Further tags

Ποντιακή έκφραση υπερηφάνειας για την καταγωγή του λέγοντος. Δηλαδή: Ας είμαι Πόντιος κι ας έχω ένα μόνο μάτι!

Υφίσταται όμως και βορειοελλαδικό τοπικιστικό αντίδοτο, δεδομένης της πρόσφατης αναζωπύρωσης του ρατσισμού κατά των πολύπαθων Ποντίων, προϊούσης της απέχθειας στο πρόσωπο γνωστού νομάρχη-ζορό: «Στη Μακεδονία του παλιού καιρού, τότε που οι Πόντιοι ήτανε αλλού»...

Άρα, το καλό το σαλιγκάρι, ξέρει κι άλλο μονομάτη.

- Ντο εφτάς τεμέτερον (τί κάνεις πατριώτη);
- Πααίνω ες το πανοΰρ ες το κέντρον «Κόρτσοπον», άμον ντο θέλετε, να έρθετεν με τα παιδία σας! Τρανόν μουχαμπέτ’! (Πάω στο πανηγύρι στο κέντρο «Κορίτσι», άμα το θέλετε, να έλθετε με τα παιδιά σας! Μεγάλο γλέντι-μάζωξη!)
- Ζαντός κι είμαι! Θαν έρθομ’! Πόντιος και μόνα ματ’! (Χαζός είμαι; Θα έλθουμε! Πόντιος και μ’ ένα μάτι!)

ντε φτας; (από BuBis, 03/09/09)(από Stravon, 03/09/09)έκλεισα ως πόντιος... (από MXΣ, 09/10/11)(από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωτευουσιάνοι και οι οικολόγοι τις αποκαλούν μέδουσες (τρε μπανάλ)!!! Οι νησιώτες έχουμε γι’ αυτές κοντά στα τριάντα διαφορετικά ονόματα. Αλλά αυτές που τσιμπούν, τις ονομάζουμε τσούχτρες, δηλαδή που τσούζει (πονάει) το τσίμπημα τους. Συνήθως οι τσούχτρες είναι ροζ ή μωβ (άντε τώρα να μην γίνει σλανγκ!). Το τσιμπηματάκι τους δεν είναι θανατηφόρο, αλλά σε τσουρουφλίζει για αρκετή ώρα.

Τσούχτρα στην καθομιλουμένη λοιπόν, πέραν της μέδουσας, μπορεί να ονομαστεί η πεθερά, οι και κάποιες φίλες της γυναίκας μας. Ποια η διαφορά της τσούχτρας από την κομαντατούρ; Απλό απαντάει ο ποιητής. Το τσούξιμο!!! Η κομαντατούρ πεθερά ή φίλη, σου δηλώνει την πολεμική ατμόσφαιρα και παίζει fair play (σε δίνει στεγνά). Η τσούχτρα πεθερά ή φίλη, ηδονίζεται στην ιδέα του εκφοβισμού, με αποτέλεσμα τα συνεχή μικρά τσιμπήματα. Τα τσιμπήματα αυτά είναι υπονοούμενα τα οποία εκτοξεύονται πάντα τις χειρότερες στιγμές, και έχουν να κάνουν με κάτι (αμαρτία, μπαγαποντιά) που έχει υπεισέλθει εις τη γνώση της τσούχτρας, και όχι της γυναίκας μας. Η τσούχτρα προτιμάει από το να τα πει στη γυναίκα μας, να τα κρατήσει για αυτήν (μας κάνει και χάρη), και να μας συνετίσει υπό την απειλή της αποκάλυψης, να μην ξαναπέσουμε στα ολέθρια ατοπήματα.

-(Ελένη τσούχτρα φίλη) Νικολάκη, καλές οι παραλίες της Σάμου;
-Καλές, αλλά κρύα τα νερά...
-Ε, άλλο Βουλιαγμένη, και άλλο Αιγαίο (υπονοούμενο, διότι η συγκεκριμένη με είχε πάρει μάτι να συζητώ με μία βίκινγκ για το σουηδικό μοντέλο στην πλαζ της βουλιαγμένης)!!!
-(Συμβία) Τί ακαταλαβίστικα μιλάτε εσείς;
-Τίποτα αγάπη μου, έλεγα της Ελενίτσας μας, ότι στις διακοπές μας στη Σάμο, μία μέρα είχε κάτι τσούχτρες να!!!
....................................................................
-Τελικά τί έγινε με την Ελένη; Είχαμε διαρροές;
-Όχι, αλλά φαίνεται να το απολαμβάνει η τσούχτρα. Όλο υπονοούμενα πετάει. Και να είχα κάνει και τίποτα. Το μενού έβλεπα από κοντά. Δεν χάλασα την δίαιτα!
-Φάνηκε από το βλέμμα της μόλις, μας είδε. Ένα χαμόγελο φαρμακερό!!! Καλά ξεμπερδέματα....

(από GATZMAN, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

....όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. (H συνέχεια της φράσης, διότι δεν θα ήταν λήμμα αυτό, θα ήταν έπος).

Σλανγκιά (;) αγρότη νίντζα, που θυμίζει βουκολικό δράμα. Την παραπάνω φράση τσάκωσε μορφή της πιάτσας (σε πλατεία χωριού), και την διέδωσε σε όλο το νησί (το νησί της μαστίχας), εν είδει ιστορίας. Και βεβαίως έμεινε ως έκφραση (συνήθως το κομμάτι που είναι στο λήμμα), που χαρακτηρίζει την ακατάσχετη σεξουαλική ορμή, παρούσα σε όλα τα νεοερωτευμένα και πεινασμένα για σεξ ζευγάρια. Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση του ΑΕΠ.

  1. -Ακούς κόρη μου, τι έπαθε η Υπατία;
    -Ήντα 'παθε μαρή.
    -Η κόρη της τα ταίριαξενε με το γιο του Παναή.
    -Μια χαρά παιδί εν είναι;
    -Είναι, αλλά τώρα είναι κι οι εγιές. Και ο Γιος του Παναή, την είχενε και τηνε εδιασκέδαζενε όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. Και η καμμένη η Υπατία εν εμπορούσε μόνη της να φέρει βόλτα τα πανέρια.

  2. -Ο Μάκης την παράτησε τη Ρούλα.
    -Τι μου λες; Συνταρακτικά νέα. Την είχενε και τήνε διασκέδαζενε και τώρα την παράτησε ο μαλάκας; Άντε να βρει άλλη που να τον αντέχει ο μαλάκας!!!

(από electron, 07/09/09)(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική έκφραση από την Ήπειρο. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει δυο άτομα αρσενικού γένους με τα εξής χαρακτηριστικά: είναι αδαείς, ατσούμπαλοι και ατζαμήδες. Οι πράξεις τους είναι εκτός τόπου και χρόνου και οι χειρισμοί τους ακυρώνουν οποιαδήποτε πιθανότητα είχαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Ενδιαφέρουσα η δυναμική που αναπτύσσεται όταν, όχι ένας, αλλά δυο ατζαμήδες συγχρόνως αφήνουν τις δεξιότητές τους ελεύθερες να αναπτυχθούν, με απρόβλεπτες συνέπειες επί δικαίων και αδίκων.

Η έκφραση είναι σχεδόν αποκλειστικά δηλωτική της κινήσεως ή της αφίξεως. Η ετυμολογία της άγνωστη, προφανής όμως η εθνική προέλευση των ηρώων της, Yusouf και Jamal. Συνειρμικά οι δυο τους παραπέμπουν στον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ ή ακόμα στον τέντζερη και το καπάκι του.

Το «Τζ» του Τζαμαλή ασφαλώς δασύ, ηπειρώτικο.

  1. Ξεκινήσανε οι δυο τους Κυριακάτικα, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή, να πάνε στην Εφορία να καταθέσουν τη Δήλωση.

  2. Τι μου 'ρθατε πρωινιάτικα επίσκεψη, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή; Δεν βλέπετε που 'χω δουλειά;

(από nord, 09/09/09)(από nord, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποια ορεινά χωριά είτε λόγω φτώχειας είτε λόγω έλλειψης κεντρικής θέρμανσης, παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Οι γυναίκες για να ζεσταθούν προσαρμόζουν ένα μαγκάλι ανάμεσα από τα πόδια τους, το οποίο και σκεπάζουν με την ποδιά τους. Ο χώρος φυσικά δεν ζεσταίνεται, θερμαίνεται όμως κάτι άλλο...

Ο σύζυγος το βράδυ:
- Ωι!!! τι ζεστή που είναι η μουνάρα σου, καψομούνα μου!!!

(από Stravon, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κεφάλι-μυαλό κάποιου. Συνώνυμο και με την γκλάβα.

Άκου να δεις τι κατέβασε η κούτρα του.

Ο τραγουδιστής Γιάννης Κούτρας (από allivegp, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λίμνη των Ιωαννίνων Παμβώτιδα, υπήρχε ένα σημείο, λίγο μακρύτερα από τα ταβλοκαφενεία, που το λέγανε «το δώδεκα». Ο μύθος επισημαίνει ότι επειδή ήταν το βαθύτερο, (δώδεκα μέτρα έως το βυθό) εκεί ρίχνονταν όσοι ξέφευγαν από το Ψυχιατρείο, που τότε ήταν παραλίμνιο και ακόμη όσοι απελπισμένοι αποφάσιζαν να κόψουνε την άλυσο αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο για πάντα.

Εκτός του ότι οι λίμνες είναι φορτισμένες αιώνες τώρα με θρύλους για τέρατα, για απόκοσμες υπάρξεις, για στυγερές δολοφονίες αθώων, πλην εκπάγλου καλλονής νεανίδων που ανατάρασσαν τα πάθη, για παλικάρια που χάνονται στα νερά τους αναζητώντας την άπιαστη θηλύτητα, το μέρος εκείνο ανέδυε και κάτι από τη μοιραία και σκοτεινή γοητεία της εθελουσίας εξόδου στο Επέκεινα.

- Ρε συ, θυμάσαι τον Παντέλα;
- Ποιόν ρε, εκείνον που χρωστάει σ’ όσους μιλάνε Ελληνικά;
- Α γειά σου.
- Εκείνον που τ’ ανοίξανε το μαγαζί και τα σήκωσαν όλα τις προάλλες;
- Ετς.
- Ε…
- Τον παράτησε η γυναίκα του και του άφησε και τα τρία τους παιδιά.
- Ώι-ντάαα… είναι κατευθείαν για το δώδεκα ο τζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη εκδοχή του πολυαγαπημένου βορειοελλαδίτικου κλάιν μάιν.

Κλάιν μάιν ον δε λάιν.

(Αποτελεί πρόταση με ολοκληρωμένο νόημα, σπάνια χρησιμοποιείται μέσα σε άλλη πρόταση και «στέκεται» μόνη της σαν έκφραση).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified