Selected tags

Further tags

Προσδιορισμός μεγάλου μεγέθους (καθότι τα βουλγαρικα θυμιατήρια είναι τεράστια σε μέγεθος). Αναφέρεται συνήθως σε κώλους.

- Άμα έρθω εκεί θα σου κάνω τον κώλο βουλγάρικο θυμιατήρι, ρε τρόμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να τονιστεί η άσχημη κατάσταση ενός τόπου (από άποψη βρομιάς και ακαταστασίας). Προέρχεται από το γνωστό ιστορικό μέρος.

- Μαράκι, έρχομαι να δω τι έκανες στην κουζίνα.
- Τίποτα ρε μαμά! Τι περίμενες να κάνω έτσι όπως το άφησαν οι μπίχλες πριν; Το χάλι της Γραβιάς είχε καταντήσει! Να τους φωνάξω να τα γλείψουνε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούλαρε, χαλάρωσε, ηρέμησε.

- Ρε φίλε, μην ανησυχείς για την γκόμενα, άραξε στην πέτσα σου και θα γυρίσει.

Βλέπε και άραξε την πέτσα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάθομαι ήρεμος, δεν έχω ησυχία.

- Πώπωω, ζαλίζομαι και τα πόδια μου με έχουν πεθάνει...
- Ε βέβαια, αφού δεν έβαλες κώλο κάτω! Όλο το βράδυ χόρευες βρε Ιωάννα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαμβάνω κάποιον (το ρήμα δένω υπονοεί το δέσιμο με χειροπέδες). Συνήθως το ρήμα συναντάται στον λόγο μόνο με το αντικείμενό του (π.χ. τον έδεσαν) και με εννοούμενο υποκείμενο (συντακτικά και όχι μόνο μιλώντας) το οι μπάτσοι.

- Βρε μαλάκα, κρύψε καλά το μαύρο μη μας δέσουνε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατορθώματα, θαύματα, απίστευτα.

- Πήραμε ένα καινούργιο παιδί στο γκρουπάκι, μεγάλο ταλέντο, τί να σου πω... παπάδες παίζει!!

Βλ. και παπάς, παίζω παπάδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς να το καταλαβάινει, λες στον άλλο ότι είναι για το πέος / πούτσο.

Ο «Αχιλλέας» βγαίνει από το ονοματεπώνυμο ενός παλιού πρόεδρου του πανιωνίου, τον Αχιλλέα Μπέο... Οπότε... Αχιλλέας Μπέος > Πέος > Πούτσος

- Ρε συ, τι λάθος έκανες πάλι... Είσαι για τον Αχιλλέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαφλατάς και μεγαλόστομος.

(πομφόλυγα = φούσκα)

-Ήλθε και αυτός ο πομφολυγοπαφλάζων, με ύφος δεκαπέντε καρδιναλλίων, και μας τα έπρηξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση που είναι λίγο «ύποπτη», δεν είναι φυσιολογική.

- Ρε μαλάκα, έχεις κάτι;
- Όχι, γιατί ρωτάς;
- Δεν ξέρω, είσαι κάπως σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified