Selected tags

Further tags

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε στην αργκό των φυλακισμένων τις φυλακές ανηλίκων.

15 χρονώ έσπρωχνε ρούχλα στη Γκράβα, κατέληξε στα ανήλικα.

Φυλακές ΑνηλίκωνΦυλακές Ανηλίκων

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:

  1. Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.

  2. Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.

  3. Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).

  4. Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.

  5. Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.

  6. Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.

  7. Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.

  8. Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.

  9. Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.

  10. Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.

  1. Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!

  2. Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.

  3. ...

  4. Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
    Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»

  5. Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...

  6. Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.

7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σλανγκ των φυλακόβιων, βρέχει σημαίνει ότι θα μπουν ναρκωτικά στην φυλακή.

- Θα βρέξει αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της φυλακής για την ηρωίνη, δόση σε μικρό σακουλάκι μπαλάκι, τουτέστιν σα βυζάκι. Όσες και όσοι είδαν το oz, θα το καταλάβουν.

- Μάγκες ήρθε η καινούργια παραλαβή..
- Πιάσε δυο βυζάκια!

(από σφυρίζων, 18/06/13)gimme some fuckin tits (από bright, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Η στενή. Λέγεται και «καγκελλαρία».

Εφτά μήνες στο κάγκελο για χρήση. Ούτε ο Παλαιοκώστας να ήμουνα.

Κάγκελο με θέα (από Marco De Sade, 14/03/09)

Βλ. και ψειρού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή μπαίνω στην ψειρού για οικονομικά εγκλήματα.

Εντελώς τελείως νεόκοπη έκφραση, καθώς κανείς μέχρι τώρα δεν έμπαινε στη στενή για λαμογιές. Κάποιοι θεωρούν ότι οι φυλακίσεις αυτές γίνονται εκ του πονηρού προκειμένου να αποπροσανατολιστεί το πόμολο από τα «πραγματικά προβλήματα». Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι επιτέλους «κάτι άρχισε γίνεται σωστά» στην φοροκώσταινα. Διαλέγετε και παίρνετε.

1. Παρέα με τον… Άκη και ο καφετζής της Βουλής με τα ακριβά γούστα;

2. Στο τέλος θα κάνει παρέα στον Άκη, ο… Στουρνάρας

3. Πολιτικός που ήταν υπουργός σε ένα πολύ σημαντικό υπουργείο και επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης γνωστής αλυσίδας καταστημάτων θα κάνουν πολύ σύντομα παρέα στον Άκη Τσοχατζόπουλο και τον Λάκη Γαβαλά.

4. Κάποιοι θα πεθάνουν με τύψεις όπως είπες καλέ μου Βασίλη αλλά εσύ στην φυλακή. Κάνε παρέα στον Άκη, τον Μάκη, τον Λάκη και με το καλό να έρθουν κ τα άλλα παιδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σλανγκ των φυλακών, είναι η απομόνωση. Επίσης: πιθάρι. Όπως φαίνεται από το τρίτο παράδειγμα μπορεί να είναι και ειδικός «θάλαμος υποδοχής»- πειθαρχείο.

  1. Για τον Παναγιώτη Γεωργιάδη στο indy.gr:

Μετά την επιστροφή του στη φυλακή τον μεταφέρουν στις φυλακές της Χαλκίδας και τον βάζουν στο κελί 9. Στην απομόνωση. Στο κιούπι, όπως το λένε οι γνωρίζοντες, ένα κελί σαν δοχείο απ' όπου για να δεις το φως της μέρας πρέπει να έχεις ή λαιμό καμηλοπάρδαλης ή να σηκώνεις συνεχώς το κεφάλι προς τα πάνω.

  1. O ίδιος εδώ:

«Στο κιούπι, έτσι λέμε εμείς την απομόνωση. Τι μου θύμισες; Έζησα 11 μήνες εκεί μέσα στο σκοτάδι, τη βρώμα και τη σιωπή. Τι θυμάμαι αυτή την σιωπή, δεν την ταράζει τίποτα, ούτε η ανάσα. Πίσσα, σκοτάδι μαύρο», λέει ο Παναγιώτης.

  1. Από εδώ:

Ειδικότερα, όσον αφορά το παιχνίδι της πρέζας, παντού κάμερες, μηχανήματα ανίχνευσης ναρκωτικών ουσιών, ουρολογικοί έλεγχοι, σωματικοί έλεγχοι, πρωκτικοί, κολπικοί, καθημερινή επιθεώρηση, αναφορά, ακτινογραφίες, θάλαμοι υποδοχής – τα λεγόμενα κιούπια – ή αλλιώς πειθαρχεία ( όπου προληπτικά και βασανιστικά παραμένουν κρατούμενοι και για πέντε μέρες, που πρόκειται να εισέλθουν στη φυλακή κατόπιν μεταγωγής ή αδείας εξόδου προκειμένου να αποβάλλει ο σωματικός τους οργανισμός τους παράνομες, επιμελώς κρυμμένες, ουσίες και αντικείμενα σε « κατάλληλα » διαμορφωμένο χώρο – κόλαση αποβλήτων ) περιμένουν να σε « υποδεχτούν » με τη συνδρομή του ανθρώπινου προσωπικού, όπως κουραστικά μετά συγχωρήσεως, αναφέρουμε συνεχώς, για να αποφύγουν κάθε ενδεχόμενο κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών από τη μεριά των κρατουμένων εντός αυτής και να προλάβουν την ασφάλεια της ζωής τους…
Και τώρα θέτουμε τα εξής εύλογα ερωτήματα : Πώς βρήκε πρέζα ο Χρήστος, θα είχε πεθάνει ο Χρήστος εάν είχε κάνει χρήση και βρισκόταν ελεύθερος;

Και γαμώ την... απομόνωση (από GATZMAN, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέφτης ή κλεφτής αποκαλείται είδος αυτοσχέδιου αποστακτήριου στην ψειρού.

Η μαγκαϊβεριά αυτή αποτελείται από αντίσταση ηλεκτρικού ρεύματος που βράζει φρούτα μέσα σε ένα τσίγκινο κουβά με νερό μέχρι να δέσει το τσίπουρο-μπόμπα των φυλακόβιων.

Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χειριστές κλέφτη (οι επονομαζομένοι και τσιπουράδες) τα έχουν κακαρώσει εν ώρα εργασίας (βλ. ρεπορτάζ).

  1. - Στις φυλακές Κορυδαλλού -και όχι μόνον, αφού τα οινοπνευματώδη ως γνωστόν απαγορεύονται- με τον επονομαζόμενο «ΚΛΕΦΤΗ» γίνεται το ναρκωτικό των φτωχών, που είναι ένα είδος αυτοσχέδιου τσίπουρου ή κρασιού. (εδώ)

  2. - κλέφτης: το αποστακτήριο όπου φτιάχνουν τσίπουρο.
    (Το γλωσσάρι πίσω από τα σίδερα της φυλακής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα καλιαρντά, η χούμση, ως τόπος που είναι μαντρωμένοι οι λεβέντες.

Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξοµολογήθηκε ότι δυο µέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόµαντρα. «Ήµουνα ροκαί σαµέ, μπέναψε στα ποδανά, µεγαπή λουσµά δυο να µεσουπηχτή µια ζαπετρά κι έγινε κατσαµπού λοσγαµέ κι ήρθανε τα καρακόλια και τα ετοκά, και µας βουζεµάν µας µπουζουριαζάν και βουρ στην κηλαφή. Χρονάκια ρασσετέ γαφαέ…».
Είπα µε το νου µου: «Αχ, κάλιο ψωλή να οµιλεί παρά σαρμέλα µίλι…».
(Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου αποκατέ)

Αφιερωμένο στους εχθρούς του Σαββόπουλου <3 (από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified