Further tags

Καληνύχτα.

Τα λέμε, καληνυχτερίδα.

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικός όρος για κάποιον που κάνει μπανιστήρι, συνήθως μικρής (σχολικής) ηλικίας. Έγινε γνωστό από παλαιότερη χιουμοριστική εκπομπή του Μάρκου Σεφερλή.

(ο μικρός Νικολάκης παίρνει μάτι τους γείτονες να βγάζουν τα μάτια τους)
- Επ Νικολάκη, τί κάνεις εδώ πονηρούλη; Τον μικρό τυμπανιστηρτζή;

(από Khan, 05/02/11)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομαδικός εναγκαλισμός νεοκεκαρμένου συμμαθητού.

Χαριτωμένη δραστηριότητα παρελθουσών δεκαετιών όπου ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας απεφόρτιζε την επιθετικότητα του στους σβέρκους των πλησίον του και ουχί στην δημόσια και ιδιωτική περιουσία.

Πάνε πια αυτά!

- Ο Βασίλης κουρεύτηκε!
- Μπούγιοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!
- Ααααααααα
- Ζεις αιώνια κι΄ανασαίνεις, όταν λες μολών λαβέ!
(Οιμωγές)

Βλ. και σχετικά λήμματα φατούρο και σύννεφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπνόσακος, το sleeping-bag στα Θεσσαλονικιώτικα. Η γέμιση σε αυτή τη μπουγάτσα έχει γεύση χιλιοφορεμένης σαγιονάρας.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απόγνωσης που χρησιμοποιείται κυρίως όταν κάποιος πετάει μια μαλακία...

- Πού πήγε η μικρή Αννούλα μετά την έκρηξη; Παντού!
- Κόψε τα ναρκωτικά ρε μαλάκα, δεν φτάνουν για όλους...

(από xalikoutis, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί τόπου. Με λογοπαίγνιο με το πέος (και καλά «επί το πέος») και με ένα χμου καθαρεύουσας («επιτοπίως»).

Να μου το φέρεις εδώ, επιτοπέως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «χαχαα» είναι αποτέλεσμα βιασύνης και έντονου ενθουσιασμού στον ψηφιακό κόσμο.

Όταν κάποιος θέλει να απαντήσει γελώντας σε ένα αστείο που του γράψανε σε μήνυμα στο κινητό ή σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, απαντάει πολλές φορές με το «χαχαα», καθώς από την βιασύνη του ξεχνάει το «χ» και δεν δημιουργείται το διάσημο «χαχαχα».

Το «χαχαα» επίσης συναντάται με την εξής μορφή: «χαχαχαχααα».

Chat στο Facebook:
- Ήτανε 2 πακιστανοί....
- Αυτό;
- Ναι.
- Χαχαα (ή «χαχαχαχααα»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκουροποιό στοιχείο είναι ο τύπος ο οποίος έχει μπλεξίματα με το νόμο. Η τάση του να επιδεικνύεται συνεχώς τον ωθεί σε παραβατικές συμπεριφορές ώστε να τραβήξει την προσοχή των άλλων.

Η αστυνομία συνέλαβε καγκουροποίο στοιχείο, το οποίο διατάρρασε εν ώρα κοινής ησυχίας τη γειτονιά, επιδεικνύοντας το κωλοφτιαγμένο του αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός,-η,-ό που παραπέμπει σε τρολ, όπως το ορίζουν τα σκανδιναβικά ήθη κι έθιμα. Αναφέρεται σε άτομο αντίστοιχων ιδιοτήτων, με αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο, δηλωτικής του άι κιου του πράγμα που συμπεραίνεται από τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του. Η σύγχρονη μόδα απαιτεί μια παρέα να έχει οπωσδήποτε ένα τρολίκι σε ρόλο γελωτοποιού για να σπάνε οι άλλοι πλάκα με τα καμώματα και τα φερσίματά του(Παρ.2). Κάποιες φορές όμως ο συνωστισμός τους είναι ενοχλητικός, όταν τρολίκια =/> (ίσα ή μεγαλύτερα) άτομα παρέας(Παρ.1). Εξαρτάται το αν είναι ευπρόσδεκτα ή όχι αναλόγως των επικοινωνιακών περιστάσεων. Αυτοί συνίσταται να είναι παρόντες για πλάκα. Σε σοβαρά μητινγκ μπορούν να σε ξεφτιλίσουν. Ο αριθμός συσσώρευσής τους παίζει σημαντικό ρόλο ως προς το ζητούμενο παραγόμενο αποτέλεσμα. Η σημασιολογική χροιά της λέξης κυμαίνεται από βρισιά έως αστειότητα. Συνώνυμα: μόγκολα, πίκπα.


1.- Θά' ρθεις σήμερα σινεμά; Θά'ναι η Καίτη, ο Βρούτος, ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ... Είσαι;
- Άσε με μωρέ, που θα βγω με τα τρολίκια...
2.- Πω, ρε ο Στέφανος δεν παίζεται... Να τον πάρεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου!
- Έλα ρε, φέρ'τονα σήμερα το παλιοτρολίκι να γελάσουμε... Θα κόψουμε φλέβα απόψε με τους ψευτοκουλτουριάρηδες που φαγώθηκες να βγούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified