Βλέπε μουνί της λάσπης.

Χρησιμοποιείται από παρμένους ακαδημαϊκού επιπέδου.

Το αρχίδι, το μουνόπανο, ο γλοιώδης, ο τρικάριολος καρακαριώλης, ο που δεν τον πιάνεις στο στόμα σου γιατί πρέπει να το πλένεις τρεις μέρες.

Μου χρωστάει έξι μηνιάτικα και ποιεί την νήσσα, το αιδοίο του έλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο tas: λεκάνη, κύπελλο, δοχείο μας προέκυψε το τάσι και το υποκοριστικό του τασάκι που χρησιμοποιείται για το σταχτοδοχείο.

Σε καφέ και καφετέριες την αγγαρεία του να αλλάζεις κάθε μια και δυο (άντε κάθε τρεις και λίγο) τα γεμάτα από στάχτες κι αποτσίγαρα τασάκια με άδεια, ενίοτε πλυμένα κι όχι απλώς αδειασμένα, συνήθως εκτελούν γκαρσονάκια που ουδείς θεωρεί πως είναι κάτι σπέσιαλ στην εργατική πυραμίδα ως προς τις ικανότητες και τη συνεισφορά, αν μη τι άλλο ως προς την συγκεκριμένη αγγαρεία.

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις συνδικαλιστικών φορέων και της κάστας των μπάτλερ, ατράνταχτη απόδειξη αποτελεί η απουσία αντίστοιχου μεταπτυχιακού.

Εξού και οι μειωτικές για κάποιον εκφράσεις «τον έχω για να αλλάζει τα τασάκια», «κάνει μόνο για να αλλάζει τασάκια» κι όλες οι παρεμφερείς.

Όλες; Μια αστική ελάφρυνση στην προφορά του –σ- (σίγμα) κι ένα μόνο –ι- (γιώτα) στην ουρά χωρίζουν το τούρκικο taşak: όρχις, αρχίδι από το τασάκι: σταχτοδοχείο.

Αν λοιπόν αντί του «αλλάζω», ακούσετε «αδειάζω» στην χρήση της έκφρασης, αναρωτηθείτε μήπως πρόκειται για λογοπαίγνιο κάποιου γνωρίζοντα.

Αν ναι και στην ομήγυρη υπάρχουν και έτερος, οι πιθανότητες αυξάνουν. Αν η σκούφια τους κρατά από Θεσσαλία και πάνω, ακόμη περισσότερο.

Αν η έκφραση εκστομίστηκε με προσωπική αντωνυμία στο α’ πληθυντικό και άρθρο, μιλάμε σχεδόν για βεβαιότητα.

Αν δε, αφορά εσάς παρόντα και συνοδεύεται από έστω διακριτικότατη θωπεία του καβάλου του λαλήσαντα, ναι ήρθε η ώρα, αφενός αν σας παίρνει, και αφετέρου αν σας χαλά, να προσβληθείτε σφόδρα και να πράξετε τα δέοντα.

1ο

Η επικράτηση του ΟΧΙ είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά αλλά αυτό είναι μεγάλο πλήγμα για τη χώρα, αφενός επειδή ο Αντώνης Σαμαράς ήταν η εγγύηση πως η Νέα Δημοκρατία θα πάει στο 3% και αφετέρου επειδή θα ήταν πολύ χρήσιμος στην εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης γιατί χρειάζεται κάποιος για να φέρνει τους καφέδες και να αλλάζει τα τασάκια.

2ο

Επίσης, αυτό το κράτος-μπαμπάς μπορεί επιτέλους να αναλάβει και τη ριζοσπαστική πρωτοβουλία να μας αδειάζει τα τασάκια ή να μας χτυπάει απαλά την πλάτη να ρευτούμε πριν κοιμηθούμε. Μόνο αστυνομικούς μη στείλει γι' αυτή τη δουλειά. Έχουν τη φήμη πως έχουν βαρύ χέρι.

(Όλα απ’ το δίχτυ*)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έκφραση υστερίας και απόγνωσης, ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ νέων, φοιτητών, υποψήφιων διδακτόρων, ελευθέρων επαγγελματιών και νιόπαντρων.

Ξεπροβάλλει αυθόρμητα στα χείλη μετά από στιγμές έντονης πίεσης και απογοήτευσης, όταν έχει γαμηθεί η κατάσταση, η γυναίκα σου (με άλλον), η δουλειά σου και γενικώς τα πάντα. Έτσι το μόνο που δεν έχει γαμηθεί είναι το τίποτα, συνεπώς δια της άτοπου, γαμιούνται τα πάντα.

Σημαντικό είναι ότι τα πάντα δεν γαμιούνται πάντα, αλλά ορισμένες μόνο φορές, εξ ου και η έκφραση: «Είναι φορές που γαμιούνται τα πάντα».

  1. Έκφραση θαυμασμού μετά από παρατήρηση ωρών εκπαιδευτικής τηλεόρασης για την αναπαραγωγή των ασπρόμαυρών αιλουροπόδων άρκτων (οικογένεια Ursidae, γένος Ailuropoda, είδος Melanoleuca).
  1. -Τι λέει ρε Αλέκο;
    - Άσε ρε φίλε... Η γυναίκα με παράτησε, το φορτίο ακόμα να εκτελωνιστεί, δεν έχω φράγκο και η Ηρακλάρα χάνει στην έδρα μας από τον Κιλκισιακό! Άσε σου λέω, γαμιούνται τα πάντα.

  2. (Στο ζωολογικό κήπο):
    Γιαννάκης: Μαμά, μαμά!
    Μαμά: Τι 'ναι παιδί μου;
    Γ.: Κοίτα;
    Μ.: Πού;
    Γ.: Να εκεί! Γαμιούνται τα πάντα!»

(από Khan, 03/02/10)Η αισιόδοξη σκέψη της ημέρας: Αν όλα τα προηγούμενα χρόνια "γαμιούνταν τα πάντα", κάποια στιγμή θα γεννήσουν κιόλας. (από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται αντί για το «γαμώ το σταυρό μου». Γενικά εμείς οι Έλληνες έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία να μπινελικώνουμε με τα Θεία, αλλά μερικές φορές για να μην πάμε στην κόλαση χρησιμοποιούμε παρεμφερείς φράσεις όπως:
Γαμώ το σταυρίδη μου (αντί για γαμώ τον σταυρό μου)
Γαμώ την πανακόλα/παναχαϊκή μου (αντί για γαμώ την παναγία μου)
Γαμώ τον χριστόφορό μου (αντί για το γαμώ τον χριστό μου, αν και μερικοί το χρησιμοποιούνε αντί για το γαμώ τους Αμερικάνους τους καριόληδες).

Φέρε το γαμοκατσάβιδο, γαμώ τον σταυρίδη μου ρε Τάσο.

You talking to me? (από Vrastaman, 30/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικαθιστά με λολοπαιγνιώδη διάθεση, το χύδην εκφερόμενο γαμήσου, πχ στα:
σάλτα και γαμήσου
γαμήσου παραπέρα
άι γαμήσου
άντε και γαμήσου
Χριστίνα Γαλάνη-Άντε γραμμήσου Η Χριστίνα τραγουδάει Ρωμανό (Μελωδό?)

  1. "Σεξοχωτάτη", τραγουδάρα απ' τον δίσκο "ΑΝΤΕ ΓΡΑΜΜΗΣΟΥ".

  2. άντε γραμμήσου ρε χοντρέ "@failosK μετά τον Μελιγαλά ήρθε ο Γράμμος" (εδώ)

  3. -Αυτο το "Δεν ήθελα να σε πληγώσω" που δεν πήρε ποτε πίσω την απάντηση που του άξιζε ... βρε τράβα κ γραμμήσου
    -Προτιμω το σαλτα (εδώ)

  4. όλο ακούω πως η κυβέρνηση θα τραβήξει μια κόκκινη γραμμή ... για την ώρα αντε γραμμηθειτε και οι 300 (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του γυναικωτού, μαλθακού, μυγιάγγιχτου, φοβιτσιάρη και γενικώς υποτιμημένο!!!

- Με πήρε τηλέφωνο και τελευταία στιγμή με ακύρωσε...
- Αφού είναι γυναικοθαλής μωρέ...

Τι να τον πάρουμε μαζί μας τον γυναικοθαλή ρε... Ούτε πίνει, ούτε καπνίζει, δεν τα μπορεί αυτά, είναι μη μου άπτου το παιδί!!!

Κοίτα τον γυναικοθαλή, ντρέπεται να πει ότι είναι άντρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

δημαρχέσα, δημαρχέσος

Κακεντρεχές λολοπαίγνιο που μπορεί να σημαίνει:

  • Γυναίκα δήμαρχος (δημαρχέσα),
  • Άνδρας δήμαρχος (δημαρχέσος)
  • Γκέη δήμαρχος (δημαρχέσα, δημαρχέσος),
  • Σύζυγος δημάρχου (δημαρχέσα).

    Εκ του δήμαρχος και τού χέσε μέσα. Ενίοτε γράφεται και με δύο σ.

Σλανγκασίστ: Δων Μήτσος.

1. Ονειρεύεται να γίνει δημαρχέσσα η Τζάκρη!

2. Δε το ξέρω το παλικάρι, κατεβαίνει για Δημαρχέσος;

3. Πω πω, μην με σκας κούκλα μου, που λέγε και η λατρεμένη δημαρχέσα ο Ψινάκης!

3. Η Πατούλαινα δημαρχέσα από τον πρώτο γύρο. Η απόδειξη ότι ο αίλλυνας στηρίζει τη διαφορετικότητα.

4. ποιος ακαρδος χωρισε στη γεννα τη δημαρχέσσα αμαρουσιου και τη ντονατελα βερσατσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της λέξης κανίβαλος.

Η λέξη λέγεται για κάποιους αγενείς, χωρίς τρόπους και φέρεσθαι, οι οποίοι έχουν θράσος περισσό, και συναντώνται σε όλες τις ηλικίες και κοινωνικά στρώματα.

Μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, και κατά κανόνα κινούνται με ιδιοτέλεια προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς αιδώ.

Γενικά είναι ο συμφεροντολόγος, ο παρτάκιας, μπορεί να περιμένεις να παρκάρεις και θα κοιτάξει να χωθεί θρασύτατα να σου κλέψει τη θέση, εάν μπορεί να εξαπατήσει οποιονδήποτε για να κερδίσει οτιδήποτε, στη τελική είναι το άτομο χωρίς αξιοπρέπεια.

- Καλώς τον Ριρή τον καρνίβαλο, τι κάνεις, η οικογένεια καλά;
- Γεια σας, καλά εσείς; Θα μου βάλετε ένα μπολ παγωτό με μπόλικο σιρόπι σοκολάτα, και εάν μπορείτε φτιάχτε μας μια ομελέτα σαν αυτή που μας φτιάξατε εχθές... ήταν πολύ ωραία!!

το ολοκαύτωμα των καρνιβάλων (από Vrastaman, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται:

  • από άτομα πολύ μικρής ηλικίας, που δυσκολεύονται στην άρθρωση, και λόγω της συχνότητα που το ακούν σε ταινίες, τους έρχεται καλύτερα από το μαδερφάκερ (το οποίο και μάλλον δεν ξέρουν τι σημαίνει).
  • από αντιαμερικανούς ή ελληνάρες, που γελοιοποιούν με αυτόν τον τρόπο τα αμερικανάκια, και τους συν αυτώ
  • από άτομα που γλωσσεύουν την μπέρδα τους

    Η λέξη αποτελεί λογοπαίγνιο και βασίζεται στην παγκοσμίως, μέσω Χόλιγουντ, διαδεδομένης αμερικανικής βρισιάς, του «motherfucker». Που κυριολεκτικά αναφέρεται στον αιμομίκτη μητρογάμη.

  1. - Έλα ετοιμάσου Μιχάλη. Ήρθε η μάνα σου να σε πάρει.
    - Οκέιιιι μάδερφάδερ. Τα λέμε αύριο σχολείο.

  2. - Άκου τι συνέβη το πρωί. Εμφανίζεται ένας μαδερφάδερ τουρίστας και μου λέει ότι τον έκλεψα, γιατί βρήκε λέει το γάλα ένα ευρώ πιο ακριβό από το σούπερ μάρκετ.
    - Είχε και λίγο δίκιο, όμως. Ενα ευρώ ρε αγύρτη κι εσύ. - Κάτσε ρε μαλάκα, μπακάλικο είμαι, όχι ο Βερόπουλος.

  3. - (Mπράβος:) Τι γίνεται αφεντικό, όλα καλά; - Καλά, αλλά σήμερα σε θέλω λίγο πιο συγκρατημένο. Περιμένουμε ένα τσούρμο Αμερικάνους φοιτητές. Μην αρχίσεις πάλι να τους χαλάς τις μάπες, σε θέλω χαλαρό. Την προηγούμενη φορά μου στοίχισε 300 ευρώ ο δικηγόρος για το αυτόφωρο.
    - Δεν φταίω εγώ ρε αφεντικό. Αυτοί πίνουν και μ' αρχίζουν στα μαδερφάδερ, κι εγώ δεν μπορώ να μου λένε για τη μάνα μου. Αμα αρχίσουν πάλι, δεν ξέρω τι θα κάνω...
    - Μπιούτιφουλ, σε παρακαλώ. Θες να πλακώσει ο ράμπο να σε κάνει κεφτεδάκια ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified