Selected tags

Further tags

Έκφραση πλήρους αδιαφορίας για άτομο ή κατάσταση. Εμφανίζεται στο λόγο μαζί με το ρήμα γράφωη ή και αυτόνομα με το ρήμα να υπονοείται. Σχηματίστηκε κατ' επίταση φράσεων όπως στην πούτσα μου/στον πούτσο μου (σε γράφω) κτλ. Η λέξη καραπουτσακλάρα που χαρακτηρίζει την εν λόγω φράση είναι σύνθετη. Τα συστατικά της είναι τα εξής: Α) το τουρκικό -Kara=μαύρος, το οποίο οποίο χρησιμοποιείται ως πρόθυμα είτε σε λέξεις με αρνητικό-υβριστικό χαρακτήρα (πχ καραπουτανάρα), είτε ως απλό δηλωτικό του χρώματος (πχ καραγκιόζης=μαυρομάτης). Ακόμη, αποτελεί σύνηθες πρόθυμα επωνύμων (πχ. Καραναστάσης). Β) τη λέξη πούτσα=λαικά το ανδρικό γεννητικό όργανο(αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανώς από το σλαβικό butsa). Γ) τη λέξη κλάρα=το μεγάλο κλαδί, η οποία χρησιμοποιείται συνεκδοχικά και κατ' επίταση (του μεγέθους) για το ανδρικό γεννητικό όργανο λόγω της εξωτερικής ομοιότητας των χαρακτηριστικών (μάκρος, διάμετρος).

-Χέστηκα για το τι έχεις να μου πεις μωρή καργιόλα. Η παραμύθα τέλος. Όσο για το τι θα κάνεις από 'δω και πέρα, όυτε που με νοιάζει. Στην καραπουτσακλάρα μου!
-Λέγε εσύ, λέγε.. στην καραπουτσακλάρα μου σε γράφω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός που σημαίνει μπορώ / δεν μπορώ να κάνω κάτι. Η έννοια βεβαίως είναι: το (πχ) χέρι μου υπακούει / δεν υπακούει στις εντολές μου, αναλόγως των δυνατοτήτων του.

Αναρτηθέν στο δουπού υπό Mafie (καλή της ώρα).

Εμείς σαν παιδιά γελούσαμε, όταν ακούγαμε ορισμένες κρητικές κουβέντες όπως το άλογο να το λένε «μπεγίρι» ή όταν ήθελαν να πουν «δεν μπορείς» λέγανε «δε σ' ακούει». Και γελούσαν και τα Κρητικόπουλα μαζί μας. Αλλού όμως κάποιοι επιτήδειοι «φώτιαζαν» τους ντόπιους, ότι αν δεν έρχονταν οι σκυλοπρόσφυγες, τις περιουσίες των Τούρκων που έφυγαν θα τις μοιράζονταν οι ντόπιοι, πράγμα που δεν ήταν αληθινό, γιατί δεν θα είχε γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτή η αντίθεση δημιούργησε άσχημες καταστάσεις, που, φυσικά, με τον καιρό ξεπεράστηκαν.

Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αντίσταση - Εμφύλιος - Προσφυγιά». Εκδ. Πολύτυπο, 2002.

[...] μανίζει με τα χέρια ντου, και το σπαθίν του ψέγει,
θωρώντας τσι λαβωματιές να γδικιωθή γυρεύγει΄
λέει: Θωρώ δεν έχω μπλιό ουδέ σπαθί ουδέ χέρα,
μα όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα,
απείτις κι ένας Κρητικός τόσ' ώρα με μαλώνει,
κι η χέρα μου πιβούλεψε και δεν τόνε σκοτώνει.

Β. Κορνάρου Ερωτόκριτος, Β 1127-1132.

Καβαλλάω το ΚΑΤΑΝΑ και φεύγω...Με το ένα χέρι κρατάω αυτά που θένε να βγουν έξω...Κυττάω πίσω και βλέπω [...] τους άλλους να βγαίνουν απ' το μαγαζί...Ένας τους σταματάει και μου ρίχνει μια σφαίρα. Δεν ξέρει ότι δεν χρειάζεται... [...] Το ΚΑΤΑΝΑ μ' ακούει για λίγο...Μετά γίνεται βαρύ, του λέω να στρίψει και δεν στρίβει. [...]

Θόδωρος Σαραντόπουλος «300 τρόποι θανάτου». Εκδ. Υάκινθος, 1983.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Β πρόσωπο αορίστου της ενεργητικής φωνής του ρήματος φεύγω.

Χρησιμοποιείται αυτόνομα στο λόγο με προστακτική σημασία, ως δηλωτικό βεβιασμένης λήξης συνομιλίας η οποία οφείλεται είτε στην έλλειψη χρόνου, είτε στον (μεγαλύτερο ή μικρότερο) εκνευρισμό του προσώπου που το απευθύνει.

  1. Δεν είναι ώρα τώρα να μου κάνεις ανάλυση. Ίσα που προλαβαίνεις το λεωφορείο. Άντε! Έφυγες, έφυγες!

  2. Κόφτο. Είσαι υποκριτής και στην τελική μεγάλο καθίκι. Δε θέλω μα και μου. Τέλος. Έφυγες!! Τώρα! Πριν σ' αρχίσω στις γρήγορες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσλάνκευση του ηθικοπλαστικού «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα», αναπροσαρμοσμένο για τις ανάγκες τση πουτανιάρας τση πραγματικότητας.

Γλωσσοπλάστηκε μαζί με τον φευγάτο σλάνγκο Mystère Cadmus στο φατσομπούκι ψες βράδυ.

  1. Στάτους Κάδμου: Όποιος τα κάνει όλα πουτάνα, θα τη βρει από το κάγκελο.
    Βράστα: Πουτανομαζώματα...
    Κάδμος: ...καγκελοσκορπίσματα
    (επακολούθησαν αμοιβαία λαϊκ)

  2. Άσκηση για το σπίτι: να συμπληρωθούν τα παρακάτω:

  • Καβουρομαζώματα, _______________
  • Καγκουρομαζώματα, _______________
  • Σλανγκομαζώματα, _______________
  • Συριζομαζώματα, _______________
  • Τουκανικομαζώματα, _______________
  • Φιστικομαζώματα, _______________
  • Μιζομαζώματα, _______________

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατόπιν προτροπής του Μεγάλου Χάνου. Έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη).

Έτσι αποκαλούσαν το τεπόζιτο των παλιών μηχανακιών (πριν τα παπάκια κλπ) και (ιδιαίτερα) των μοντέλων ΜΖ δεκαετίας '60 - '70 που τελείωνε κάθετα στην σέλα, επειδή όταν φρέναρες γλιστρούσες μπροστά στο λείο πλαστικό κάλυμμα της σέλας και σταματούσες με τ΄ αρχίδια στο τεπόζιτο.

Αργότερα οι γιαπωνέζοι (πρώτοι) έβαλαν τεπόζιτα με μια ανηφορική καμπυλότητα και μετά με μια επικάλυψη - συνέχεια της σέλας για να το γλυκάνουν το πράμα.

Μιλάμε πάντα για μότο του εμπορίου. Οι racing της εποχής είχαν κάθετα τεπόζιτα αλλά σ' αυτές καθόσουν τέρμα πίσω για να σκύβεις και πάνω από το τεπόζιτο, οπότε στο φρενάρισμα δεν πήγαινες μπροστά λόγω της γωνίας των μηρών με το σώμα που κρατούσε κόντρα.

Οι εικόνες μιλάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «ούτε καν» φοριέται αυτό τον καιρό από την πιτσιρικαρία περισσότερο από ότι φορίοσαντε το ταγάρι και το πατσουλί σε συναυλίες τση Φαραντόυρη στα εβδομήνταζ. Επόμενο ήταν οι πιο σλανγκομαθείς της παρέας να την πειράξουν, προσθέτοντας το λάμδα εκεί που επιτάσσουν οι κανόνες τση σλανγκογραμματικής.

Βλ. επίσης: αμερικλάνος, αμερικλανιά, κλανεινύχτα, κλανητάρχης, Κλάνα ντελ Ρέϊ, Κλανίτα Πάνια, την κλάνω, λουκλάνικο, κ.ά.

1.
5 τροποι για να χασεται κιλα (ουτε κλαν)

2.
Ουτε κλαν :P ειναι απο το σχολειο μου ;)‎ Μαιρη ツ. ο νικ.

3.
- ούτε κλαν..;ρ δν γραφω γκρικλιςς

4.
- Ουτε κλαν;) κοπλιμεντο ηταν:3‎ ελένη♡ツ τ ξερ ρ ;p σε τρολλαρα ;)

5.
- μενα απο xt μονο ο παπαγαλος μου προκαλει δεος οποτε τον βλεπω.Τα υπολοιπα xt ουτε κλαν.

(από Khan, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την έννοια του οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία και δηλώνει αίσθηση δυσπιστίας, αμφισβήτησης, αντίρρησης, αντίθεσης ή άρνησης του εκφέροντος σε σχέση με κάποια επιθυμία, άποψη, γνώμη ή ακόμα και ενέργεια άλλου. Μάλιστα, συνήθως είτε ακολουθεί είτε έπεται ανάλυσης της κατάστασης με την οποία διαφωνεί ο ομιλών.

Η χρήση της εν λόγω έκφρασης δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που διαθέτουν ειδική σλανγκική ορολογία (όπως πχ. ναυτικοί, οπαδοί, πληροφορικάριοι, κτλ), αλλά είναι σλανγκικώς καθολική.

Παρατηρήσεις

  • Η πρόσθεση του σώνει στην αρχή αλλάζει εντελώς τη σημασία του και καλά. Άτιμη γλώσσα!
  • Την ίδια έννοια και χρήση έχει επίσης και το ντε και καλά, αν και προσωπική εκτίμηση του γράφοντος είναι πως το ντε και καλά χρησιμοποιείται σπανιότερα.

α.
-Όπα της! Τι δουλειά έχεις εσύ και κοιτάς γραβάτες, ρε; Εγώ ξέρω πώς γραβάτες και κοστούμια τα αποφεύγεις, όπως ο διάολας το λιβάνι.
- Δε μας γαμείς κι εσύ, ρε Κούλη; Έχει φαγωθεί η άλλη σώνει και καλά να εμφανιστώ κοστουμαρισμένος και γραβατωμένος στο γάμο της αδερφής της. Και κάθομαι σαν το μαλάκα και χαζεύω το www.thehostonians.gr - Εκείνη η ροζέ είναι ωραία! Θα πηγαίνει και με τις κάλτσες σου...
- Άει ρε...

β.
-Τα έμαθες με τον Νώντα;
- Ναι, φτηνά την γλύτωσε. Πόσο έκατσε στο πεντάστερο, 2 μέρες;
- Κάπου εκεί, τον είχανε συνέχεια με ορούς και εξετάσεις κάθε τρεις και λίγο.
- Αφού ήθελε το μαλακισμένο να αποδείξει σώνει και καλά ότι μπορεί να κατεβάσει 3 μπουκάλια βότκα νηστικός και απλά να κάνει κεφάλι. Ευτυχώς που είχε βαρβάτη ασφάλεια και δεν κατέληξε σε κανένα Τζαννή.
- Εγώ πάλι σκέφτομαι μήπως του άρεσε τελικά το κλύσμα και έχουμε άλλα...

γ.
- Για πες ρε, τι έγινε με το μωρό; Αν και όπως σε κόζαρε τις προάλλες, μάλλον έχεις ήδη γλείψει κοκκαλάκι!
- Πω μαλάκα, άσε με, μη μου το θυμίζεις... Εκεί που είμαστε στα μέλια και στα ωραία μας, πώς γυρνάει η συζήτηση στο θέμα αντρας - γυναίκα. 3 ώρες με είχε και προφέσαρε και μου ζάλιζε τα αρχίδια.
- Δηλαδής;
- Σώνει και καλά να με πείσει ότι είμαστε ίσοι με τις γυναίκες. Άσε τί να σου λέω...
- Και πώς έληξε το θέμα;
- Ε, αφού μου τα 'χε κάνει τσουρέκια, σηκώνομαι και τις λέω: «Εντάξει, κοριτσάκι μου, όπως τα λες είναι. Τώρα, τράβα κατούρα όρθια και τα λέμε εμείς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή μάρκα παπουτσίων που χρησιμοποιείται (ως φράση) για να δώσει έμφαση στο επίμονο κροκοδείλιασμα.

-Τι θα γίνει, θα γυρίσει το γάρο;
-Μπα, δεν το ξέρεις ότι αυτός μικρός φόραγε κροκοντιλίνο;
-Όχι...

(από kloufo, 07/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.

Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:

  1. Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).

    i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
    ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.

  2. Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)

    i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
    ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
    Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.

  3. Συνοπτική περιγραφή συνουσίας

    Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.

Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.

Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.

Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified