Further tags

Λάθος προφορικού λόγου, που τείνει να περάσει στην μοντέρνα ελληνική, όπως η αττική σύνταξη για τους αρχαίους ένα πράμα.

Αυτή η γραμματική μορφή νιντζοδιαλέκτου, λόγω τηλεόρασης και συνεντεύξεων αγανακτισμένων νίντζα στις λαϊκές, πέρασε ξανά στο πανελλήνιο. Και το λέω αυτό (το ξανά) διότι αυτού του είδους το λάθος, σαν παραφορά του λόγου ακούγονταν εξ' από ανέκαθεν από κόσμο, που λόγω της ανέχειας δεν είχε την ευκαιρία να τελειώνει το δημοτικό.

Οι νίντζα λοιπόν, δυσκολεύονται να κατανοήσουν την θηλυκή κατάληξη στο α' πληθυντικό αρσενικών, και με μία περίτεχνη νιντζοκίνηση βάζουν την «σωστή» κατάληξη. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο τύπος είναι αρκετά εύηχος, και εύθυμος (π.χ. το πούστηδοι χρησιμοποιείται από πολύ κόσμο και σαν αστεϊσμός, αλλά και γενικότερα ο λανθάνων αυτός τύπος χρησιμοποιείται κατά κόρον και από τους νέους, όπως φαίνεται στα παραδείγματα).

Άλλο αγαπημένο νιντζολάθος (παρόμοιο με του λήμματος), είναι η ακόλουθη σύνταξη: στους τσιγγάνοι, στους γύφτοι, στους μαύροι, στους Αλβανοί. Σύνταξη που κρύβει και λίγη απέχθεια και ξενοφοβία, χρησιμοποιώντας ονομαστική πληθυντικού, αντί για αιτιατική.

..........
Και είναι κι ένα μάτσο πούστηδοι, που θα έλεγε η θεια Μάρω..

................
Είναι πούστηδοι, λεσβίες και ανώµαλοι. Είναι παράξενοι, Είναι αλλόκοτοι. Είναι Queer. Είναι άλλα φύλα συνεχώς. Και αν δεν βρούµε τρόπο να µιλήσου...

...........
Μόνιμη επωδός της, ως κατακλείδα των αποστομωτικών επιχειρημάτων υπέρ Μπούλας, ήταν ότι αυτοί ”οι πούστηδοι που τα λένε αυτά, πρέπει να πλένουν τον στόμα........

.................
αφηστε μας (τους αντριδοι) ησυχους! δεν εχουμε φτιαχτει για να χορευουμε,καθε χορευτης εχει υποπτο παρελθον και μισητο μελλον.ειμαστε αγγουρια γιατι ετσι ...

...........
Τι να κανουμε,εμεις οι αντριδοι ειμεθα ανθρωποι του πνευματος και της γνωσης,και θελουμε να μας καθεστε χωρις να υπαρχει καποιος συγκεκριμενος λογος ...

.........
αμα παψουνε να αεριζονται οι αντριδοι, να δεις ποσο μεθανιο θα γλιτωσει η ατμοσφαιρα. Φασίστρια κότα........

(Από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επονομαζόμενη αττική σύνταξη ήταν μία ιδιοτροπία της αρχαίας αττικής διαλέκτου, που αν είναι τόσο πασίγνωστη μέχρι και σήμερα το οφείλουμε θα 'λεγα αποκλειστικά στην παροιμιακή φράση τα παιδία παίζει και την ευρεία της χρήση και κατάχρηση (για παράδειγμα, εδώ και εδώ). Πρόκειται για το συντακτικό σχήμα ουδέτερο ουσιαστικό σε πληθυντικό + ρήμα σε ενικό (για περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ).

Ένα ανάλογο σχήμα των τωρινών ελληνικών –που για να 'μαι ειλικρινής δεν ξέρω αν έχει ήδη γίνει αποδεκτό από κάποια γραμματική– είναι το εξής: περιληπτικό ουσιαστικό σε ενικό + ρήμα σε πληθυντικό: «ο κόσμος πεινάνε», «η αστυνομία είναι μαλάκες», «η γερουσία μας έχετε πρήξει τ' αρκίδια» και τέτοια.

Η ειδική περίπτωση όπου το ρήμα είναι του τύπου είναι + κατηγορούμενο είναι ίσως και η πιο συνηθισμένη, είτε επειδή ο τύπος είναι δηλώνει καταπερίπτωση καί τους δύο αριθμούς, είτε επειδή το σχήμα μοιάζει συντακτικά με το σχήμα της υπαγωγής το Α είναι Β, όπου οι αριθμοί των Α και Β δεν είναι ανάγκη να συμπίπτουν: «όλος ο κόσμος είναι άνθρωποι σαν εσένα κι' εμένα», «η αστυνομία είναι εργαζόμενοι πολίτες», αλλά και «οι γενικευμένες συρράξεις ανά τον κόσμο είναι σημείο των καιρών» –λέμε τώρα.

Αυτή η αντίστροφη αττική σύνταξη δεν απαντιέται βέβαια μόνο στην αργκό, αλλά στην καθομιλουμένη γενικότερα, αν και στην καταγραμμένη φαίνεται ότι θεωρείται ακόμη «λάθος» –έφτυσα αίμα να βρω παραδείγματα στο διαδίκτυο.

Ενδιαφέρον είναι ίσως ότι στα αγγλικά είναι το κανονικό σχήμα για περιληπτικά ουσιαστικά (the people are, the police are, ...), οπωσδήποτε όμως δεν πρόκειται για αγγλισμό αλλά για το εδραιωμένο αίσθημα στους ομιλητές ότι ο γραμματικός αριθμός του ουσιαστικού δεν συμπίπτει με τον πραγματικό αριθμό που δηλώνεται, και την τάση να αποκαθίσταται τελικά αυτή η αντιστοιχία στο ρήμα.

  1. Πάνω στο πλοίο υπάρχει κόσμος, τρέχουν αλαφιασμένοι, κουνάει πολύ το πλοίο, έχει πιάσει μπόρα [...] (από ιστολόι)

  2. Πράγματι το παπαδαριό είναι οι βασικοί καταπατητές, αλλά στους οικοδομικούς συνεταιρισμούς υπάρχει κάθε λογής καρύδι. (σχολιασμός σε ιστολόγημα με θέμα αυθαίρετο στην καμένη Πάρνηθα)

  3. — [...] Ο αγρότης-παραγωγός θα πρέπει να είναι ένας σύγχρονος επιχειρηματίας με πράσινη αντίληψη. Τα προϊόντα του θα είναι ποιοτικά, βιολογικά, οικολογικά και το αποτέλεσμα της δουλειάς του θα συνδέεται με άλλες οικονομικές δραστηριότητες όπως ο οικοτουρισμός.
    — Αυτά θέλουν χρήματα.
    — Μα υπάρχουν. Η ΚΑΠ σήμερα χρηματοδοτεί, αν δεν κάνω λάθος, με 67% τα αγροπεριβαλλοντικά σχέδια. Το Ταμείο Συνοχής θα δίνει χρήματα για παρόμοιες δραστηριότητες μέσα στην πόλη.
    — Γιατί δεν το κάνει η κυβέρνηση, δεν ξέρουν ή είναι γενικώς αδιάφοροι;
    — Γιατί δεν έχουν κατανοήσει ότι πρέπει να στραφούμε προς τα εκεί. [...]
    (από συνέντευξη Οικολόγου Πράσινου, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δυσπιστίας έναντι επικαλουμένων ιδιοτήτων κομπορρήμονα συνομιλητή. Δηλαδή, εννοείται «πού τα 'χεις δει αυτά που λες», «πού γίνονται αυτά» κ.λπ., αντικαθιστώντας την ανύπαρκτη χρονική διάσταση των εικαζομένων επιτευγμάτων «πότε;», το οποίον υφίσταται μόνον ως απάντηση (βλ. παλιά στο Τέξας κ.λπ.) με αναφορά σε τοπική αναρμοδιότητα. Συνήθως, χρησιμοποιείται με το πρόσφυμα «μωρέ», ενώ το «πού» μπορεί να επαναλαμβάνεται.

Χαρακτηριστικά, η επίθεση τόνου στην αντωνυμία «πού», την τρέπει από αναφορική σε ερωτηματική, αλλάζοντας εντελώς το νόημα της πρότασης. Π.χ. (Καββαδίας 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia): «Ραμάν αλλήθωρε τρελέ, που λύνεις μάγια» σε «Ρε αμάν αλλήθωρε τρελέ, πού λύνεις μάγια;» (δηλαδή σιγά μη λύνεις και μάγια τρομάρα σου, δεν κοιτάς την τύφλα σου)...

  1. - Εγώ που λες αυτήν εκεί πέρα, την έχω γαμήσει!
    - Πού μωρέ σκουράτζο; Πού;

  2. - Όταν ήμουν λοιπόν σημαιοφόρος στο σχολείο...
    - Άσε ρε βίδα! Πού βρε; Σε σχολείο πυγμαίων πήγες;

εδώ Τσάρος (από johnblack, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του σκάσε.

Είναι συνήθως η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του μέσου 13χρονου που περιφέρεται στο διαδίκτυο όταν του αναγνωρίσεις το λάθος του.

Διατυπώνεται και ως «sks» se greeklish morfh.

- δεν κάνουμε mkb στην luna ρε.

- ... μην μιλας ρε.. σκσ λιγο να λες την αληθεια μαλιστα. ... sks re exis k ta @@ na xonis mesa apo pc; (από το hiphop.gr)

ska ska (ska sou) sou (από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σαβούρα έχει στην αργκό δύο κυρίως σημασίες: «άσχημη γκόμενα» και «πτώση φαρδύπλατη στο έδαφος», πεζή ή από δίκυκλο. Σε τυπικά ελληνικά σημαίνει «έρμα» (πλοίου), «σκουπίδια, σωρός από αχρείαστα καλαμπαλίκια» και «ευτελούς αξίας και ποιότητας».

Η τρίτη αυτή σημασία, της «ευτέλειας» (απ' όπου και η σαβουρογκόμενα άλλωστε), είναι ίσως η πιο συνηθισμένη, και σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα συγκεκριμένα για την αργκό. Καταρχήν, η ευτέλεια μπορεί είναι οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής ή πολιτιστικής φύσης, συνεπώς η σαβούρα περιγράφει πράγματα της κοινωνίας που συγγενεύουν με την ασχήμια, το περιθώριο, την αρρώστια, τη βρομιά, και έτσι τροφοδοτούν και στηρίζουν διάφορες μορφές υποκουλτούρας –πάνω κάτω δηλαδή, αυτό που οι αμερικάνοι αποκαλούν τρας (trash, δείτε και την τρασιά του Βράστα).

Το ακόμη πιο όμορφο μ' αυτήν –και το θέμα του παρόντος λήμματος– είναι ότι στην καθομιλουμένη, και ειδικά στην αργκό, συνδυάζεται πάρα πολύ εύκολα με ουσιαστικά και ρήματα ως πρώτο συνθετικό: σαβουρ- + -ο- (ενωτικό) + όνομα ή ρήμα. Η σύνθετη λέξη που σχηματίζεται διατηρεί τη βασική σημασία του δεύτερου συνθετικού, περιορισμένη όμως αποκλειστικά στο βαθμό που αυτή αναφέρεται σε «ευτελή αξία ή ποιότητα»: σαβουρογάμης, αυτός που γαμεί μεν, ευτελείς γκόμενες δε, σαβουροψήφης, αυτός που ψηφίζει μεν, ανάξιους πολιτικούς δε, και ούτω καθεξής.

«Η μεγάλη συνδυαστική ευχέρεια της λέξης σαβούρα στα ζώντα ελληνικά –κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις», προσφέρεται ως θέμα διδακτορικής διατριβής διατμηματικού προγράμματος που συνδιοργανώνουν κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα της αλλοδαπής –θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.

Ετυμολογικά

Η λέξη με τις τυπικές σημασίες της προέρχεται από το λατινικό saburra (ήδη ναυτικός όρος για το έρμα). Με τη σημασία της πτώσης, προέρχεται φαίνεται από τη σαβούρντα και το σαβουρντίζω, τα οποία ο Τριανταφυλλίδης ετυμολογεί από το τούρκικο savurd(i), τρίτο ενικό αόριστου του ρήματος savurmak (ο τέως, βήτα έκδοση, δεν το λημματογραφεί καν).

  1. Οπως σαβουρο-τρώμε, ετοιματζίδικα, προκάτ και ομοιόμορφα, έτσι σαβουρο-βριζόμαστε, με προκατεψυγμένες, ετοιματζίδικες, σελφ-σέρβις βρισιές. (από ισοπεδωτικό άρθρο της Α. Πολίτη στον τύπο, μ' ενδιαφέρον τουλάχιστον θέμα)

  2. Πέραν της διαπίστωσης [...] για την «ευκολία» της τηλεόρασης μετά από 8, 10 και 12 ώρες δουλειάς, με την οποία θα συμφωνήσω, θα πρόσθετα [...] πως και στην αγορά του βιβλίου υπάρχει πολύ πολύ μεγάλο ποσοστό σαβούρας. Μια σαβουρο-εκπομπή από ένα σαβουρο-βιβλίο δεν νομίζω πως έχει διαφορά. (από ιστολόι)

  3. Ρε πολύ καλή σαβουρο-ταινία για γέλιο....καλή φάση αλλα στυλ υποκουλτούρας για να γελάς οχι τπτ σοβαρό. (από συζήτηση σε φόρουμ πάνω στην ταινία «Αυστηρώς κατάλληλο» των Ρέππα και Παπαθανασίου)

  4. Επιχειρηματίες της νύχτας, εργολάβοι, εκβιαστές, χορεύτριες με σπαθιά, παντός είδους λαμόγια που μύρισαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι, είναι οι πρωταγωνιστές της πιο φαιάς πτυχής του σκανδάλου του Βατοπεδίου που μας απασχολεί μέρες τώρα [...]. Ενα DVD αρκεί για να γίνει η πολιτική, σαβουρο-πολιτική, ένα ακόμη «κύμα σκουπιδαριού», που κάνει να υποχωρήσουν δραματικά τα όρια αυτού που μπορεί να γίνει ανεκτό. Είναι ο καθρέφτης μας, λένε, που αντανακλά αυτό που αληθινά είμαστε. Στην πραγματικότητα είναι ο καθρέφτης της ισοπέδωσης, της κοινοτοπίας, του βαθμού μηδέν, που εξολοθρεύει περιεχόμενα και προθέσεις. (από άρθρο της Τ. Καραϊσκάκη στον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταφατικό μόριο της νεοελληνικής καθομιλούμενης νέας κοπής. Δηλώνει πρόθεση συμμετοχής και σύμπνοια του ομιλητή με την εκπεφρασθείσα πρόταση του συνομιλητή.

Από το νωρίς απαρχαιωμένο ψήνομαι με κόψιμο και της κατάληξης και του χαρακτήρα του ρήματος και γενικά του ό, τι περίσσευε χωρίς ματιές πίσω από την πλάτη και συναισθηματισμούς, στο πνεύμα της εποχής. Να μη συγχέεται με τα ομόηχα ψι.

- Πάμε μία στις από κάτω;
- Ψη...

(από Vrastaman, 12/10/09)το χαλικάλι! (από BuBis, 12/10/09)Movement of Jah People (από Vrastaman, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφηγηματικό μη καλολογικό στοιχείο που απαντά σε μακροσκελείς προφορικές επικίλες τις οποίες απαγγέλουν γλωσσοκοπανίζοντα και αεροκοπανίζοντα θήλεα νέας κοπής με ακροατήριο όμοιές τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μόριο με το οποίο δηλώνεται το τέλος μιας κατά λέξη εξιστορούμενης συνήθως τηλεφωνικής συνομιλίας, σπανιότερα δε και συνομιλίας που είχε γίνει πρόσωπο με πρόσωπο.

Περ' από τη λειτουργία του αυτή ως ένα είδος προφορικής στίξης, το γεια γεια στο λόγο επιτελεί μια σειρά από δραματικές λειτουργίες. Προσδίδει παραστατικότητα αλλά και ένταση, καθώς πλεοναστικά υπερτονίζει τη λήξη της συνομιλίας ώστε να αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτή αποτελεί τομή στην έως τώρα πλοκή-αφήγηση. Έτσι παίζει κι ένα ρόλο προοικονομίας, καθώς αναπλάθει τη συνθήκη ευτυχούς άγνοιας για την επερχόμενη μοίρα των συνομιλητών που λένε αμέριμνοι κι ευγενικοί γεια γεια, προκειμένου η συνέχεια της αφήγησης να την ανατρέψει άρδην. Δημιουργείται, δηλαδή, κι ένα είδος τραγικής ειρωνείας, εφόσον στο άκουσμα και μόνο του γεια γεια ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι κάτι θα συμβεί στους ήρωες της συνομιλίας που δεν τους ήταν τότε διαυγές.

Μέσα από την απόλυτη περιττότητά του, μπορούμε να εντοπίσουμε στο γεια γεια την πληγή από την οποία ο σημερινός προφορικός λόγος ματώνει.

Είχαμε βγει με τον Κώστα, τη Μαρία και τη Φούλα, και ξέρεις τώρα, η Μαρία γουστάρει τρελά Κώστα, και μας τα είχε πρήξει τις προηγούμενες μέρες με τη Φούλα που ήμασταν, κι εκείνο το βράδυ είχε αρχίσει να προχωράει το πράμα, ήταν από κοντά όλο το βράδυ, χορούς και τέτοια, λέω πάει, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα κείνο το βράδυ γιατί ήταν να 'ρθει ο μπαμπάς της να τη δει το πρωί, αλλά για να μη κρυώσει η φάση προτείνω εγώ όταν φεύγαμε ξημερώματα λέω να μαζευτούμε το βράδυ σπίτι μου να δούμε τους απαράδεκτους το ντιβιντί κι έτσι, ξέρεις, για να την πάει μετά σπίτι αυτός, έτσι κι αλλιώς η Φούλα σπίτι μου θα μου ζητούσε να κοιμηθεί σε μένα κλασικά, τον παίρνω εγώ λοιπόν το απόγευμα κατά τις 6, που είχε έρθει η Μαρία από το σπίτι, μου λέει ξεναπάρε με πιο μετά, του λέω πες μου, θα 'ρθεις, μου λέει θα 'ρθώ, του λέω άντε σε περιμένουμε εννιά εννιάμισι, οκ; οκ μου λέει, γεια γεια... Χαρές η Μαρία, μέχρι που κατά τις 7 έρχεται μήνυμα σε μένα, λέει τελικά δε θα 'ρθω, κάτι μου έτυχε, εν τω μεταξύ η Μαρία γάμησέ τα, έπεσε άσχημα και καλά δεν τη γουστάρει καθόλου, παίρνω τη Φούλα να της το πω, εν τω μεταξύ την έπαιρνα όλη μέρα το 'χε κλειστό, σε κάποια φάση το άνοιξε αλλά δεν απαντούσε, και είχα ανησυχήσει, γιατί το βράδυ είχε γίνει ψιλοσκατά, στην αρχή την έπεφτε αυτή στον Κώστα για πλάκα, μετά είχε βρει μια παρέα απ' τη σχολή, τελικά μαζί φύγαμε πάντως, τέλος πάντων μετά το είχε κλειστό όλη μέρα, την παίρνω στο σταθερό δεν απαντούσε, τι να κάνω, παίρνω τον Κώστα γιατί μένουνε πολύ κοντά, του λέω θα πας με τη μηχανή να δεις τι κάνει η Φούλα, μην έχει πάθει τίποτα, μου λέει οκ, του λέω πάρε με, μου λέει μην ανησυχείς, θα σε πάρω, γεια γεια... αν σε πήρε εσένα με πήρε κι εμένα, όλο το βράδυ τίποτα, ούτε απαντούσε στο κινητό, και η Φούλα που το 'χε ανοίξει για λίγο κι είχε πάρει τα μηνύματα κι αυτή κλειστό... Μαύρη νύχτα πέρασα με τη Μαρία, εν τω μεταξύ εγώ είχα καταλάβει, αλλά δεν έλεγα τίποτα, καταλαβαίνεις... Περνάνε δυο μέρες και τον βλέπω στη σχολή το απόγευμα στο κυλικείο, ενώ με τη Φούλα να μην έχουμε μιλήσει καθόλου, και κατευθείαν του λέω καλά του λέω, τι 'ν' αυτά που κάνεις; μου λέει τι; του λέω όταν σε πήρα προχτές με τη Φούλα ήσουνα, μου λέει τι δουλειά έχω 'γω με τη Φούλα, με ύφος, για ξεκάρφωμα, και του λέω εσύ τώρα είσαι άντρας και τότε άρχισε να μου τα χώνει, έλεγε κάτι μαλακίες που δεν τις θυμάμαι, αλλά μετά από λίγο άρχισε να γελάει μου λέει είσαι αλεπού, του λέω ναι, αλλά μ' αυτά που κάνετε εγώ φαίνομαι η ηλίθια και η παράξενη που χώνεται και ψάχνει, και τι γυρίζει και μου λέει ο μαλάκας, έλα λέει αφού σου αρέσω, του λέω είσαι ηλίθιος, ξεκόλλα του λέω, αυτός μετά έλεγε κάτι μαλακίες για μένα και τη Μαρία, του λέω μη μου ξαναμιλήσεις, μου λέει καλά, γεια γεια, και σηκώνομαι και φέυγω από το κυλικείο, κι από τότε δεν έχουμε ξαναμιλήσει, εν τω μεταξύ η Φούλα με παίρνει στο δεκάλεπτο, και μου έλεγε συγγνώμη, και ότι θα μιλήσει αυτή στη Μαρία, της λέω δε μ' ενδιαφέρει, είναι μαλάκας της λέω, μου λέει καλά θα τα ξαναπούμε το βράδυ γιατί έχω μάθημα, να μιλήσουμε της λέω, έχω πολλά να σου πω, ίσως για τελευταία φορά της λέω, ναι μου λέει, γεια γεια... Με παίρνει λοιπόν το βράδυ...

(το ως άνω ωτακουσθέν λάιβ και καταγραφέν υπό του χαλικούτου εις δημόσιον χώρον. Πραγματικός χρόνος διάρκειας εκφωνήσεως το πολύ ενάμισι λεπτό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι έλληνες σε συνομιλίες, όταν θεωρούν τα λεγόμενα των συζητητών γελοία, εσφαλμένα, βαρετά, ανεπίκαιρα, ή ακόμη εριστικά και προσβλητικά, και τελοσπάντων, άξια γείωσης εδώ και τώρα. Αυτή η γείωση μπορεί να γίνει με δύο βασικούς τρόπους: (α) αντρίκεια και στα ίσια, σε φάση «σόρι κιόλας, αλλα δέν έχω όρεξη ν' ακούω τις παπαριές σου και θα το εκτιμούσα αν το βούλωνες», ή (β) μάγκικα και έμμεσα (σ.ς. τώρα καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσε, όπως έχει ειπωθεί, ο Πετρόπουλος να αποκάλεσε την αργκό «γλώσσα των φλώρων»). Εδώ θα πιάσουμε τη δεύτερη κατηγορία, μιά και η πρώτη δέν χρειάζεται ανάλυση, είναι αυτό που είναι.

Τις μάγκικες αυτές ατάκες, που μπορούμε να τις πούμε ακυρωτικές, απαξιωτικές, αποστομωτικές, αφοπλιστικές, καπελωτικές, ξενερωτικές και αλλιώς ίσως, εδωπέρα θα τις λέω για συντομία γειώσεις.

Οι γειώσεις μπορούν να είναι απλές δηλώσεις, εμβόλιμες στη συζήτηση με μορφή σχολίου, ή συνηθέστερα ευθείες απαντήσεις σε ερώτημα που έχει τεθεί –πράγμα φυσιολογικό, μια και σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βαριέται κανείς να γειώνει τον κάθε πρήχτη, εκτός κι' αν ο άλλος του απευθύνει σαφώς το λόγο. Απώτερος στόχος κάθε γείωσης είναι η άμεση λήξη της συζήτησης ή απλά η γελοιοποίηση του συζητητή, ενώ πολλές φορές μπορεί να λέγεται και πειραχτικά, για αστείο.

Στοιχειώδης γραμματική ανάλυση

Μία γείωση αναιρεί τα συμφραζόμενα αυτού που έχει ειπωθεί με τρόπο που να το αφήνει μετέωρο και έτσι να το απαξιώνει, να το γελοιοποιεί και τελικά να το ακυρώνει, και αυτό μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε δύο επίπεδα, το συντακτικό και το σημασιολογικό.

Στο πρώτο, το συντακτικό, και μάλλον το πιο συνηθισμένο, η ατάκα μπορεί να είναι παρήχηση των προλεγόμενων ή και να ομοιοκαταληκτεί:

— Δέ μπορώ να το χωνέψω ρ' εσύ!... Να μου πεί εμένα που τον έχω κάνει θεό οτι με βαρέθηκε τόσους μήνες που τάχα λέει τον έπρηζα και όλο λέει του τσαμπούναγα μαλακίες;!... Άκου «του τσαμπούναγα»!... «Του τσαμπούναγα» μου είπε ρ' εσύ... Μα, «του τσαμπούναγα»;...
— Και την πούτσα μου κούναγα...
— Ορίστε;
— Λέω, πάρ' το απόφαση φιλενάδα: οτι είσαι ολίγον τί πρηχτρί, είσαι. Πάμ' παρακάτ'.

Τα συντακτικά αυτά λογοπαίγνια μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές γειώσεις, μια και η σημασία που δευτερεύοντα προκύπτει είναι συνήθως χτυπητά διαφορετική από τη σημασία των προλεγόμενων.

Άλλο πολύ συχνό είδος συντακτικής γείωσης είναι μία ερώτηση να απαντιέται πάλι με ερώτηση:

— Πώς;
— Έλα;
— Τί είπες;
— Ποιός ήρθε;
— Με κοροϊδεύεις ρε;
— Εσύ τί λές;

Από την άλλη, σε σημασιολογικό επίπεδο, η ατάκα ερμηνεύει τα προλεγόμενα σε διαφορετικά συμφραζόμενα από τα αρχικά, πιχί, από μεταφορά στην κυριολεξία ή αντίστροφα:

— Πέτυχα χθές το Βούλη φίλε.
— Δέ μ' ενδιαφέρει, τά 'χω κόψει αυτά...
— Άκου ρε να σου πώ. Έχει καβατζώσει λέει πράμα πρώτης, καλαματιανό τεφαρίκι που σε στέλνει. Βάζουμ' απο μιά πενηνταρού;
— Σε στέλνει και πού σε πάει;
— Στο υπερπέραν ρε φίλε, άκου «πού σε πάει»!...
— Δέν θέλω να πάω στο υπερπέραν, πέφτει μακριά 'π' την έβγα και δέ μπορώ τους μπάφους χωρίς σοκολάτα.
— Καλά, γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα ρε φίλε;
— Γιατι δέ μ'ενδιαφέρει ρε σου λένε, τό 'κοψα, καταλαβαίνεις ελληνικά;!...

Η επανερμηνεία μπορεί να γίνει και σε εντελώς ασυνάρτητα συμφραζόμενα (πολύ χρήσιμος εδώ ο τιραμισουρεαλισμός), και χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα συντακτικού λογοπαίγνιου:

— Έφερες πατάτες;
— Ναί.
— Και λάδι που δεν είχαμε;
— Κι' απ' αυτό.
— Κρεμμυδάκι;
— Ναί...
— Φρέσκο λέω, να βάλουμε στη σαλάτα.
— Κατάλαβα.
— Γιατι χωρίς κρεμμυδάκι δέν γίνεται σωστή η πράσινη.
— Ναί.
— Ε έφερες;
— Βασικά, πέρασα 'π' τον Μπάμπη το μανάβη και μου λέει οτι δέν έχει κρεμμυδάκι, το κάπνισε όλο χθές που ξέμειν' απο χόρτο.
— ...
— Έφερα τελοσπάντων.

Ακόμη, ατάκες που διαβρώνουν καί το συντακτικό καί το σημασιολογικό επίπεδο της κουβέντας, και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν γειωτικά, είναι οι λετριστικές:

— Ρε ποιός Αϊνστάιν να πούμε... Τί θα ήταν ο Αϊνστάιν αν δεν ήταν ο Καραθεοδωρής, άσχετοι; Αφού κι' ο ίδιος το έγραψε, «όλα τα χρωστάω στο μεγάλο μου δάσκαλο, τον έλληνα Καραθεοδωρή».
— Όλα έ;
— Όλα. Αφού το έγραψε ο ίδιος λέμε –δέ ξέρω, στο βιβλίο του εκεί με τη θεωρία της σχετικότητας ξερω 'γώ–, έγραψε «τις θεωρίες μου και τις ιδέες μου τις οφείλω όλες στο δάσκαλό μου, τον»–
— «Έλληνα Καραθεοδωρή», εντάξει. Αλλα δέ μας λές, εσύ που τα ξέρεις αυτά: ο Καραθεοδωρή τί λέει, το σύμπαν είναι ολόπρωτο και ζινεξεριτάλ κατα την αβήλωτο;
— Έ;... τί;...
— Γιατι ρε παιδί μου λέω, αν πρόκειται για κόλνυμπαν και πέριστρο και δή το περιτάλι, στην Αστρονομία του εικοστού πρώτου αιώνα εννοώ –και μετά τον Αϊνστάιν–, τότε να το δεχτώ αυτό με τον Καραθεοδωρή.
— ...Ε... εντάξει... Κοίτα να δείς, αυτό που λές δέν το θυμάμαι τώρα καλά–
— Ε τότε παράτα τα 'φτά, και γύρνα το επιτέλους γιατι μύρισε νύχι να πούμε [παπαρολόγε ελληνάρα, σιχτίρ]...

Παγιωμένες γειώσεις

Οι γειώσεις είναι φαινόμενο γενικό στον καθημερινό λόγο και ειδικά στην αργκό, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά. Πολλές απ' αυτές πάντως έχουν παγιωθεί και ακούγονται αρκετά συχνά ώστε η καταγραφή τους να 'χει νόημα –κάποιες τέτοιες ακολουθούν στα παραδείγματα (που με τη βοήθεια του κοινού, μπορούν να συμπληρώνονται με τον καιρό):

Νομίζω ότι εδώ υπάρχουν αρκετές στρατηγικές γείωσης. (από Khan, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υφίσταται εις την καθομιλουμένη τάσις αφαιρέσεως του νυ όταν αυτό βρίσκεται εις την κατάληξιν λέξεως ξενικής, χάριν αστεϊσμού και τσαχπινιάς εις τον λόγον.
Καθιστά ενίοτε κλιτή την ειδ' άλλως άκλιτη ξενόφερτη λέξη.

Παράβαλε αρκούδως, αφεδύο, ζάπι, τουλάστιχον, το μνημειώδες προβατοκάτσικα και πολλά άλλα.

  1. Θα ήθελα ένα σάντουιτς με ζαμπό και μπέηκο.

  2. Έχω γεμίσει εμότικα το μουσουνού και δεν μπορώ να γράψω σαν άθρωπος.

Βλέπε και τα σχόλια στο λήμμα μπετό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτομάγκικη κατάληξη λέξεων που χρησιμοποιείτο κατά κόρον εις το παρελθόν αλλά παραμένει αδόκιμη μέχρι σήμερα. Δεν είναι γνωστή η πιθανή ετυμολογία της. Οι σανσκριτικές και πρωτοελληνικές ρίζες αποκλείονται όπως και οι διάλεκτοι των Παπούα (από όπου προέρχεται πιθανώς μόνο το αούα).

Συναντάται στις ακόλουθες λέξεις: καλάουα, γαμάουα, σπεκάουα, τζαμάουα, τιγκανάουα, κλπ... αλλά έχει ακουστεί και σαν φραπάουα, καφάουα, τυροπιτάουα, γιωτάουα, κορδελάουα κλπ.

Εγεννήθη πιθανώς εντός των τοιχών στρατοπέδων από παλιοσείρια.

Ξαδέρφη του -λελέ (δες και απολελέ, τρελελέ, απολελέ και τρελελέ, γκατζολελέ, κοκ).

- Που σε ρε μαγκάουα; Πάμε να κτυπήσουμε καμία φραπεδάουα με τυροπιτάουα;
- Τελέρε, τρελελέ μέσα!

- Kαλάουα ή τρελελέ ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified