Ο τυπάς και μερικές φορές ο μάγκας.
Κλασικός γιαννιώτικος ιδιωματισμός της περιοχής του κάστρου Ιωαννίνων.
Εεεε, τον τζε... πολύ τζες ο τύπος!
Ο τυπάς και μερικές φορές ο μάγκας.
Κλασικός γιαννιώτικος ιδιωματισμός της περιοχής του κάστρου Ιωαννίνων.
Εεεε, τον τζε... πολύ τζες ο τύπος!
Got a better definition? Add it!
Το είχα ακούσει από έναν φίλο μου και σημαίνει σύναξη ανδροπαρέας.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Το τραμπουκολίδι (πληθ.: τραμπουκολίδια) είναι η επιθετική συμπεριφορά ενός τραμπούκου ως προς σωματικά ασθενέστερο άτομο, κατά προτίμηση σε δημόσιο χώρο. Συμβαίνει και μεταξύ ζώων, πχ. απο σκύλο σε γάτα σε πλατεία, με έναυσμα πεσμένο κομμάτι γύρο. Ορθώς προφέρεται ως τραμπουκολjίδια, κατά τη λαϊκή προέλευση της λέξης.
Πλέον, οι ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: αγγλικά έχουν κάνει τη λέξη 'μπούλινγκ' να επικρατήσει.
Βλέπε και μπουλίζω.
Ρε φίλε, στο γήπεδο είπαμε να πάμε, αλλά μέθυσε ο Ηρακλής και πλακώσαμε μια διπλανή παρέα στα τραμπουκολjίδια...
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγγάνος. Αργκό της φυλακής, κυρίως.
Τσαβό ή chavo είναι στα Ρομανί, τη γλώσσα των τσιγγάνων, το αγόρι, ο γιός.
Η λέξη, με τη μορφή chav, είναι του συρμού στην τρέχουσα Αγγλική αργκό - είναι όρος απαξιωτικός για λαϊκά παιδιά, σπανίως Ρομά, που φοράνε πολύ μπλινγκ και Burberrys. Στο urban dictionary το λήμμα έχει 260 ορισμούς.
- Καμμένο το τσαβό ... δέκα πακέτο πήρε για τα βέρια.
- Να νε λατσό τσαβό... (Δεν είναι καλό παιδί ...).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκεύος που γνωρίζει εδώ και αιώνες μεγάλες πιένες στην Αγγλία και, βέβαια, τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτό. Διαβάστε και φρίξτε ανενόχλητα...
Ένα από τα προ πολλού κατατεθέντα σήματα των απανταχού [fill in the blank - τουλάχιστον 400 σωστές απαντήσεις υπάρχουν] είναι η κλασική πλέον θηλυπρεπής στάση του σώματος, η οποία συνίσταται στα εξής:
Το σύνολο, ειδικά όπως φαίνεται από τα πλάγια, θυμίζει έντονα τσαγιέρα (το πιάσατε τώρα το υπονοούμενο;) με τον κορμό να είναι το σκεύος αυτό καθ' αυτό, το ένα χέρι να παίζει το ρόλο του χερουλιού και το άλλο αυτόν του στομίου. Το πεταχτό κωλομέρι είναι μπόνους.
Επαναφορά στην Γηραιά Αλβιόνα. Στατιστικές λένε ότι υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ομοφυλόφιλων, το οποίο ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό ή και τον παγκόσμιο μέσο όρο, κατά το κοινώς λεγόμενον την τρίζουν την όπισθεν το κατιτίς παραπάνω. Και πίνουν πολύ τσάι. Κάθε μέρα. Την ίδια ώρα. Τσαγιέρα... πουστηρλίκι... tea time... το πιάσαμε; Ετς.
- Ρε συ, τι έχει ο Νώντας και κάθεται έτσι; Πιασμένος είναι;
- Α, καλά... Τι πιασμένος ρε μαλάκα; Δεν τον βλέπεις που είναι σαν τσαγιέρα; Δεν τα 'παμε ότι ο Νώντας πήρε μεταγραφή και τώρα παίζει με άλλη ομάδα;
- Δηλαδή...
- Τον βοσκάει τον Κένταυρο ρε παιδί μου, πώς να σ' το πω;
- Ποιον Κένταυρο;
- Ρε, το φινιστρίνι... το γυαλίζει λέμε!
- ...
- Τρώει κρέας...;
- Εντάξει, κι εγώ πού και πού - τι πα να πει αυτό;
- Γαμιέται ρε μαλάκα, γαμιέται. Γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ...
Got a better definition? Add it!
Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.
Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)
Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)
(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)
- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!
Δες και -φατσα.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που σέρνει γύρω του μεγάλη συνοδεία από θηλυκά, αλλά αγνοείται αν προχωράει στο κάτι παραπάνω, ή αν είναι απλώς για μόστρα. Είναι πάντως ταγός, αρχηγός της μουνοθύελλας που τον περιτριγυρίζει, κι όχι απλός φίλος-παρατηρητής.
- Τι γίνεται μ' αυτόν τον Ανδρέα, κάθε φορά που ανεβαίνει στην μηχανή έχει και μια διαφορετική γκόμενα στην πλάτη!
- Κι όταν φτάνουμε στο κέντρο, συνοδεύει πέντε έξι.
- Ναι, αλλά γαμεί τίποτις ο χαρεμάκιας;
- Ποιος το ξέρει...
Σύγκρινε: γκομενοβοσκός
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτός που έχει κάτι λάγνο στην κίνησή του, που γέρνει ελαφρώς, που την κουνάει την παντόφλα, ο ζουζουνέλος, αυτός που το πισωγλεντάει δηλαδή.
Από επεισόδιο των «Απαράδεκτων», λογοπαίγνιο με το όνομα του τραγουδιστή/συνθέτη των 80s/90s Κώστα Χαριτοδιπλωμένου που, όπως και να το κάνουμε δηλαδή, έχει και πολύ τσαχπίνικο επώνυμο!
- Γνώρισα χθες τον φίλο της Γιώτας, τον Κωνσταντίνο... Τον ξέρεις;
- Χάχα, αν τον ξέρω λέει;... Και πώς σου φάνηκε;
- Καλό παιδί, αλλά κάπως χαριτοδιπλωμένος νομίζω...
- Μόνο; Αυτός είναι κοπέλα τελειωμένη ρε, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι να πούμε!
- Αλλά είναι όμως καλό παιδί...
- Καλό παιδί, πάνω απ' όλα! Α, το σωστό να λέγεται!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χορηγός συνήθως λέγεται ο τύπος που μπορεί να έχει γυναικεία συντροφιά μόνο αν της τα ακουμπάει χοντρά.
Κοίτα τι γκόμενα κυκλοφορεί ο χαλιαμούτρας. Μάλλον για χορηγό τον κόβω.
Πρβλ. και χορηγία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άνδρας με γενειάδα, πλούσια χαίτη και ξερακιανός. Λέγεται συνήθως για νεαρούς αγρότες που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με γενικότερο ατιμέλητο και απλοϊκό ντύσιμο.
Ακούγεται συχνά στην Πελοπόννησο, που ανήκει άλλωστε και η Πηνεία του νομού Ηλείας, όπου τέτοιοι τύποι είναι αρκετά διαδεδομένοι. Πιθανόν να προέρχεται όμως από παραφθορά της φράσης εκ πενίας βασιλεύς, δηλαδή ο φτωχός βασιλιάς που αναφέρεται στις γραφές.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified