Further tags

Ακριβώς μπροστά, ενώπιον, σε πρώτο πλάνο (τοπικό επίρρημα).

Η προέλευση της φράσης πιθανό να προέρχεται από το ποδόσφαιρο, και συγκεκριμένα την επίδειξη κάρτας σε παίκτη από το διαιτητή, η οποία οφείλει να γίνεται με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο.

  1. [...] με ενοχλεί η σελίδα του [...], που μου βγάζει φάτσα κάρτα τα εθνικά σύμβολα —σημαίες και μακεδονίες—, με τα οποία λόγω ιδεών δεν τα πάω και τόσο καλά... Αλλά ας κάνει ότι θέλει το παιδί. (από συζήτηση στη Βικιπαίδεια)

  2. Περίπτερο φάτσα κάρτα στην παραλία Ωρεών: Πολλές διαμαρτυρίες είχαμε από τους Ωρεούς για την εγκατάσταση του περιπτέρου [...] ακριβώς δίπλα από την προβλήτα και στο μέσον του δρόμου που το καλοκαίρι σφύζει από κίνηση. Οι κάτοικοι ισχυρίζονται ότι είναι αντιαισθητικό και δε βοηθά την τουριστική εικόνα της παραλίας. (από τον Σερβιτόρο της Εύβοιας)

  3. Συναγερμός έχει σημάνει στην Ρόδο μετά την ανακοίνωση ότι ανώριμος ιδιώτης άφησε ελεύθερο έναν πύθωνα μήκους 5 μέτρων σε δασική περιοχή του Ασκληπειού. [...] οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ανησυχούν πάρα πολύ για την σωματική τους ακεραιότητα, αλλά για καλό και για κακό ας είναι όλοι προσεκτικοί. Δεν είναι και λίγο να έρθεις φάτσα κάρτα με έναν πύθωνα στα καλά καθούμενα! (από το newsfilter.gr)

(από vikar, 29/05/09)

Φάτσα με φάτσα: φάτσα κάρτα, φάτσα μπάτσα, φάτσα παρτίδα, φάτσα φιγούρα, φάτσα φόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φακ γέα, χελ γέα

Άρτι ελληνοποιηθείσες αμερικλανιές, ανακράζονται σε διθυραμβικές στιγμές αυτοεπιβεβαίωσης, συχνά συνοδεία χορευτικών κινήσεων ή σπασμών του σώματος.

Εκ των fuck yeah και hell yeah.

Βλ. επίσης: Ὦ Γαῖα!

Σλανγκασίστ: Σούλτω. Αφιερούται με αγάπη στον Vikar.

1.
Φακ γέα μπίτσεζ, εμένα που με βλέπετε, τα 'χα με τη Βουγιούκλω

2.
αφου ο πρωθυπουργος εξηγγειλε ΔΩΡΕΑΝ WIFI (φακ γέα!!!!) λογικο ειναι μετα να εχει email ολος ο κοσμος.

3.
Σε άλλα νέα, επιστρέφει το Commander Mode (χελλ γέα!), θα υπάρχει Battle Recorder (επιτέλους) και ίσως να υπάρχει η δυνατότητα να παίζεις σαν γυναίκα στρατιώτης!

4.
Αγαπημένη Γαλλιδάρα θεά, λίγο ρετρό, λίγο παιχνιδιάρα, πεθαίνω, λιώνω, ασιατικής καταγωγής και με φακίδες (χελ γέα), λουλούδια στα μαλλιά σχεδόν πάντα και παριζιάνικες γειτονιές για φόντο.

Σόρρυ, κάτι σε Βαρουφάκη δεν βρήκα (ακόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Cabernet Sauvignon. Ποικιλία κόκκινου κρασιού που απαντάται στην greek ταβέρνα, ενίοτε αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.

Μενού
Αγιορείτικο 14 ευρώ
Σοβινιον Μπλαν 24 ευρώ
Καμπερνέ Αχαρνών 16 ευρώ
...
Ταβερνέ Σοβινιόν 5 ευρώ

..προφανής η επιλογή

(από Vrastaman, 28/02/11)(από Vrastaman, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αστειατόρικος τρόπος για να μεταφερθεί στα ελληνικά το Show Biz (< show business), αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του θεάματος (La società dello spetta-κωλο, που λέει κι ο Guy Debord) εστιάζεται στην σωστή βυζανάδειξη και στο πώς θα επιδειχθούν (show) με σωστό τρόπο οι βυζούμπες των συμμετεχουσών (και να φανούν, αλλά να μην το κάνουμε και τελειωμενάδικο). Ξέρετε τώρα, σε στυλ θα πηδηχτώ από το παράθυρο, να φανεί η ρώγα, αλλά και καλούα τυχαία.

Το παρόν εντάσσεται σε ευρύτερο σλανγκικό τρόπο αστεϊσμού επί των βύζων, πρβλ. γιουροβύζιον, γυροβύζιον, γυροβυζιόν, φο-βυζού, τελεβύζιον κ.ά.

  1. αυτές που είναι στην σόου βυζ (δείξε μας τον βύζο σου) γλυκαίνονται και όχι τα 6 κατοστάρικα δεν τους φτάνουν αλλά ούτε 2 χήνες το μήνα. (Εδώ).

  2. H γριά ντουντού της ελαφρολαϊκής ποπ έχει χάσει τον έλεγχο . Η σκούπα Hoover σε υπερλειτουργία ! Η κατάντια της ελληνικής σόου βυζ. Συμμετέχει η αντιαισθητική γριά λεσβία Πατρίτσια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκούπισμα, ως παράφραση της υποβρύχιας κολύμβησης, του scuba diving. Έτσι δίδεται στη συγκεκριμένη ενασχόληση μία πιο αθλητική και trendy χροιά.

- Εγώ, κυρία Σούλα, ασχολούμαι συστηματικά με το bird watching, το horse riding και το scuba diving.
- Και εγώ, αλλά μόνο με αυτό το τελευταίο που είπες, το σκούπα diving. Έχω σκουπίσει αυλές εγώω (χαρακτηριστική κυκλική κίνηση του χεριού).

Αντί να κάνεις χαρακτηριστική κίνηση, ίνοβέιτ. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτσος με δίπλωμα.

Μέχρι το 1950 που τα μπουρδέλα ήταν νόμιμα στην Ιταλία, ο τσάτσος έπρεπε να έχει δίπλωμα, πατέντε, από την αστυνομία, για να μπορεί να έχει νόμιμο το μπουρδέλο και φυσικά αφού οι μπάτσοι τον είχαν στο χέρι ήταν και καταδότης της αστυνομίας.

Ρε μαλάκα μη πεις τίποτα στον Πάνο για την διαδήλωση, γιατί αυτός είναι ρουφιάνος πατεντάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγλοσαξονικό μαν ήρθε κι έδεσε με την έως τα μπούνια ελληνική σλανγκοπροσφώνηση ρε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα νέας κοπής «δικέ μου», βαπτισμένο στα τρέντι νάματα της χιπχόπ.

  1. Πω ρε μαν υπαρχουν ακομα νεολαιοι που θα ψηφησουν ΠΑΣΟΚ & ΝΔ..Γελαει ο ντουνιας ζωαααα (τοιουιτάρισμα)

  2. Δημαρχάρα, θεός ρε μαν! Τι κι αν είχε μπλε, κόκκινους, κίτρινους κάδους! Ο Δήμος Πύργου έχει ένα απορριμματοφόρο για όλα τα είδη κάδων! (εδώ)

  3. Σουλεϊμάν σου λέω ρε Μαν! Σουλεϊμάν….
    (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified