Selected tags

Further tags

Παροιμία που δηλώνει ότι υπάρχουν σημαντικά -κυρίως οικονομικά- προβλήματα και κάποιος απαιτεί πολυτέλειες.

- Καλά, ο γείτονας είναι τελείως μαλάκας... Τον απολύσανε από τη δουλειά και ξέρεις τι έκανε; Πήγε και πήρε καινούργιο αμάξι.
- Α καλά... ψωμί τυρί δεν είχαμε, λουλούδια για τα αρχίδια μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αναγκάστηκε να ξοδέψει ένα μεγάλο ποσό, όχι επειδή το επέλεξε, αλλά επειδή παρουσιάστηκε ανάγκη. Συνώνυμο του «τα κέρατα μου τα τράγια».

- Τι θα γίνει ρε Τάσο; Θα το φτιάξεις καμιά φορά το ρημάδι το αμάξι;
- Πήγα την Κυριακή. Άσε... Τα μαύρα μου τα κούρκουλα πλήρωσα πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «φάγαμε τον αγλέορα». Εμπεριέχει μια μεγαλύτερη δόση καφρίλας από το προηγούμενο.

- Πού είχατε πάει την Κυριακή ρε;
- Μαζευτήκαμε τα παιδιά από τη δουλειά για φαγητό. Καλά, έγινε χαμός!
- Κατάλαβα. Από τιμές;
- Πήγαμε σε ένα ταβερνάκι δίπλα στο γραφείο. Πολύ φθηνό. Φάγαμε τα πόδια μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχή να διευκρινίσω ότι το λήμμα μας είναι «2.0», αλλά το πλαίσιο εισαγωγής των λημμάτων που παρέχει το σάη δεν παίρνει τελείες, οπότε η καταχώριση γίνεται με την προφορική-περιγραφική μορφή «2 τελεία 0».

Ως γνωστό, η επανέκδοση ενός software σε νέα, βελτιωμένη μορφή σε σχέση με την πρωτόλεια έκδοσή του, περιγράφεται με «όνομα του προγράμματος 2.0» ενώ αν ακολουθήσουν και τρίτη και τέταρτη επανεκδόσεις, τότε έχουμε αντίστοιχα τις προεκτάσεις 3.0, 4.0 κ.ο.κ. Φυσικά, μπορεί να υπάρχουν και οι μικροβελτιώσεις μέσα σε κάθε έκδοση, π.χ. 4.1, 4.2 κ.ο.κ.

Ωσεκτουτού, το λήμμα μας μπαίνει σαν προέκταση σε πρόσωπα, αντικείμενα, ιδιότητες, γεγονότα, καταστάσεις, για να δείξει την εξέλιξη ή τροποποίηση επί τα βελτίω της προτέρας αυτών κατάστασης.

  1. - Όλα εντάξει με την Πέννυ; - Ποια Πέννυ ρε συ, έχεις μείνει πολύ πίσω.
    - Το γκομενάκι που ήσασταν μαζί πέρυσι το καλοκαίρι, ρε.
    - Παλιά, φίλος. Τώρα έχουμε προχωρήσει στην Πέννυ 2.0
    - Έεεελα. Συνονόματη;
    - Σχεδόν. Και τί σημασία έχει; Αφού όπως είπε και ο σοφός, «λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή ομοία».
    - Δεν παίζεσαι, ρε πστ.

  2. Δημοκρατία 2.0 (σύνθημα σε πανώ στο Λευκό Πύργο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτάκι σε δημοσκόπηση, αγαπημένο των αναποφάσιστων και των βαριεστημένων.

Η έκφραση από τις δημοσκοπήσεις πέρασε σαν ψιλοσλανγκ στην καθομιλουμένη εννοώντας:

α) γνωρίζω σχετικά με αυτό που με ρωτάς, αλλά για κάποιον από τους ακόλουθους λόγους

  • βαρεμάρα (όπως και στις δημοσκοπήσεις),
  • γιατί μπορώ (όπως και στις δημοσκοπήσεις),
  • γιατί δεν είναι δουλειά σου,
  • γιατί δεν με συμφέρει,

αρνούμαι να απαντήσω

β) μας σκότισες τα ρκίδια, με έπρηξες, οπότε σε οτιδήποτε ρωτήσεις ή σε οποιαδήποτε προσπάθεια για κουβέντα, σε γειώνω με την ανωτέρω έκφραση.

Στον γραπτό λόγο η έκφραση συρρικνώνεται στο ακρώνυμο ΔΞ/ΔΑ.

- Δεν μου λες, εσύ δεν τραβιόσουνα με το Μαράκι ένα καιρό;
- Δεν γνωρίζω δεν απαντώ...

(από electron, 29/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον τριαντά βρήκα το «αφήνω μαλλιά, μούσι» κτλ, που είναι βεβαίως εδραιωμένη χρήση του ρήματος κατά το σχήμα αφήνω (= δεν παρεμβαίνω) τα μαλλιά/ το μούσι μου να μακρύνουν > αφήνω μαλλιά/μούσι κτλ.

Αυτό που δεν βρήκα, όμως, είναι η εξόχως σουρεαλιστική, κατά τη γνώμη μου, φράση «αφήνω κάτω τα μαλλιά μου» που σημαίνει δεν τα πιάνω κοτσίδα «πάνω», αλλά τα αφήνω ελεύθερα.

Άλλο ρήμα που βρήκα στο νέτι ήταν το «ρίχνω» που έχει κάτι το αγριοσουρρεάλ.

Επίσης, το «αφήνω τα μαλλιά μου» σημαίνει «δεν τα πιάνω, τα αφήνω ελεύθερα».

Το χώνω περισσότερο για τον γερμανό μεταφραστή που μάλλον θα φάει μπλε οθόνη αν το δει κάπου, και για την διαπίστωση του σουρρεαλισμού της φράσης, παρά για το αργκοτικό της υπόθεσης.

- Τι έγινε ρε, το κούρεψες το μαλλί;
- Όχι ρε, απλά είναι μέσα στη μπίχλα και άμα τ' αφήσω κάτω φαίνεται...
- Καταλάβατε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγανάκτηση, οργή, διάθεση αντεκδίκησης, πείσμα

Η λέξη εντοπίζεται στην αλβανική και την τουρκική με την ίδια σημασία.

Προέρχεται από τις πρώτες δυο λέξεις του 2ου ψαλμού του Δαβίδ, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα: Ἵνα τὶ (οἱ λαοὶ ἐμελέτησαν μάταια)

- Μ' έπιασε γινάτι: πείσμωσα, αγανάκτησα.

- Το έκανα από γινάτι: το έκανα από πείσμα, ως αντεκδίκηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονη επιθυμία, με απόχρωση πείσματος, αγανάκτησης ή εκδικητικής διάθεσης. (Για την τελευταία σημασία, εναλλακτικώς: γινάτι)

Η λ. εντοπίζεται με την ίδια σημασία στα αλβανικά, merak και ρήμα merakosem, επιθυμώ διακαώς, πεισμώνω κ.ο.κ. και στην τουρκική merak = περιέργεια, αγωνία, άγχος αλλά και έντονη επιθυμία, π.χ. meraksiz αδιάφορος (η συνύπαρξη πρόσθιου και οπίσθιου φωνήεντος συνηγορεί υπέρ της ΜΗ τουρκικής προέλευσής της. Είναι μάλλον παλαιο-περσική).

  1. Έχει μεράκια και ξέσπασε στο μπουζούκι του. Όλη μέρα τραγουδάει.

  2. Έχω μεράκι να πάω ένα ταξίδι.

  3. Είναι μερακλής στη δουλειά του. Ό,τι πιάνει το κάνει τέλειο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση: έχω τα ντουζένια μου / έχω ντουζένια.

Είμαι ερεθισμένος, διεγερμένος, είτε από θυμό, είτε από ερωτικό οίστρο. Συχνά αναφέρεται σε ζώα που βρίσκονται σε κατάσταση οχείας.

  1. Έχω ντουζένια και δεν μπορώ να κοιμηθώ.

  2. Ο γάτος είναι στα ντουζένια του και γυρνοβολάει στα κεραμίδια.

(από HODJAS, 30/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified