Selected tags

Further tags

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία, λέει εδώ, ή το φλερτ, λέει εδώ, λέξη που διασώζεται στα κερκυραίικα.

O Σάραντ στο βιβλίο του Λέξεις που χάνονται το έχει και ως γάρμπος και εννοεί την χάρη, την κομψότητα κλπ.

Από την λέξη παίζει και η έκφραση «αλλού τα γάρμπα», δηλ. αλλού τα κόλπα, οι γαλιφιές, τα κωλογλειψίματα, οι χαριτωμενιές, η προσπάθεια δηλαδή να μου κάνεις τα ωραία μάτια και να με πείσεις, ασ' τα τζούφια, σεταμάς κλπ.

  1. Πελασγός είπε
    Βέβαια δεν κατάλαβα τίποτα σχεδόν από το τραγούδι , αλλά είναι υπέροχο να σου χαιδεύει τα αυτιά αυτή η μουσική.Μήπως ξέρεις τι θα πεί “Το Γάρμπο”;
    ΜΑΡΙΑ είπε
    Τό καμάκι!!!
    Κομψά τό φλέρτ……..

(από το νέτι)

  1. Σα βουρλίτας ξυπνώ και βραδυές ξαγρυπνώ. Σα σονάμπουλα γυρνώ
    και πληρώνω ακριβά αυτό το γάρμπο μ’ αυτή τη . . . Γκρέτα Γκάρμπο.

(από το νέτι)

  1. κερκυραϊκό τραγούδι: «Το Γάρμπο» ή Το τραγούδι των Πινιατόρων« (βλ. στίχους εδώκαι μουσική εδώ.

  2. Οι δύσπιστοι Πηλιορείτες, αυτοί που δε σε κοιτάνε στα μάτια μα στις μύτες των παπουτσιών, δε γελαστήκανε! «Ήθελε ο θεομπαίχτης να μας κοροϊδέψει. Αλλού τα γάρμπα

Βάρναλης, για τα Αθεϊκά του Βόλου, από το Ο Άγνωστος Βάρναλης, του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός (έχει βάλει και το χεράκι του ο Σάραντ σε αυτή την πολύ καλή δουλειά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται σε άτομα νεαρότερης ηλικίας που θεωρούν ότι μεγάλωσαν και προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να εκμεταλλευτούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Είμαι 30 χρόνια μάστορας και θέλει να μου φάει και το μεροκάματο το μαλακισμένο. Τα παιδιά που γαμούσαμε μας ζητάνε κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ μεγάλη ευκαιρία. Λαυράκι. Ευκαιρία ή προσφορά από αυτές που σπάνια συναντάς μπροστά σου και καλά θα κάνεις να την αρπάξεις από τα μαλλιά πριν τη χάσεις και δεν την ξαναδείς. Τake it or leave it.

- Kαι; Είναι καλό το γκομενάκι που θες να μου γνωρίσεις;
- One-off, σου λέω

Σχετικά: μπρισίμι, μπίνγκο!, κελεπούρι, φιλέτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.

- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός ο οποίος αρμόζει σε άτομο, συνήθως υπέρβαρο, που του αρέσει να τρώει χωρίς κανένα ενδοιασμό και να προκαλεί με τους χυδαίους τρόπους του. Συνήθως αφήνει το σώμα του ελεύθερο να πέσει στο πάτωμα, μαζί με τις τροφές που κουβαλάει, και να ουρλιάζει σα μικρό τρελό γουρουνάκι.

- Ρε συ Μήτσο μην τρως όλες τις σοκολάτες. Έχεις λερώσει τον τόπο!
- Άσε μας ρεε!
- Τι σκατόγουρνο που είσαι!

(από chrismegas, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική παράφραση του αρχαίου ελληνικού ρητού «ο νοών νοείτω».

Χρησιμοποιείται κυρίως από ανθρώπους που ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίλλες:

  1. Έχουν πάρει Δ' σε κάποια καρτέλα του δημοτικού σχολείου που «φοίτεψαν».

  2. Δεν εφοιτέπσανε ποτέ, είναι από χωριό και ολυμπιακοί.

  3. Έχουν διαγωνιστεί σε κάποια από τις εκπομπές της Αννίτας και έχουνε κερδίσει κιόλα

  4. Έχουν μια δόση «χούμορ» η οποία ποτέ δεν είναι επαρκής για να πείσει (και πολλές φορές καταλήγει να παρεξηγείται από γκόμενα που με ξινισμένη μούρη τους απαντάει «....ΝΟΕΙΤΩ....» - σιγά μωρή χλαμούτσα, είχες και στο χωριό σου νοείτω;;;)

  5. Ανήκουν στην κατηγορία λατέρνατιβ.

- Σαμαράς, Παπανδρέου, Παπαδήμος, Βενιζέλας... όλοι οι μασονοεβραίοι μας κυβερνάνε ρε... τα 'χουνε κάνει πλακάκια με τους αμερικάνους... παίζονται συμφέροντα και θέλουνε να μας αφανίσουνε το έθνος μας ναούμε... και ξέρεις γιατί...
- Ο νοών εννοείτω αδερφέ... ΧΡΥΣΟΙ ΑΒΓΟΙ να ξεβρωμίσει ο τόπος από δαύτους τους αλλουμινάτοι.
- Αυτό ξαναπές το!
- Ο νοών εννοείτω αδερφέ... ΧΡΥΣΟΙ ΑΒΓΟΙ να ξεβρωμίσει ο τόπος από δάυτους τους αλλουμινάτοι!
- Αυτό ξαναπές το!!!
- Το κούρασες..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή μαθηματικής έννοιας που όλοι μας ακούσαμε - έστω και από σπόντα - στα σχολικά μας χρόνια. Είναι φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανύποπτο χρόνο και να προσφέρει στιγμιαίο γέλωτα (ακόμα και σε γκόμενα - τεσταρισμένο).

Ωστόσο, δεν ανήκει στην κατηγορία «Φατσέας», δηλαδή δεν πρόκειται να την ακούσεις από έναν αγράμματο / παντελώς αμόρφωτο χωριάτη επειδή την έχει μάθει λάθος από μικρός, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι τόσο γυφταίος, τόσο υπάνθρωπος και νεάτερνταλ, που αποκλείεται να βρέθηκε ποτέ σε σχολική αίθουσα για να την ακούσει.

Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί λεκτικά μετά το «θα σε γανώσω», για να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνει ακριβώς.

- Θα σε γαμήσω ρε... Θα σε γαμήσω εντός εκτός και επί τα αυτιά ρε..
- Κλαν μάι πουτς ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι πολύ έμπιστος και γενικά δεν κάνει απατεωνιές κλπ.

Συνώνυμο: μπεσαλής.

- Άσε έδωσα στον Γιάννη 180 ευρώ πριν δύο μήνες και ακόμα να μου τα επιστρέψει!
- Μην αγχώνεσαι, είμαι σιγουρος πως μόλις τα βρει θα σ'τα δώσει, ο Γιάννης είναι αγγλική λίρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified