Selected tags

Further tags

Συντάσσεται με τη λέξη μπουκάλι, ή με το είδος ή την επωνυμία του ξιδιού που θα αγοραστεί. Το ξίδι ή το μπουκάλι μπαίνει συνήθως χωρίς άρθρο, αν πρόκειται για ένα, ή το πολύ με λέξεις τύπου «κάνα», βλ. παραδείγματα.

Λέγεται στο έτσι, συνήθως χωρίς χωρικό προσδιορισμό και χωρίς υπονοούμενα, εννοώντας αγορά φιάλης με ξίδι προς ομαδική κατανάλωση. Συνήθως σε μπαρ, κλάμπ, μπητσόμπαρο ή μπαρόκλαμπο, ενδεχομένως δε και σε μπητσόκλαμπο, αλλά όχι περιοριστικά.

Λογικά, η φράση είναι σύντμηση του «βάζω ρεφενέ για μπουκάλι», αλλά ίσως να μην είναι κ πολύ τραβηγμένο να το ετυμολογήσει κανείς απ' το ότι όταν παίρνεις μπουκάλι σε μαγαζί το βάζουν σε τραπέζι με τα σχετικά να το διακοσμούν. Κλίνω υπέρ της πρώτης πάντως.

  1. - Πώς θα την παίξουμε απόψενες;
    - Εμένα θα μ' έψηνε να βάλουμε κάνα μπουκαλάκι μπακάρντι.
    - Ού ρε φλώρε. Ρε Γιάννη, πιάσε ένα μπουκάλι άμπσολουτ με τα παρελκόμενα.

  2. - Ρε θείο, έχουμε ξεμείνει από ξίδια στο γραφείο και μάθς χωρίς αλκοόλ δεν γκένεν.
    - Να βάλουμε κονιακάκι;
    - Μέσα.

  3. - Τι είπε χτες;
    - Χαλαρά μωρέ. Βάλαμε ένα μπουκαλάκι στο Captain's corner, αλλά το λήξαμε νωρίς τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρό φτιάξιμο που προκαλείται από τη συνδυασμένη κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών, ή και εν γένει κατάσταση βαρείας προχωρημένης μέθης.

Ξεκινήσαμε το μεσημέρι με τσίπουρα, μετά το γυρίσαμε στις μπύρες για να ξεπλυθεί το στόμα και ύστερα πήγαμε για τρίφυλλα. Ήπιαμε και κανα δυό γραμμές. Κατά το βραδάκι λέμε δεν πάμε και για κανένα ποτό; Τελείως τούρνα μιλάμε.

Για συνώνυμα της μέθης δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοεπιβεβαιωτική έκφραση που λέγεται κατά το τσούγκρισμα ποτηριών σε τσιπουράδικα, ταβέρνες και γενικά αλκοολοπωλεία, από παρέες που αποτελούνται μόνο από άτομα αρσενικού φύλου.

- Άιντε γεια μας και στα μακρυά πουλιά μας!
- Βασίλη φέρνε!

+ουσίες & χυνοπνεύματα (από GATZMAN, 09/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Κοκτέιλ που περιλαμβάνει πέντε «άσπρα» (διαφανή) ποτά, τα εξής τέσσερα: βότκα, ρούμι, τεκίλα και τζιν. Το πέμπτο είναι μπαλαντέρ, αναλόγως την παραλλαγή, και όχι πάντα άσπρο. Παίζει με μαρτίνι, με κουαντρώ, με κουρασάο (ή κουρακάο, για τους λαϊκούς τύπους), με ζαμπούκα και όχι μόνο.

Σερβίρεται σε ψηλό ποτήρι με πάγο, το μη αλκοολούχο συμπλήρωμα είναι συνήθως λάιμ ή λεμοναδίτσα, και μπαίνει και μια σταλιά κοακόλα για το χρώμα. Δυνατό, όχι και καταστροφή όμως. Επισήμως λέγεται Long Island Iced Tea, τουλάχιστον το ορίτζιναλ.

2. Υπερκαμένο «κοκτέιλ» που αποτελείται από πέντε άσπρα και τίποτα άλλο. Μόνο αλκοόλ, χωρίς χυμούς και αναψυκτικά και χαζά. Το μπαλαντέρ εδώ είναι όντως άσπρο, συχνότερα μαρτίνι ή ζαμπούκα, αλλά ενίοτε και εγχώριο απόσταγμα (ούζο, ρακή, τσίπουρο, ό,τι έχει ο καθένας). Κυκλοφορεί και σε τούρμπο: έξι άσπρα, εφτά άσπρα, και ούτω καθεξής.

Απευθύνεται κυρίως σε πιτσιρικάδες που μόλις άρχισαν να πίνουν, και πειραματίζονται με ενθουσιασμό μέχρι να πάθουν και να μάθουν. Ελαφρώς πασέ, πάντως (ευτυχώς).

1α. - Μόλις έχω γυρίσει από τις Κάννες, από το μέρος που ο μικροαστισμός συναντάει την ψευτογκλαμουριά πάνω από ένα κοκτέιλ Paradise (μικροί το λέγαμε και «πέντε άσπρα με blue Curaçao»). [κείμενο από Lifo]

1β. Long Island Iced Tea (5 άσπρα)

Υλικά: 1/2 μεζούρα Ασπρο ρούμι
1/2 μεζούρα Βότκα
1/2 μεζούρα Gin
1/2 μεζούρα Τεκίλα
1/2 μεζούρα Cointreau
1/2 μεζούρα Πορτοκαλάδα
splash Coca Cola
πάγος
ψηλό ποτήρι για long drinks
φέτα από πορτοκάλι για διακόσμηση

Εκτέλεση: Σε ένα σέικερ βάζουμε λίγα παγάκια με το Ρούμι, τη Βότκα, το Gin, την Τεκίλα και το Cointreau. Τα χτυπάμε καλά και αδειάζουμε το περιεχόμενο σε ένα ψηλό ποτήρι με παγάκια. Προσθέτουμε την πορτοκαλάδα και τέλος, μια σταλιά Coca Cola, ίσα ίσα για να θολώσει την πορτοκαλάδα και να δώσει το χρώμα του Iced Tea. Καλαμάκι και μια φέτα πορτοκάλι και έτοιμο το αυθεντικό Long Island Iced Tea. [μία συνταγή απ' τις πολλές]

2α. - Φίλε, μιλάμε, χτες πήγαμε στο Γιατομπουτσομπάρ, που ο μπάρμαν είναι κολλητός κιέτσ', και του είπαμε να μας βάλει το πιο δυνατό ποτό που ξέρει! Και μας έβαλε πέντε άσπρα, φίλε! Βότκα, ρούμι, τεκίλα και κάτι τέτοια! Ήπιαμε πέντε ο καθένας και τα 'δαμε όλα, φίλε!
- Πφφφ, αυτό δεν είναι τίποτα! Εμείς προχτές πήγαμε στο Κουκουρούκου, που ξέρουμε τον τύπο που το έχει, και μίλησε του μπάρμαν να μας περιποιηθεί κιέτσ', και μας έβαλε ΕΞΙ άσπρα! Ήπιαμε δέκα ο καθένας μονορούφι και ξερνάγαμε όλη νύχτα, γαμώ τις φάσεις μιλάμε!
- Πφφφφφφ, σας έχω όλους! Εμείς πήγαμε στο Ντιριντάχτα, που ξέρουμε τον πορτιέρη ναούμ', και είπε στου μπάρμαν να μας βάλει ΕΦΤΑ άσπρα! Δε θυμάμαι τίποτα!

2β. - Να δω τον Σημίτη τύφλα απο μοχίτος κι ας πεθάνωωωωωωω.
- Μοχίτο; Ενα σέικερ πέντε άσπρα σου βρίσκεται; [σχόλια από μπλογκ]

2γ. - [Θυμάμαι τα] πέντε άσπρα. Και μάλιστα υπάρχει ο μύθος οτι άμα αντικαταστήσεις την σαμπούκα με Μαρτίνι, γίνεται και καλά μπόμπα. Και σαν πιτσιρικάς έλεγα «ενα 5 άσπρα με μαρτίνι»... Φυσικά το 5 άσπρα βγαίνει κάτασπρο, είναι ένας εύκολος και φτηνός τρόπος να λιώσεις (το μοναδικό πεντακάθαρο κοκτέιλ). Αν βάλεις κάτι παραπάνω (π.χ. τσίπουρο... ), τότε έχεις κλεισει πρώτο τραπέζι στο νοσοκομείο.
- Θυμάμαι μπάρμαν που λάνσαρε τα «7 λευκά». Με πρόσθετο ούζο και Martini Dry. Αλλά δεν πινόταν. [από φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπεκρούλιακας, η μπέκρα, όχι απλώς αυτός που πίνει ξίδια φού και φού, αλλά ο αλκοολικός με τη στάμπα, που πίνει, ό,τι.

  1. Αυτός είναι ξιδάκιας ρε, έρχεται σε οργασμό και με οξυζενέ.

  2. Eνας άλλος που θ'ασχολιότανε τώρα, θα έπρεπε να γράψει και για τη συμπεριφορά όσων πίνουν με βάση τα ποτά. Aλλιώς είναι ο ουισκάκιας, αλλιώς ο ξιδάκιας, αλλιώς αυτός που πίνει ούζα.

  3. Ωραίος τύπος! Μοναδικός στη φάση του, ξιδάκιας τρελός φίλε. Μπράβο του.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριοζούμι, δηλαδή αποσταγμένο ζουμί από κοριούς είναι ένας μειωτικός αστειατόρικος χαρακτηρισμός για διάφορα υγρά, των οποίων αμφισβητούμε την ποιότητα της σύστασης.

Κυρίως για τα εξής:

  1. Ειδικά για το ουίσκι. Άλλοτε χαρακτηρίζεται γενικά το ουίσκι ως κοριοζούμι, για να υποτιμηθεί σε σχέση με άλλα ποτά, ενώ άλλοτε ως κοριοζούμι αναφέρεται η κακή ποιότητα ουίσκι. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ο όρος κοριοζούμι χρησιμοποιείται κυρίως για το ουίσκι.

  2. Για αλκοολούχα ποτά κακής ποιότητας, για ξίδια.

  3. Για θεραπευτικά σκευάσματα και αλοιφές συχνά εναλλακτικής ιατρικής, για να τα στιγματίσουμε ως κομπογιαννίτικα (κομβοϊωαννίτικα κατά Χότζα).

Πρβλ. και σκόνη για κορέους.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. Ως ουίσκι:
    α. Το red για μένα είναι «κοριοζούμι» ... είμαι λίγο μυστήριος διότι είναι μικρή η ζωή για κακό ουίσκι. (Whiskyforum.gr).

β. To σεξουαλικό αντίστοιχο είναι «πηδάει τη γυναίκα του ιεραποστολικά κάθε σάββατο απόγεμα». Και για το κοριοζούμι πάλι δε σε πιάνω, σ αρέσει η γεύση στο πρώτο, δεύτερο, άντε τρίτο ποτήρι και μετά σου ξυνίζει; Δε γίνεται. Με την αλκοολικιά τι παίχτηκε, πήδηξες ή ου; Τι θα πει δε μπορείς να πιείς υπερβολικά πολύ για να μεθύσεις; (Phorum.gr).

γ. Κατι σαν το ουισκυ....κοριοζουμι απο την αρχη ...αστα να πανε
Ενω η τσικουδια εχει μεσα τηs αυτο το κατι ...σε τραβαει σε κανει ενα με το κεφι το ...ουισκυ τι να σου κανει;;; Αγγλοι χλεχλεδεs μπλιαχ....οι βρωμαδερφεs εκει... (bourdela.com).

  1. Ως άλλα ποτά:

α. Δεν με δουλεύουν οι άσχετοι της Achel που ξαφνικά είδαν ότι μπορούν να βγάλουν χρήμα πουλώντας μοναστηριακή μπύρα, γιατί έχει γίνει της μόδας και αποφάσισαν να εμφιαλώσουν το κοριοζούμι που έπιναν αυτοί χρόνια στην αυλή του μοναστηριού. Και προσωπικά δεν συμμερίζομαι κανέναν Αδελφός Thomas και Αδελφός Antoine … το αποτέλεσμα με ενδιαφέρει, που είναι μια ξιδόμπυρα. (Εδώ).

  1. Ως θεραπευτικό σκεύασμα ή αλοιφή:

α. Μα καλά ρε φίλε, άν είχα υγειηνή διατροφή και άσκηση ποιός ο λόγος να πάρω το κοριοζούμι που με ταίζεις; (Εδώ).

β. Αμα εσύ τον θές πολύ κ κάνεις κινήσεις γεμάτες αυτοπεποίθηση οτι θα πέσει τότε κ με κοριοζούμι να τον αλείψεις πάλι τα ίδια αποτελέσματα θα έχεις.Προφανώς αυτό είναι κάποιο είδος μέντας.Εσύ παρε μέντα απλή+αμυγδαλέλαιο ή λάδι ζοζομπά κ τριφτον! (Θεοσοφία).

(από Khan, 16/02/11)Koriozoumi (από malakia, 20/04/11)

Βλέπε και αγροτικό, θήβας ρήγκαλ, λιωσέ κουέρβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι λιώμα ύστερα από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, ο κομμάτιας/ κομματιανός, η πίτα/ λιάρδα, αυτός που πάσχει από χαμόβερ. Η έκφραση λιώμας μάλλον αποδίδει μια πιο πάγια ιδιότητα στο υποκείμενο, δηλαδή μιλάμε για κάποιον που γενικά είναι αποδιοργανωμένη προσωπικότητα και αλκοολικός ή ναρκομανής και διαλυμένος, γενικά σε μια ρευστή κατάσταση.

  1. Οι 10 φίλοι του Facebook που δεν αντέχεις άλλο:

Ο λιώμας: Πάντα με φωτό στις οποίες απεικονίζεται να κατεβάζει σφηνάκια ως σαφή απόδειξη ότι περνά καλά («Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο…»).

  1. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΛΙΩΜΑΣ; Ο πιτσιρικας που παιρνει ένα ταλιρο φουντα με αλλους 3 φιλους του και καπνιζουν στην πλατεια σαν ηλιθιοι ή ο κυριος Μαλακας που καταθετει αποψεις περι ηθους στην κορη του και μετα, αφου δειρει τη γυναικα του πηγαινει στα μπουζουκια με τους φιλους του και τις νοικιασμενες γκομενες τους. (Εδώ).

  2. είχε κοντέψει να πέσει κάτω ο λιώμας τραγουδιστής-με το ζόρι κρατιόταν όρθιος. (Εδώ).

(από Khan, 03/02/11)Ο αρχετυπικός λιώμας του ελληνικού κινηματογράφου (από joe909, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified