Selected tags

Further tags

Χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που κινούνται ή εξελίσσονται πιο αργά απ' ό,τι θα έπρεπε. Συνήθως χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά.

  1. Τί υπαινίσσεσαι λέγοντας ότι είμαι τα ζώα μου αργά; Σε πληροφορώ αγαπητέ μου ότι είμαι γκαζιάρα και κυριολεκτικά και γενικά! (απο ιστολόγιο)

  2. «Τα ζώα μου αργά... οι Δήμαρχοι με τα απόβλητα: Από το... αφτί τράβηξε χθες τους Δημάρχους, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Β. Αιγαίου Γιάννης Λέκκας, γιατί ο Νομός μας είναι ο μόνος που δεν έχει δημιουργήσει ακόμα τους φορείς διαχείρισης στερεών αποβλήτων.» (από τον τύπο)

Δες και αργοκάικο, αργοκάραβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά, ότι δήθεν στραβώνει η ψωλή από το πολύ σεξ. Κατά κανόνα χρησιμοποιείται στη φράση σιγά μη στραβοψωλιάσεις.

- Μαλάκα με κάλεσε σπίτι της σου λέω. Μένει μόνη της κιόλας, τζιτζί! Έχω να ρίξω κάτι γαμήσια... Παίζει κιόλας να έρθει και η αδερφή της το Σαββατοκύριακο και θα κοιτάξω μήπως τις γαμήσω και τις δυο μαζί...
- Ναι, κοίτα μόνο από το πολύ γαμήσι να μη στραβοψωλιάσεις! Πολλές τσόντες βλέπεις μου φαίνεται...

Διαδικασία δημιουργίας κατάγματος σε αρχαίο πέος. (από GATZMAN, 13/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δυσαρέσκειας και απογοήτευσης εμπνευσμένη από τον παίκτη του NBA Mickael Gelabale. Πρόκειται περί εναλλακτικής της έκφρασης πήραμε τα τέτοια μας = πήραμε τις μπάλες. Οι δε μπάλες έχουν φορτιστεί με την σημασία που γίνεται κατανοητή από τις φράσεις στα εισαγωγικά, από τον Έλληνα σταρ της τσόντας Γκουσγκούνη, ταυτόχρονα όμως παραπέμπουν ηχητικά στο «-bale» που υπάρχει στο επίθετο του καλαθοσφαιριστή κι έτσι προκύπτει το ζελαμπάλ. Μπορεί να εκφέρεται και με βορειοελλαδίτικη προφορά, καθότι η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος προέλευσής του.

- Τι έγινε, πέρασες τελικά την Ανάλυση ΙΙ;
- Άσε φίλε, ζελαμπάλ...

(από rigo21, 07/09/08)Καληνύχτα Θάνο - Καληνύχτα Χαρούλα... (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εκπληκτική τριλογία Amici Miei (Εντιμότατοι Φίλοι μου), προέρχεται η αυτονομημένη ατάκα «γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα», που αποτελεί ελέυθερη μετάφραση εκ του ιταλικού πρωτοτύπου από έναν προφανώς πεφωτισμένο επαγγελματία μεταφραστή. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να θολώσει τα νερά και να παρέχει μία αληθοφανή δικαιολογία για κάτι που περισσότερες λεπτομέρειες δε χρειάζεται/δεν πρέπει να δοθούν. Έτσι χρησιμοποιείται και στην αυτονομημένη της εκδοχή.

  1. - Λουκά μου, μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη μαμά μου και μετά λίγο μέχρι το ΙΚΕΑ και αν έχουμε καιρό για πέντε λεπτάκια στο κομμωτήριο;
    - Θα ήθελα πάρα πολύ αλλά πρέπει να γουρδώσω το περπούτσι...
    - Ποιο; Τι λες Λουκά;
    - Ναι, παράμοιρα. Ασ' τα να παν. Έπρεπε να είχα ήδη φύγει.

  2. - Και πώς εξηγείς τότε το λεκέ στο πουκάμισο Αρχέλαε; Ε;
    - Έπρεπε να γουρδώσω το περπούτσι παράμοιρα και βιαζόμουν και όπως το έβαζα ακούμπησε στο ρουζ που ήταν ανοιχτό πάνω στον πάγκο, Πίτσα μου.

(από jesus, 13/10/10)

Βλ. και καλιμπιστίρι!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως μια χοντρή γυναίκα, με μεγάλο κώλο τον οποίο κουνάει πάρα πολύ περπατώντας. Προέρχεται ίσως από το θέμα και χαρακτήρα του ρήματος κουνιόταν. Δηλαδή: κουνιέται, κουνιόταν - - Κουνιότα

Κοίτα μαλάκα την κουνιότα πώς τον πάει πέρα δώθε !!

Britain\'s got Talent: η χοντρή που ξεσήκωσε το σύμπαν. (από Galadriel, 16/04/09)Η ίδια κυρία του μηδιού #1 χωρίς τα σημαιάκια της απόκρυψης. (από Galadriel, 16/04/09)(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράπονα, διαμαρτυρίες, γκρίνιες. Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, συνήθως από γονείς προς/για μικρά παιδιά. Πιθανόν είναι ηχομιμητική επιφωνημάτων διαμαρτυρίας.

Εκφράσεις: κάνω μουτσουτσούνια, άσε τα μουτσουτσούνια!

  1. - Φάε Κωστάκη το φαγητό σου...
    - Δεν μου αρέσει!
    - Αυτό έχουμε, αυτό θα φας. Άσε τα μουτσουτσούνια!

  2. - Τι έχει γυναίκα το παιδί; Δεν είναι καλά; - Μπα, απλώς δεν θέλει να πάει σχολείο και κάνει μουτσουτσούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιτσάδορος που φτιάχνει την ζύμη στις πιτσαρίες, και πετάει την ζύμη στον αέρα και την ξαναπιάνει.

- Ρε πιτς τζόκεϊ, πιάσε μια σπέσιαλ.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρμονία μεταξύ της μαλακίας που δέρνει τον χαρακτηριζόμενο και της φυσιογνωμίας του.

- Γιατί αργεί αυτό το ταμείο γαμώ τον Μαρινόπουλο μέσα;
- Με τον ταμία που πετύχαμε... Κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα. Μυγοχάφτης απ' τους λίγους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εθίζομαι σε κάτι. 2. Ξαφνιάζομαι από κάτι και για λίγο «πατάω pause», δηλαδή δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο εκτός από αυτό.

Βλέπε και τρώω κόλλημα.

  1. - Πού 'σαι ρε; Πώς τα πας;
    - Άσε, είχα κολλήσει μ' ένα RPG στο PC κι έπαιζα δώδεκα ώρες την ημέρα... Ευτυχώς το τελείωσα και τώρα είμαι καθαρός!

  2. - Άκου ένα σολάκι... (παίζει παπάδες)
    - ...!!!
    - Σου άρεσε;
    - ......
    - Ρέε! Ξύπνα! Σου άρεσε;
    - Ωχ ρε μαλάκα κόλλησα τώρα... Εσύ έχεις γίνει παιχταράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified