Further tags

Χριστιανός φονταμενταλιστής. Άτομο που έχει φύγει πολλά τακ σε σύγκριση με τους απλούς πιστούς, ή έστω και τους θρησκόληπτους και τις θεούσες. Ασυμβίβαστος, μαχητικός και συχνά μαλωμένος με την επίσημη Εκκλησία.

Τι χρειάζεται να ξέρει ο μέσος χρήστης του slang.gr για να μπορέσει να αναγνωρίσει τον αγριοχρίστιανο στην απίθανη περίπτωση που θα τον συναντήσει; - και λέω απίθανη διότι κάπου δεν νομίζω ότι συχνάζουμε στα ίδια μαγαζιά. Ιδού μερικά από τα διακριτικά γνωρίσματα:

  • Είναι άντρας - οι γυναίκες είναι η πηγή του κακού και δεν μπαίνουν στο κλαμπ. Εξαιρείται η Παναγία.
  • Αν φοράει πουκάμισο, συνήθως έχει κουμπωμένο και το τελευταίο κουμπί στο λαιμό.
  • Στις συγκεντρώσεις ενάντια στις νέες ταυτότητες, κατά της επίσκεψης του Πάπα, ενάντια στο άνοιγμα καζίνο και ενάντια στην προβολή του Τελευταίου Πειρασμού δεν ήταν μεταξύ αυτών που διαδήλωναν, φώναζαν και τα έσπαγαν. Ήταν στις ομάδες περιφρούρησης.
  • Το αγαπημένο του βιβλίο της Αγίας Γραφής είναι η Αποκάλυψη. Την οποίαν ξέρει σχεδόν απέξω και τσιτάρει συχνά. Ειδικά τα χωρία εκείνα που αναφέρονται σε θηρία, τέρατα, δαίμονες και πόρνες. Όλα αυτά τα τρομακτικά τα βλέπει βράδυ παρά βράδυ στον ύπνο του.
  • Ξέρει όλα τα αθροίσματα, γινόμενα και πηλίκα που δίνουν αποτέλεσμα 666. Και βλέπει τον αριθμό 666 παντού. Ακόμα και στον ύπνο του.
  • Δεν βλέπει τηλεόραση.
  • Προς τους αριστερούς, μπορεί να είναι απροσδόκητα ανεκτικός. Διότι, ο κομμουνισμός και άλλα τέτοια ντεμοντέ ωχριούν μπροστά στο πραγματικό πρόβλημα της εποχής μας που είναι, φυσικά, ο οικουμενισμός.
  • Όταν αναφέρεται στους Καθολικούς, οι ηπιότεροι όροι που θα μεταχειρισθεί είναι οι σχισματικοί και οι Καισαροπαπιστές.
  • Αν τον ακούσετε να λέει εκείνος ο Τούρκος πολίτης, σαν βουάρ αναφέρεται στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο οποίος είναι γνωστός οικουμενιστής και, ωσεκτουτού, ο αγριοχρίστιανος δεν τον έχει φίλο.
  • Έχει μόνιμη κράτηση στην Εσφιγμένου - ή, ανάλογα με το πού ακριβώς έφαγε την πετριά, σε κάποιο άλλο ζόρικο μοναστήρι. Εννοείται ότι στο Άγιο Όρος μπαινοβγαίνει χωρίς διαμονητήριο και άλλες τέτοιες γραφειοκρατικές διατυπώσεις, είτε διότι δεν αναγνωρίζει την εξουσία της Ιεράς Επιστασίας (οικουμενιστές και αυτοί) είτε διότι του έχει απαγορευθεί η είσοδος.
  • Στο Άγιο Όρος, εχει προσωπικό γέροντα - ο οποίος ασφαλώς και μιλάει με γρίφους.
  • Πιστεύει γνησίως ότι το Ορθοδοξία ή Θάνατος είναι δίλημμα

    Επειδή ο αγριοχρίστιανος έχει μια ροπή προς τον μυστικισμό, έτσι και γίνει καμιά στραβή και χάσει την Ορθόδοξη πίστη του, εύκολα και χαλαρά κάνει την υπέρβαση και πάει στα Ομ - και στους μπάφους.

Καταχρηστικά -ή, έστω, κατά θείαν οικονομίαν που θά 'λεγαν κι αυτοί- ο χαρακτηρισμός αγριοχρίστιανος μπορεί να αποδοθεί και σε κάτι γιαλαντζή τύπους που πάνε στην εκκλησία διότι λίγο φοβούνται, λίγο θέλουν τα κονέ και λίγο καλοβλέπουν το παγκάρι. Αλλά, πρέπει προηγουμένως να μας τά 'χουν ζαλίσει πάρα πολύ.

Άλλα σχετικά λήμματα: βοθροδοξία, μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα.

  1. Δεν έχω σκοπό να εισέλθω σε διάλογο με υβριστές του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ιεραρχών του. Όταν οι φωνές μίσους και μισαλλοδοξίας αντικατασταθούν με ευπρεπή επιχειρήματα και συγκεκριμένα ερωτήματα τότε θα αξίζουν απαντήσεως. Μέχρι στιγμής δεν έχω διαβάσει έστω και μία τεκμηριωμένη άποψη. Ελπίζω οι «Αγριοχρίστιανοι» να ηρεμήσουν αναλογιζόμενοι ότι μόνο οι δαίμονες φωνασκούν όταν αντιμετωπίζουν την αλήθεια.

  2. Σαφώς και λέει διάφορες %#$%^ και το κοριτσάκι, αλλά δεδομένης της ηλικίας της, μπορεί για μένα να λέει ό,τι θέλει... Οι άλλοι οι αγριοχρίστιανοι που ούρλιαζαν από κάτω ήταν τουλάστιχον ενήλικες..

  3. Πρωτη φορα ακουω κατι τετοιο...γιατρος να ειναι κατα της IVF. Τι ειναι, αγριοχρίστιανος;

('Ολα τα παραδείγματα από forums)

Το εγχειρίδιο του καλού αγριοχρίστιανου. (από Vrastaman, 10/07/08)Το pin-up girl κάθε αγριοχριστιανού (από Vrastaman, 10/07/08)(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντ(ι)βέντσουρ είναι ο τύπος...

  • ...που ασχολείται μανιωδώς με το πιο μοδάτο «επικίνδυνο» σπορ. (πχ. το κάϊτ την παρούσα δεκαετία, bunjee jumping την προηγούμενη),
  • ...που επιβιώνει σε οποιεσδήποτε συνθήκες, και το ευχαριστιέται σαν γνήσιος ξάδελφος του Ταρζάν. Κάτι σαν τον Bear Grylls. Ενίοτε, χαστουκίζει κάνα λιοντάρι έτσι για να δείξει ποιος είναι o ρουμάνος στη ζούγκλα,
  • ...ο οποίος όταν βγει το βράδυ, τα κάνει πουτάνα. Ποτέ δεν είναι βαρετή η έξοδος μαζί του. Το καλύτερο φινάλε σε μια τέτοια έξοδο, είναι το αυτόφωρο, το χειρότερο το νοσοκομείο.
  • ...που είναι χύμα, και δεν λέει ποτέ όχι σε οποιαδήποτε πρόταση, άντρας έτοιμος για όλα. Δηλαδή ο τύπος «vivere pericolosamente».

Η έκφραση προφ προέρχεται από την αγγλική λέξη για την περιπέτεια (adventure), και έλκει την καταγωγή της, από τις καμπάνιες του Κάμελ και του Μάλμπορο, την δεκαετία του '80, με τις περίφημες adventure teams, και τους τυπάδες να χέζουν στο δάσος, γύρω από μια φωτιά, στη μέση του πουθενά.

- Τι κ΄ναι το τυπάκι ρε; Θα μας τρελάνει; Πέφτει με αλεξίπτωτο στη μέση του πουθενά;
- Και που να δεις παρακάτω τι πρόκειται να κάνει. Θα σε κουφάνει...
- Πολύ αντβέντσουρ ο τύπος. Και είναι αληθινά ρε, ή μας δουλεύουν, και ο τύπος έχει από πίσω του κάνα συνεργείο υποστήριξης;
- Τι να σου πω....

- Τι θα κάνουμε το βράδυ;
- Τι να σου πω; Αλλά έχε υπόψη σου, καλύτερα να πάμε για φαγητό, ήρεμα. Είπε ο Μάκης ότι θα φέρει τον ξάδελφο του, οπότε καλύτερα ήρεμα.
- Συμφωνώ, αυτός είναι πολύ αντβέντσουρ τύπος. Θα μας μπλέξει άσχημα με τις γνωριμίες του και το τσαμπουκαλίκι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χτυπάει γκόμενες κατά συρροή, που αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, ο Καζανόβας, ο Δον Μήτσος Κιλώτης, ο Τζέμης Μποντ τ. fuck and let die, ο φαρμακοψώλης, ο σκοτώνω. Γενικά το τελικό συστατικό -φονιάς προσδίδει σεξιστικώς ένα είδος ανδρισμού, γιατί άντρας που δεν είναι γκαζοφονιάς, ρακοφονιάς, ή, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και μπαζοφονιάς, δεν είναι άντρας. Σημειωτέον ότι στο -φονιάς μπορεί να υπάρχει και μια ελαφρά μειωτική χροιά, λ.χ. ο γκαζοφονιάς να είναι αυτός που πατάει γκάζι σαν ούγκανος εις βάρος της πχοιότητας της οδήγησης, έτσι κι ο γκομενοφονιάς μπορεί να είναι και -φονιάς ως σαβουρογάμης ό,τι κάτσει ή ως κάποιος που χάνει ευκαιρίες για πχοιοτικές σχέσεις μέσα στη φούρια του. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ψυχανάλατα για τη σχέση σεξ και θανάτου, τόσο της ερωμένης, όσο και του ερώντος, αλλά προτιμώ να δώσω τον λόγο στα παραδείγματα.

  1. Ντανιέλος ο Γκομενοφονιάς. Επειδή σήμερα, εκεί που έψαχνα καμιά καλή φωτογραφία να σχολιάσω, με έπιασε μία απίστευτη πρεμούρα και σιχαμάρα με όλα τα πλαστικά βυζιά στον κόσμο της σόου βυζ (ο προσωπικός μου κρυπτονίτης), θέλω να δούμε ένα κλασικό αγόρι για να ευθυμήσουμε. [...] [Πιο χαμηλά]24. Ααααχ Όλγιες Κιρουλένκες που μας ματσαλάτε όλα τα καλά πουλιά... Στωναγμός. [...] Γιατί το πίνω το Μαρτίνι (Rosa Eske-me-nazy remix). Εις υγείαν και καλό σαββατοκύριακο. Labels: Daniel Craig, γκομενάκι, λιγούρες, ταινίες, φουσκοδεντριές. (Εδώ).
  2. Μόνο δύο εξαιρέσεις υπήρχαν. Η πρώτη ήταν ο Μιχάλης, γνωστός και σαν "Ραλίστας" ή "Αετονύχης" ή "Γκομενοφονιάς" ή "Ο ψηλός με τη Γιαμάχα" ή "Ε.Π.Μ.Κ.Α.Χ (Επίσημος Προμηθευτής μαύρου Και Άλλων χόρτων"), ο οποίος είχε πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να γράψει πάνω από τρία και άρα δεν είχε κανένα άγχος. (Εδώ).

Ο Ντανιέλος ο Ουκρανιδοφονιάς του πρώτου παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράττων τα πάντα προκειμένου να ρίξει γκόμενα θυσιάζοντας αξιοπρέπεια και άλλα ιδανικά. Η ονομασία του προέρχεται από την λέξη γλίτσα(= κολλώδης ή λιπαρή ακαθαρσία) . Κολλάει στις γκόμενες όπως η γλίτσα στο παπούτσι κάποιου σωτήρα ενός παγιδευμένου γατιού που μόλις έβγαλε από μια αποχέτευση. Ο γλίτζας ως ένας ανθρωπόμορφος γυμνοσάλιαγκας σέρνεται γύρω από τις γκόμενες και στο τέλος κολλάει σαν βδέλλα πάνω τους, επιστρατεύοντας κάθε μέσο προκειμένου επιτύχει το σκοπό του .

Μαθαίνει απέξω ατάκες, ανέκδοτα, κόλπα με τράπουλες και πολλά άλλα προκειμένου να εντυπωσιάσει την εκάστοτε γκόμενα.

Βούτυρο στο ψωμί του γλίτζα αποτελούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (φεισμπουκ, τουίτερ κλπ) καθώς η χρήση αυτών αυξάνει εκθετικά την γλοιώδη και αηδιαστική δράση του προς τις κοπέλες που τον ενδιαφέρουν. Επιπλέον τα επίπεδα μουνοδουλίασης ενός γλίτζα ξεπερνούν αυτά ενός συνηθισμένου μουνόδουλου .

Χαρακτηριστική συμπεριφορά ενός γλίτζα προς μια κοπέλα:

  1. Σπαμάρισμα σχολίων και λάικ στα μέσα δικτύωσης.
  2. Συνεχής επίδειξη κοινωνικών επιτευγμάτων (πχ μέλος συγκροτήματος,μέλος δεκαπενταμελούς κλπ).
  3. Τακτική αγορά δώρων ,χαρούμενες εκπλήξεις , πήγαινε-έλα της κοπέλας με πληρωμένο ταξί(από τον γλίτζα).

Παράγωγα του γλίτζα : γλιτζιάρης(ο τείνων να γίνει γλίτζας), γλίτζενα(η γκόμενα του γλίτζα αν υποκύψει)

-Γεια σου .. ωραία νύχια , ημιμόνιμο είναι ;
-Γεια , Ναι ! που το ξέρεις ?
-Το φαντάστηκα , έχει τα ίδια και η κοπέλα που παίζει στο συγκρότημα μου.

Ο γλίτζας της παραπάνω περίπτωσης έχει γκουγκλάρει για τα νύχια και το συνδύασε με την αναφορά προς το συγκρότημα του.

-Είμαστε στο μαγαζί εμείς .. με τι θα έρθεις τελικά ;
-Δεν ξέρω , αν και είναι κοντά, λογικά θα πάρω ταξί γιατί φοράω τακούνια.

Ο γλίτζας δανείζεται το αμάξι του κολλητού του, σκάσει έξω από το σπίτι της τύπισσας με μια σοκολάτα στο χέρι για έκπληξη.

-Καλά , πως και βγήκε η άλλη, είχε πει δεν είχε φράγκο.
-Θα την κεράσει λογικά ο άλλος ο βλάκας. Δυο μέρες τώρα πάνε πακέτο και μου είπε ότι της κερνάει τα πάντα.
-Πωωω τον γλίτζα. Αλλά καλό που...νάκι είναι και αυτή.

Ο γλίτζας αν ήτο pokemon O γλίτζας στην κυτταρική μορφή του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός τύπος, εμφανίζεται κυρίως σε ανύποπτο χρόνο στις παραλίες τα καλοκαίρια χωρίς μπλουζάκι, με μαγιώ που του μαζεύεται ανάμεσα στα πόδια ενώ περπατάει, ενώ ταυτόχρονα προβάλει νοερά από πίσω η τριχωτή κωλοχαράδρα...

Ρε μαλάκα, σταμάτα να σαβουριάζεις λες και δεν υπάρχει αύριο, έχεις γίνει βόδι. Έχεις δει πρόσφατα τη κοιλάρα σου πως κουνιέται σα ζελεδάκι Γιώτης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μολόχα είναι λέλουδο και αποτελεί το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Εξ ου και ο άντρας μολόχα αναφέρεται σε άρρενα φλώρο, μαμάκια και ολίγον τι μαλάκα. Το Τσι είναι ενεργειακή δύναμη που ρέει από τις οντότητες μας και χρησιμοποιείται διακαώς από κουλτουλούγκρες και έντεχνα τσικάκια με ενασχόληση την Αέριαλ γιόγκα. Σε συνδυασμό αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν κάποιον που δυσανασχετεί με απλές και ξεκούραστες δραστηριότητες χωρίς προφανή λόγο και αιτία.

-Μαν μου, ψήνεις κάνα μπυρόνι μετά τη δουλειά?

- Δεν νομίζω να μπορέσω ρε φίλε

- Γιατί? Θα σου χαλάσει το Τσι μωρή μολόχα?

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγεται ο άντρας που την πέφτει στις γυναίκες, που είναι γενικά ενεργητικός, που δεν μασάει. Οι πράξεις του αυτές, λέγονται ματσκαριλίκια.

Κατά την Παρδαλή Λέξη, ματσκάς είναι στα αντιχασιώτικα ο θηριώδης άντρας.

  1. - Ήρθε ο Γιώργος ο ματσκάς, τον πούστη χθες βράδυ σε 5 κορίτσια κόλλησε μέσα σε 20 λεπτά!

  2. - Βγήκαμε χθες με τον Γιώργο κι άρχισε τα ματσκαριλίκια, συνέχεια πάει και μιλάει αυτό το παιδί ρε, δεν κολλάει καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του αρσενικού που ασχολείται συνεχεία με το messenger (σ.σ. εφαρμογή του facebook) και προσπαθεί να βρει γκόμενα μέσα από αυτό.

Ρε Αντώνη πάλι στο messenger μιλάς με μουνιά? Άσ' το κάτω το ρημάδι (σ.σ. το κινητό)! Πολύ μεσεντζεράκιας έχεις γίνει τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα Μολούκος είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό με ρίζες από τις λέξεις "Μαλάκας" και "Τζουτζούκος". Πλησιάζει σε έννοια το "μουνόδουλος" ΄ή το "αγαπούλης" με τη διαφορά ότι δίδεται έμφαση στην φαταλιστικά παθητική στάση του άρρενα και χρησιμοποιείται είτε περιπαικτικά ως αρνητικός χαρακτηρισμός προς τον φίλο "παθών" που τον παρασέρνει το αιδοίο ασυστόλως είτε από τη "Θήλυ" αφέντρα προς το θύμα άρρενα όπου τον έχει ως αρσενική αβοήθητη και καταδικασμένη τραβιόλα που θα υποκύπτει στις όποιες σεξουαλικές ορέξεις της χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Η συνήθης προφορά της λέξης από γυναίκα είναι κάπως περιπαικτικά ναζιάρικη με ιδιαίτερο κοφτό τονισμό στο "λούκ" όπου υψώνεται η ένταση της φωνής και ακολουθεί μια μικρή κοφτή παύση στο "κ" και ένα σύρσιμο του οοοοοο --> μο-λούκ |... οοοοοο. Άντρας προς άντρα η προφορά είναι μέσα από τα δόντια και με λιγότερο σύρσιμο + τσαντισμένο/απογοητευμένο ύφος.

- Άρρεν: Δήμητρα; Τι κάνεις γυμνή στο δωμάτιό μου;
- Θήλυ: Σκάσε μικρό αμπλαούμπλικο κοαλάκι!
- Άρρεν: Πως μιλάς έτσι μωρή;...πάω να φύγω!!!
- Θήλυ: Δεν πας πουθενά... Έχω γκάβλες... Έλα εδω μολούκο μου.

- Άσε Γιάννη πάλι είχα τραβήγματα στο σπίτι.... Με έχει κάνει κομμάτια.... αλλά την αγαπάω.
- Ρε μολούκο! Τι παπαριές είναι αυτές; Άκου λίγο Σταρόβα "Αυτό που θέλουν οι γυναίκες"...

Got a better definition? Add it!

Published