Selected tags

Further tags

Είμαι ετοιμοθάνατος, ψυχομαχάω, είμαι στα τελευταία μου, πεθαίνω.

Επιλέξει σημαίνει «τεντώνω (κορδώνω) την ουρά». Προέρχεται από το αντανακλαστικό ζώων όπως η γάτα, το ποντίκι, και άλλα, να τεντώνουν την ουρά όταν βρίσκονται στα τελευταία τους (χαρακτηριστικά, μετά από δηλητηρίαση).

Δες ακόμη: ετοιμάζω βαλίτσες για πάνω, σώνεται το καντήλι μου, παραδίδω πινακίδες / μου παίρνουν τις πινακίδες.

— Οικοϊένεια όλα καλά;
— Έ, καλά. Ο παππούς εκόρτωσεν τον νούρον, η γιαγιά κατα τσεί πάει... Καλά.
(από τον κύπριο που είχα πρόχειρο)

Δες και εκόρτωσα νούρο στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε περιπτώσεις που κάποιος βρίσκει τον όμοιό του. Κάτι παρόμοιο με το «βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ».

Προέρχεται μάλλον από την αντίστοιχη τουρκική παροιμία «τεντζερέ γιουβαρλαντούμ καπακγί μπολντού».

Ρε παιδί μου, αυτοί οι δυο είναι τάλε κουάλε. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουναρικά από τσιντσιλά και μινκ.

Συνήθως, από παραφθορά, το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τα περιττά ψιλολόγια. Παλαιότερα όμως ήταν εμπορεύματα των γυρολόγων (καπέλα, γάντια κ.λπ. από τσίντσιλι - μίντσιλι).

Τι τα θέλεις όλα αυτά τα τσίντσιλι-μίντιλι, μπιτ παζάρ το κατάντησες το σπίτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διδακτική παροιμία που απευθύνεται βασικά στον ντροπαλό άντρα, σε αγάμητους χαρακτήρες όπως ο κόκκορας του Αρκά, που βασανίζονται συνεχώς από το παράπονο γιατί οι γκόμενες προτιμούν τους μαλάκες, ενώ τα ωραία, ευαίσθητα, σοβαρά και προβληματισμένα άτομα μένουν στην απέξω. Παρομοιάζει δε αυτόν τον ωραίο πλην άπειρο και ντροπαλό νέο με τον ψαρά, ο οποίος τη στήνει έξω απ’ το νερό, ρίχνει την πετονιά του και περιμένει τα ψαράκια να μυριστούν το δόλωμα, να ’ρθούνε μόνα τους στο αγκίστρι, να το τσιμπήσουν και να γουστάρει κι ο ψαράς. Και υπενθυμίζει σ’ αυτό το ρομαντικό αιθερογάμονα τον παραδοσιακό ρόλο του αρσενικού στο ερωτικό παιχνίδι, που είναι αυτός του κυνηγού.

Ο αρσενικός πρέπει να τα ρίξει στη γυναίκα, να εκτεθεί, να της την πέσει, να την ψήσει, να της πει πως τη γουστάρει, να την πείσει ότι είναι ωραίος και αξίζει, να την καταφέρει τέλος πάντων, κι αν φάει χυλόπιτα να μην αποκαρδιωθεί και τα παρατήσει, αλλά να συνεχίσει. Να συνεχίσει με τη φίλη της, αλλά να επιμείνει και με την καριόλα. Ο δε ναρκισσευόμενος ωραίος που στην αυνανιστική του απομόνωση αναρωτιέται αν αρέσει και κρυφοκοιτάζει τις γκόμενες για να μαντέψει στο βλέμμα τους τον πόθο προς το άτομό του, ενόσω περιμένει άτολμος να του’ρθει το μουνί στο πιάτο, θα μείνει ο δυστυχής με την ψωλή στο χέρι. Νομίζω πάντως πως μέρος του νοήματος έχει θυσιαστεί στις ανάγκες του ιαμβικού δεκαπεντασυλλάβου. Στην πραγματικότητα το μουνί θέλει και κυνήγι, και υπομονή (το ψήσιμο που λέγαμε).

- Κοίτα ρε άτομο που γουστάρουν οι γκόμενες. Το Ρούλη το μαλάκα με το αϊκιού ραδικιού. Αυτό τον ηλίθιο που δυο λέξεις να πει δεν ξέρει, άσε που είναι και σιχαμερός με το λαδωμένο το μαλλί και την τσατσάρα στην κωλοτσέπη. - Το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι δικέ μου. Μαλάκας ξεμαλάκας, ο Ρούλης είναι παίκτης και αγωνιστής, γι’ αυτό γαμάει τις ωραίες γκόμενες. Εσύ που τις αρχίζεις στη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση, όταν δηλαδή δεν καταπίνεις εντελώς τη γλώσσα σου, πώς περιμένεις να σταυρώσεις γκόμενα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική μούφα, το μούφευμα κατά Χότζα. Λέγεται συνήθως στον πληθυντικό: μούφες τρούφες. Πρόκειται για ρίμα με τιραμισουρεαλιστικό εφέ, εφόσον θεωρήσουμε ένα ανυπόστατο ψέμα (μούφα) που επενδύεται και με ένα διακοσμητικό γευστικό γλυκάκι (τρούφα) ή το ομώνυμο μανιτάρι.

Εδώ έχουμε έναν καλό ορισμό: «Η μούφα όπως πιθανότατα θα γνωρίζετε είναι το fake. Το ψεύτικο. Αυτό που αλλιώς φαίνεται κι αλλιώς τελικά προκύπτει. Αυτό που αποδεικνύεται μάπα. Σκέψου όλο αυτό τώρα κι από πάνω μια τρούφα. Δηλαδή μούφα και κάτι παραπάνω. [...] Πώς λέμε «και το κερασάκι στην τούρτα»; Αυτό».

Πάσα: Τζάγκος.

  1. Τα άλλα είναι μούφες τρούφες μπαρούφες τών επηρμένων σιχαμένων παπάδων τής κοινωνιολογίας και τής θρησκείας και τών μωρών προβάτων (Εδώ).

  2. ωχ αν παιζει κ αυτο το σεναριο παλι μας βλεπω για μουφες-τρουφες... (Εδώ).

Στο 0.45. (από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ελληνικό αντίστοιχο του αγγλικού frenemy. Πρόκειται για συμφυρμό από τα άσπονδος εχθρός και φίλος. Άσπονδος εκ του στερητικού άλφα και της λέξης σπονδή σημαίνει τον εχθρό με τον οποίο δεν έχουμε κάνει καμία σπονδή, δηλαδή συμφωνία με θρησκευτική επίκληση, οπότε η έχθρα μας δεν ακολουθεί κανένα κανόνα, και όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται σε μία μάχη έως εσχάτων. Οπότε το άσπονδος φίλος είναι μια contradictio in adjecto (που λένε και στο χωριό μου), ένα οξύμωρο σχήμα.

Ο άσπονδος φίλος είναι είτε ένας εχθρός μεταμφιεσμένος σε φίλο, είτε, κυρίως, ένας φίλος και συνεργάτης, που είναι όμως ταυτόχρονα ανταγωνιστής, και όπου εντέλει η ζήλια, ο φθόνος και τα πισώπλατα αδελφικά μαχαιρώματα υπερισχύουν της φιλίας. Μπορεί να ισχύσει για προσωπικές σχέσεις, λ.χ. για μια κολλητή που από ζήλια τρώει τον γκόμενο της φίλης της, αλλά και για επαγγελματικές συνεργασίες ή και για σχέσεις μεταξύ ομάδων, θεσμών, κρατών κ.ο.κ.

Ο όρος δεν αποτελεί ακριβώς σλανγκιά, αλλά κάνει μια επιτυχή καριέρα ως το αντίστοιχο του frenemy, που είναι αρκετά δημοφιλές. Στην Λεξιλογία βλέπουμε έναν ενδιαφέροντα προβληματισμό για το πώς θα μπορούσε να μεταφραστεί ο αγγλικός όρος στα ελληνικά. Θα μπορούσαν να υπάρξουν και λεξιπλασίες, όπως το φίλεχθρος, που θα είχαν το πλεονέκτημα ότι είναι πιο κοντά στο λεξιπλαστικό πνεύμα του αγγλικού πρωτοτύπου. Από την άλλη, το άσπονδος φίλος έχει το πλεονέκτημα ότι έχει προκύψει πιο αυθόρμητα στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, αν και έχω την εντύπωση ότι μέρος της επιτυχίας του όρου οφείλεται στην αντίστοιχη επιτυχία του frenemy.

Τέλος, ο Ν. Σαραντάκος εδώ ονομάζει άσπονδους φίλους τις ομόρριζες πολύ συγγενείς λέξεις διαφορετικών γλωσσών, οι οποίες όμως έχουν καίρια διαφορά σημασίας, που καθίσταται επικίνδυνα παραπλανητική κατά την μετάφραση. Λ.χ. όταν το γαλλικό assister à un viol (=βλέπω/ παρακολουθώ έναν βιασμό) μεταφράζεται λανθασμένα ως to assist a rape (=βοηθώ σε έναν βιασμό) ο απλός μάρτυρας καθίσταται συνεργός με επικίνδυνα αποτελέσματα.

  1. Η ταινία του Φίντσερ αγγίζει ένα μάλλον άβολο θέμα για τον Ζούκερμπργκ, τις διενέξεις και τις δικαστικές του περιπέτειες με τους αδελφούς Γουίνκελβος που θεώρησαν ότι τους έκλεψε την ιδέα, αλλά και τις κατηγορίες του φίλου και συνιδρυτή του Facebook, Εντουάρντο Σάβεριν. Ο δεύτερος θεώρησε ότι ο «άσπονδος φίλος του» τον απέκλεισε από το δημιούργημά τους, το οποίο είχε μάλιστα χρηματοδοτήσει στα πρώτα του βήματα. Ο καβγάς στην προκειμένη περίπτωση έγινε για έναν ηλεκτρονικό κολοσσό που αποτιμάται σήμερα γύρω στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια. (Εδώ).

  2. Όταν θα βρεθεί κατηγορούμενος για τη δολοφονία του Μπούγκι, άσπονδου φίλου της νεανικής του ζωής και στα πρόθυρα το Αλτσχάιμερ να βυθίσει στο σκοτάδι όλες του τις αναμνήσεις, αποφασίζει να διηγηθεί τη δική του εκδοχή ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς του με το παρελθόν και συμπληρώνοντας καρέ - καρέ τα κομμάτια του παζλ της ζωής του. (Εδώ).

(από joe909, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μεθυσμένος.

Χτες πήγαμε στου Σήφη, αρχίσαμε τσι ρακές κ γίναμε κόκαλο...

Δες και λιάρδα, λιώμα, πίτα, κωλίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γαμάω κώλο, σοδομίζω.

  2. Υποβάλλω τον ύποπτο σε ενδελεχέστατη σωματική έρευνα, χωρίς ν’ αφήσω όχι σπιθαμή που λέει ο λόγος, αλλά ούτε χιλιοστό που να μην ψάξω.

  1. Μ’ έχει αρρωστήσει η πουτάνα. Έχει την πιο πρόστυχη κωλάρα που έχω δει στη ζωή μου και δεν τη δίνει. Αν δεν της πάρω τα κωλοτρυπιδικά της αποτυπώματα να μη με λεν Βαγγέλα.

  2. Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης τα κάναν όλα φύλλο και φτερό, μόνο τα κωλοτρυπιδικά αποτυπώματα που δε μας πήραν.

κωλοτρυπιδικά αποτυπώματα (από PUNKELISD, 02/11/11)(από Khan, 03/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συνώνυμη του τρεις και ο κούκος, δηλαδή πολύ λίγοι. Δηλώνει την απόλυτη μειοψηφία.

Δηλώνει όμως και την στενή σχέση, την απόλυτη συντροφιά.

Το συναντάμε και ολόκληρο, «εγώ, εσύ και τ' αμπαζούρ το θαλασσί».

Από το τραγούδι της Βέμπο «Αγκαλιά εγώ και 'συ στ' αμπαζούρ το θαλασσί» ( ή Νάνι, νάνι…), 1939, Χρ. Γιαννακόπουλος / Γ. Κυπαρίσσης.

  1. ...επειδή είμασταν εγώ κι εσύ και τ'αμπαζούρ το θαλασσί στην επιστροφή κι όχι συγκροτημένη πορεία όπως στην κατηφόρα, μερικοί μηχανοκίνητοι μπήκανε εμβόλιμοι προς στιγμή, αλλά οι τροχαίοι τους στέλνανε έξω αμέσως.

  2. Κι εκεί που λέγαμε πως αυτό το πηγάδι δεν έχει πάτο, βρεθήκαμε μούρη με μούρη με τον πάτο. Αγκαλιά εγώ κι εσύ στο αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω- με τον πάτο! Η χειρότερη οικονομική κρίση από τη μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι σήμερα! Το τραγικότερο αδιέξοδο των τελευταίων 60 χρόνων!

  3. Καλημέρα κορίτσια.
    Βααααααααααααααααλλλλ εσύ κι εγώ , εγώ κι εσύ και τ αμπαζούρ το θαλασσί. Χτες μου έφυγε η μαγκιά. Μαμώ τα τρεξίματα. Και το βράδυ έριξα κι ένα τρίωρο αγρύπνιας λόγω του τσογλαναρέα του γιού μου.
    Αλλααααααααααααααα..............κρατιέμαι. Φιλούρες προς το παρόν

Είμαι εγώ «αμπαζούρ θαλασσί»...; Κόκκινο, ναι. Αλλά θαλασσί...;;;; (μπλιαχ!)

  1. Όχι «κυρίες» και «κύριοι». Δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με το αμπαζούρ το θαλασσί, το κουκλοθέατρο, τα φτιασιδώματά σας.

  2. Το άσμα:
    Έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή
    λες και βρέχει παντού στον πλανήτη
    που να πάμε και πως και ποιος θα ‘ναι ο σκοπός
    πιο καλά να καθίσουμε σπίτι
    Να κτενίσω μαλλιά, να κατέβω σκαλιά
    δεν αξίζει στ’ αλήθεια ο κόπος
    ας καθίσουμε εδώ να με δεις να σε δω
    κι ας περάσουμε απόψε όπως-όπως

Αγκαλιά εγώ κι εσύ στ΄αμπαζούρ το θαλασσί από κάτω
μ’ ένα-δυο μαρασκινό κι ένα τσιγαράκι αγνό μυρωδάτο
με πινάκλ ή με κουνκάν στο ντιβάνι
θα περάσει η βραδιά τι θα κάνει
κι όταν φτάσει πια η μισή
αγκαλιά εγώ κι εσύ νάνι, νάνι

Θα κυλήσει η βραδιά πληκτική και βαριά
αλλά θα ‘ναι απαλή και ωραία
γιατί πάνε καιροί, τι αλήθεια σκληρή
που δεν κάνουμε οι δυο μας παρέα
Στοργικά, φιλικά, βυθισμένοι γλυκά
στου καπνού τις γαλάζιες τουλίπες
θα μιλάμε αργά και θα λέμε σιγά
τους καημούς, τις χαρές μας, τις λύπες

Αγκαλιά εγώ κι εσύ…

(σ.ς.: σήμερα θα είχε λογοκριθεί από την αντικαπνιστική εκστρατεία το τραγουδάκι αυτό)

(από ironick, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο πνεύμα των ημερών ανάγεται η γνωστή έκφραση «χρωστάω τα δάνεια της Αγγλίας», αναφερόμενη στα πρώτα ληστρικά δάνεια της «ανεξαρτησίας» του πρώιμου νεοελληνικού κράτους και συνδέεται άρρηκτα με την αδίστακτη τοκογλυφική εκμετάλλευση του τόπου από το ξένο κεφάλαιο.

Τα δάνεια αυτά συνήφθησαν το 1832 και 1833 και μαζί με σειρά άλλων παραγόντων, οδήγησαν τη χώρα στη χρεωκοπία του 1843. Μέρος αυτών «φαγώθηκε» καθ' οδόν από τους εκπροσώπους της πατρίδας που ανέλαβαν να μάς ξελασπώσουν. Βάσει φημών τα «Δάνεια της Αγγλίας» ξεπληρώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '50 και μέρος αυτών αποπληρώθηκε από κεφάλαιο που συνέλεγε το κρατικό μονοπώλιο στα σπίρτα και το οινόπνευμα.

Λέγοντας ότι χρωστάμε τα δάνεια της Αγγλίας, εννοούμε ότι είμαστε χρεωμένοι μέχρι τα μπούνια και αδυνατούμε να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας.

  1. Το ζήτημα είναι που θα βρεθούν αυτά τα χρήματα.
    Που θα βρεθούν χρήματα για την αποκατάσταση;
    Που θα βρεθούν χρήματα για βοηθούς; Υπάρχουν βοηθοί; Κάνουν σωστά τη δουλειά τους; Είναι συνεπείς, ή όταν βαρεθούν δεν πάνε στην εργασία τους και ο ανάπηρος-εργοδότης πρέπει να πληρώνει τα δάνεια της Αγγλίας για βοηθούς που θα τους χρειαστεί μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις; (ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με θέμα την αναπηρία και τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες).

  2. Την ίδια στιγμή, τα κόμματα εξακολουθούν να ενισχύονται οικονομικά από τον κρατικό κορβανά. Αναλυτικότερα, για το β’ τρίμηνο του έτους (και μόνο!), η συνολική επιχορήγηση των κομμάτων ανήλθε στα 13,5 εκατομμύρια, με τη μερίδα του λέοντος να εισπράττεται από το ΠΑΣΟΚ (5,44 εκατ.) και τη ΝΔ (4,25 εκατ.). Παρεμπιπτόντως, τα ίδια δύο κόμματα χρωστάνε τα δάνεια της Αγγλίας στην Αγροτική Τράπεζα (περίπου 200 εκατ. συνολικά) και αποτελούν μετά βεβαιότητος τη μεγαλύτερη πληγή στις μελλοντικές επισφάλειες του ιδρύματος. Σαν δεν ντρέπεστε λίγο…(άρθρο στο HB News)

Lest we forget (από HODJAS, 31/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified