Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.
Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.
Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.
Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.
Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.
Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.
-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!
Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς και χάφτας, είναι ο τύπος που τον σέρνει η γκόμενα όπου αυτή θέλει και γενικότερα τον κάνει ό,τι θέλει.
Κοίτα ρε τον χάφτα πώς τον σέρνει απ' τη μύτη...
Got a better definition? Add it!
(ουσ.)
αγγλ. alter + εραστής
Ο πρωταγωνιστής σε soft αισθησιακές (κατά κύριο λόγο που εκπέμπει το γνωστό κανάλι) ταινίες ο οποίος κατέχει τη μοναδική ικανότητα να συνουσιάζεται με τη συμπρωταγωνίστρια, ενώ το πέος του βρίσκεται σε κατάσταση μηδαμινής στύσης σύμφωνα με τα ελάχιστα καρέ που διαφεύγουν από τον σκηνοθέτη.
Φίλε, είδα τις προάλλες την Εμανουέλλα ΙV αλλά πολύ αλτεραστής ο τύπος ρε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.
*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.
-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ενώ της λες πώς έχουν τα πράγματα και πας να βγάλεις άκρη, εκείνη έχει πλάσει στο μυαλό της ένα σενάριο επιστημονική φαντασίας το οποίο εμπεριέχει στάνταρ ότι θέλεις να βγεις από πάνω, να την πληγώσεις, ότι δεν έχεις συναισθήματα, ότι την εκμεταλλεύεσαι όλα αυτά τα χρόνια κλπ κλπ κλπ. με αποτέλεσμα να σε κάνει να ξεχνάς τα σοβαρά πράγματα που της έλεγες και να απολογείσαι στις αηδίες που σου λέει εκείνη.
Θέλει πολλή προσοχή αυτό το είδος καθότι μπορεί να σε κάνει να πνίγεσαι από το δίκιο σου και στην τελική να μην είναι αυτό το θέμα.
- Ο Μάκης έμπλεξε με μια τύπισσα τρελή σεναριογκόμενα. Τον κατηγόρησε για πράγματα που ούτε καν τα είχε σκεφθεί ο άνθρωπος, πόσο μάλλον να τα έχει κάνει. Την έστειλε.
Got a better definition? Add it!
Ερώτηση με πασίδηλη απάντηση που συνηθίζουν να κάνουν οι δημοσιογράφοι σε δύσμοιρους πολίτες. Οι εν λόγω ερωτήσεις καταδεικνύουν περίτρανα ότι οι δημοσιογράφοι έχουν IQ φρυγανιάς.
Σε κάποιον που μόλις έχει πέσει από τον έκτο όροφο:
-Πονάτε;
Σε κάποιον που μόλις έχασε μάνα, πατέρα, τρία αδέρφια και το σκυλάκι του σε αυτοκινητιστικό:
-Πώς αισθάνεστε;
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...
Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.
1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.
2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.
Η Μαρία είναι σελογκόμενα.
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.
- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified