Further tags

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν η πασίγνωστη αγγλιά «until hell freezes over» θεωρηθεί συνώνυμο της λέξης «ποτέ», ο λημματογράφος είναι στην εξαιρετικά ευχάριστη θέση να ανακοινώσει, ως άλλος Πήτερ Παν, σε όλους τους κατοίκους του οικισμού Κάτω Σλανγκόρεμα ότι ολόκληρος ο πλανήτης έχει μεταβληθεί στην Χώρα του Ποτέ.

Οι εκ των χρηστών του σάη βλάσφημοι και αμαρτωλοί μπορούν πλέον να αναπνεύσουν ελεύθερα. Ουδεμία τιμωρία τους περιμένει μετά θάνατον. Η χαρμόσυνη είδηση μας ήρθε νετικώς από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το κείμενο που ακολουθεί είναι πραγματική απάντηση που δόθηκε σε τεστ Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Ήταν τόσο βαθύ σε νόημα που ο καθηγητής του μαθήματος θεώρησε χρέος του να το μοιραστεί με την υπόλοιπη Ανθρωπότητα.

Η ερώτηση είχε ως εξής και βαθμολογούνταν έξτρα:

Η Κόλαση είναι εξώθερμη ή εσώθερμη; (στη Χημεία η εξώθερμη εκπέμπει θερμότητα ενώ η εσώθερμη απορροφά).

Οι περισσότεροι φοιτητές έδωσαν απαντήσεις βασισμένες στο Νόμο του Boyle (ένα αέριο ψύχεται όταν μεγαλώνει ο όγκος του και θερμαίνεται όταν συμπιέζεται). Ωστόσο, ένας έγραψε τα εξής :

«Πρώτον πρέπει να γνωρίζουμε αν ο όγκος της Κόλασης αυξάνεται προς τον Χρόνο. Επομένως, χρειάζεται να ξέρουμε τον ρυθμό με τον οποίο οι ψυχές εισρέουν στην Κόλαση και τον ρυθμό με τον οποίο διαφεύγουν.

Νομίζω ότι μπορούμε ασφαλώς να υποθέσουμε ότι όταν μια ψυχή πάει στην Κόλαση, δεν πρόκειται να διαφύγει. Επομένως, δεν διαφεύγουν ψυχές. Τώρα, για το πόσες ψυχές μπαίνουν, ας δούμε πόσες θρησκείες υπάρχουν σήμερα στον κόσμο. Οι περισσότερες από αυτές δηλώνουν ότι αν δεν είσαι οπαδός τους θα πας στην Κόλαση. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία τέτοιες θρησκείες και εφόσον οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε περισσότερες από μία θρησκείες, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όλες οι ψυχές πάνε στην Κόλαση. Και όπως έχουν οι ρυθμοί γεννήσεων και θανάτων, θα πρέπει να αναμένουμε ότι ο αριθμός των ψυχών στην Κόλαση θα αυξηθεί εκθετικά.

Τώρα, ο λόγος για τον οποίο εξετάζουμε τον ρυθμό αλλαγής του όγκου της Κόλασης είναι γιατί ο Νόμος του Boyle ορίζει ότι για να παραμείνει σταθερή η θερμοκρασία και η πίεση στην Κόλαση, ο όγκος της πρέπει να αυξάνεται αναλόγως με τις ψυχές που προστίθενται.
Αυτό μας δίνει 2 περιπτώσεις:

  • Αν η Κόλαση διαστέλλεται με πιο αργό ρυθμό από αυτόν με τον οποίο εισέρχονται ψυχές, τότε η θερμοκρασία και η πίεση θα αυξάνονται μέχρι να εκραγεί η Κόλαση και να ξεχυθούν οι ψυχές.
  • Αν διαστέλλεται με ρυθμό πιο γρήγορο από αυτόν της εισροής των ψυχών, τότε η θερμοκρασία και η πίεση θα πέφτουν μέχρι να παγώσουν τα καζάνια της.

Ποια από τις δύο περιπτώσεις ισχύει;

Αν αποδεχτούμε το αξίωμα το οποίο μου είπε η Τερέζα όταν ήμουν πρωτοετής «Θα πρέπει να παγώσει η Κόλαση πριν κοιμηθούμε μαζί», και συνθεωρήσουμε και το γεγονός ότι χτες το βράδυ κοιμήθηκα μαζί της, τότε ισχύει η δεύτερη υπόθεση και επομένως είμαι σίγουρος ότι η Κόλαση είναι εξώθερμη και ότι ήδη έχει παγώσει. Άρα δεν δέχεται άλλες ψυχές και επομένως έχει εκλείψει ... αφήνοντας μόνο τον Παράδεισο.

Αυτό με τη σειρά του αποδεικνύει την ύπαρξη ενός Θεϊκού Όντος, πράγμα που εξηγεί γιατί χτες το βράδυ η Τερέζα φώναζε συνεχώς :
«Θεέ μου, Θεέ μου».

Αυτός ο φοιτητής πήρε το μοναδικό «Α».

Πάσα: malakia (Για νόσον τίποτα; Γιατί θείο;)

What the hell, θέλετε και παράδειγμα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H κατάχρηση της ιντερνετικής φράσης lol (laugh out loud), oδήγησε στη θεωρία ότι μπορούμε να την παρεμβάλουμε σε κάθε πρόταση για να την κάνουμε πιο εύθυμη ή για να μειώσουμε τη σοβαρότητά της.

  1. Γιατρός: - Έχετε καρκίνο στο παχύ έντερο lol, πρέπει να χειρουργηθείτε.

  2. INBI: Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το σώμα μου lol

  3. Καυλαγόρας προς Λάουρα: - Θα με παντρευτείς; lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική φράση αντίστοιχη της ελληνικής: «Μπρίκια κολλάμε;»

- Καλά φίλε, όλοι λένε ότι το μαγαζί μας γαμάει!!!
- Εεεεμ τι;; Are we gluing coffee pots ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτική μετάφραση της κλασσικής αμερικλανιάς: I'd hit that, που μεταφορικά σημαίνει: «Την γαμούσα». Η όλη γλύκα της φράσης βρίσκεται στο ότι καθώς είναι καθαρά αμερικάνικη σλανγκ, λίγα άτομα καταλαβαίνουν τι παίζει όταν το λες, ακόμη και αν το πεις μπροστά τους.

  1. - Κοίτα κάτι μπουτάρες εκεί ρε!!
    - Καλόοοο... το χτύπαγα πολύ άνετα όμως!

  2. (Δύο φίλοι σερφάρουν στο φατσοβιβλίο)
    - Ωπ! Τσέκαρε αυτήν εδώ! Το χτύπαγες τώρα ή όχι;!
    - Σκάσε. Μαζεύω υλικό τώρα.

παλιά μου τέχνη κόσκινο... (από BuBis, 24/08/09)paradigm shift (από BuBis, 24/08/09)Όπως τα λέει ο Μπούμπις, αλλα χωρίς να σας πεταχτούν τα μάτια έξω... (από vikar, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά λέμε ή ακούμε την έκφραση: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», εννοώντας ότι έγινε στυφό, ξερό, σχεδόν πληγιασμένο.

Αυτομάτως ωστόσο ο συνειρμός είναι πώς το στόμα μας έγινε κάτι σαν παπούτσι, σκληρό, σαν σόλα. Είναι όμως έτσι; Αυτό εννοούσαν οι παλαιοί όταν έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι»; Για άλλη μια φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται και φαίνονται. Ένα παλαιό είδος υποδήματος (οθωμανικά: papuç / παπούτσι ) ήταν το çarık,το γνωστό μας τσαρούχι, το οποίο μοιάζει να συνηχεί με την ομοίως οθωμανική λέξη cariha που σημαίνει πληγή. Επομένως όταν οι παλαιοί έλεγαν: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι / cariha», δεν εννοούσαν πώς έγινε παπούτσι, αλλά πώς ξεράθηκε, έγινε στυφό και πλήγιασε.

Το στόμα μου έγινε τσαρούχι, ξεράθηκε και ελλείψει σάλιου πλήγιασε...

...κι ας είναι και çarık. (από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην τα ξαναλέμε, μπαντιέρα (ή παντιέρα) σημαίνει σημαία.

Οι εκφράσεις είναι:

Σηκώνω μπαντιέρα = επαναστατώ (επειδή κάθε επανάσταση εκκινεί τύποις με το σήκωμα της σημαίας της).

Αλλάζω μπαντιέρα = αλλάζω άποψη, στάση, φρόνημα, στρατόπεδο, τακτική, όλ' αυτά -και σας γαμώ. Πρβλ. σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη. Αλλάζω τροπάριο, δηλαδή.

Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι και συνώνυμο με το το γυρίζω (από τη μη σεξιστική άποψη είναι, ούτως ή αλλέως).

Κάνω (κάτι) μπαντιέρα: το καθιστώ σύμβολο και, ξεφτιλίζοντας την (όποια) αξία του, το υψώνω φάτσα φόρα στα μούτρα του άλλου και του κάνω πλύση εγκεφάλου. Κάπως συνώνυμη είναι η πιπίλα, ή η καραμέλα.

Παντιέρα ρόσα: κόκκινη σημαία, παραπέμπει στον κομμουνισμό. Είναι και τραγουδο-ύμνος, τ. Αβάντι πόπολο, Μπέλα Τσάο, Διεθνής κλπ.

Γενικά, μπαντιέρα είναι η άποψη, η κοσμοθεωρία, τα πιστεύω κάποιου.

  1. ...και κει που τον είχαμε για ήσυχο, σήκωσε μπαντιέρα κι έγινε της κατακαριόλας!

  2. Σήκωσε «μπαντιέρα» ο Κόκε
    «Τριγμοί» στο εσωτερικό του Άρη, λίγο πριν τη μεγάλη κόντρα με την Μάντσεστερ Σίτι για το Europa League...

  3. «Παντιέρα» τραπεζιτών κατά. μνημονίου!!!
    Η χθεσινή ημέρα, λίγα μόνο 24ωρα μετά τα «πανηγύρια» στο ΧΑ για την πρόταση συγχώνευσης της Εθνικής με την Alpha, επιβεβαιώνει ότι η ισχυρότερη ομάδα πίεσης της ελληνικής κοινωνίας, που εξακολουθεί να αγωνίζεται κατά των πολιτικών του μνημονίου –όταν αυτές θίγουν τα στενά συμφέροντά τους…- είναι οι τραπεζίτες, που έχουν σηκώσει τη δική τους «παντιέρα», έναντι των πιεστικών απαιτήσεων της τρόικας για συγχωνεύσεις.

  4. Δε μας τα λες καλά φίλε... Τεεε έγινε, αλλάξαμε μπαντιέρα;

  5. Φυσικα η χουντα του Παπαδοπουλου εκανε παντιερα το Πατρις, Θρησκεια, Οικογενεια.

  6. Παντιέρα Ρόσα
    Είναι η στιγμή που οι 33 συνδικαλιστές ηγέτες από 17 χώρες μπαίνουν στο γήπεδο. Στο πρόσωπό τους οι εργαζόμενοι της Ελλάδας υποδέχονται δεκάδες εκατομμύρια εργατών από όλες τις ηπείρους. Ολοι όρθιοι. Μια γυναίκα ανοίγει διάπλατα την κουβανική σημαία. Ο άντρας δίπλα της έχει υψώσει τη γροθιά του. Τα παιδιά σηκώνουν σημαία κόκκινη. Τα συνθήματα γίνονται διάλογος των εργατών του κόσμου. Στα χείλη το «Παντιέρα ρόσα τριομφερά» (Η κόκκινη σημαία θα θριαμβεύσει). Και αμέσως μετά: «Αλληλεγγύη στην πάλη των λαών, κάτω η νέα τάξη των ιμπεριαλιστών».

  7. Φωνάζει ο Γιωργάκης για εκλογές, ο Κωστάκης παίζει Playstation, η Παπαρήγα ονειρεύεται μπαντιέρα ρόσα με σφυροδρέπανα αντί για δέντρο κι ο Τσίπρας θέλει να παραστήσει τον σοσιαλιστή Ομπάμα της Ελλάδας με …ψήφο στα 16χρονα!

  8. Εμένα που με βλέπεις, μόλις κατάλαβα τη ζωή, κορόιδο δεν μ' έπιασε κανένας. Εχω δική μου παντιέρα, δική μου κυβέρνηση εγώ. Δεν χειροκροτώ τίποτα, γιατί τίποτα δεν μου 'δωσε το δικαίωμα να το χειροκροτήσω. Ψέματα ήταν όλα.

Όλα, πλην των 1 και 4, από το δίχτυ.

το σιγουράκι τεσπά... (από Desperado, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified