειά του είναι emo.
-Φίλε, ποια η γνώμη σου για τον Τάκη τον αυνανιστή;
-Δίκε μου, μην του μιλάς. Είναι καθαρόεμος. Κάναμε παρέα μέχρι που έμαθα πως όλο του το σόι ήταν emo...
Got a better definition? Add it!
Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.
Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.
- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;
Got a better definition? Add it!
Εξευρωπαϊσμένος χαρακτηρισμός για γκόμενα πατσαβούρα.
-Χωρίς μεγάλα βυζιά η γκόμενα είναι πατσαβουρέισον.
Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Ο φέρων πλεξίδες ράστα.
Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:
Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.
Got a better definition? Add it!
1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.
Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).
Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.
2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!
Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...
Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)
Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.
Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.
- Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
- Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
- Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
- Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
- Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
- Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα!
- Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
- Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!
«...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...»
«...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
(Σχόλια απο ’δώ).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.
«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας;»
Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.
(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).
Got a better definition? Add it!
Σκάλωμα (και όχι σκαλιά) - Μουνί: Η γυναίκα που κάνει θραύση στο πέρασμα της και όλοι την κοιτούν επίμονα. Επίσης πολύ σπάνια χρησιμοποιείται και από έναν άντρα ο οποίος είχε την τύχη να κολλήσει με την γυναίκα κατά την διάρκεια του σεξ.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες που έχουν φουσκωτό μουνί (συνήθως στην παραλία).
Καφετέρια
- Ρε φίλεεεε, τι μούναρος είναι αυτός που περνάει, πω ρε φίλε πολύ σκαλομούνα!
- Ναι ρε μαλάκα, όλοι σκάλωσαν.
Παραλία
Μαλάκα δες το μουνί της γκόμενας που περνάει, φουσκωτό για φάγωμα (ή άγριο γαμήσι), μιλάμε για σκαλομούνα ρε φίλε!
Got a better definition? Add it!