Selected tags

Further tags

Σημαίνει: Δεν επιθυμώ την μετάβαση στον προτεινόμενο τόπο, δεν επιθυμώ την υλοποίηση του αιτήματός σας, κοινώς αφήστε με ήσυχο.

Η έκφραση είναι ικανώς θεμελιωμένη στην μεσογειακή κουλτούρα και αντίληψη διότι:
α) ανατρέχει στην διαδεδομένη ματσό αντίληψη περί του ρόλου του άνδρα ως κυνηγού
β) συνάδει με την απόρριψη μετακινήσεων και πράξεων που δεν αποσκοπούν στην dolce vita (βλέπε και α.)
γ) εισάγει ένα τιραμισουρεαλιστικό τόνο χρησιμοποιημένη κατά κόρον και σε κάθε περίπτωση δ) προεξοφλεί την αρνητική απάντηση, ουσιαστικά εντείνοντας το επικοινωνιακό έλλειμμα που βιώνουν όλοι οι κατά τα άλλα πολύρρυτοι λαοί της Μεσογείου και δη της Νοτίου Χερσονήσου του Αίμου.

  1. - Αύριο θα πάω το αμάξι για λάστιχα, θες να ρθεις για παρέα;
    - Μουνιά θα 'χει;
    - ....

  2. - Δημητρίου, τέταρτο, καύσιμα!
    - Μουνιά θα 'χει;
    - 5!
    - ...;

  3. - Χρηστάκη, θα πας λίγο από το λογιστήριο να φέρεις τα τιμολόγια;
    - Μουνιά θα 'χει;
    - σφληγεςρογγςερτ!

  4. - Σύντροφε, θα έρθεις αύριο στο Εργατικό Κέντρο που θα ετοιμάσουμε τα πανώ;
    - Μουνιά θα 'χει;
    - Τι είναι αυτά που λες, δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι αποπροσανατολίζεται το λαϊκό κίνημα;
    - Α, οκ θα είναι αξύριστες, θα δω.

θα έχει αγάπη τουλάστιχον... (από MXΣ, 03/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως νεόκοπο σλαγκικώς μπορεί να σταθεί άνετα δίπλα στα περισσότερο ή λιγότερο κλασικά δόντι, bluetooth και χαυλιόδοντας που επίσης περιγράφουν το βύσμα αυτόν δηλαδή που έχει γλείψιμο, κονέ, άκρες, για να πετύχει ένα οποιοδήποτε ρουσφέτι σε μια κοινωνία που ακόμα έχει μεγαλύτερη σημασία το ποιος είσαι, από το τι μπορείς να κάνεις.

Επιπροσθέτως, παρουσιάζει κι άκρως ενδιαφέρουσες ιδιότητες, αφού μια και αποκαλείται και σκυλόδοντο και αποτελεί βασικό γνώρισμα βρικολάκων και μοδάτων βαμπίρ κάθε είδους, η χρήση του μπορεί να δώσει επιπλέον διαστάσεις στο διαχρονικό φαινόμενο.

Η αμφίβολη (;) ανθεκτικότητά του στο χρόνο κι η ευρύτητα της χρήσης του, είναι κάτι που μόνο το μέλλον θα επιδείξει αφού η εμφάνισή του οφείλεται στην απροσδόκητα επιτυχημένη, ομώνυμη πολυβραβευμένη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου που προκάλεσε αντικρουόμενες κριτικές κι έφτασε να διεκδικήσει (δυστυχώς χωρίς επιτυχία) το Όσκαρ Ξένης Ταινίας για το 2011.

Η ομοιότητα του επωνύμου του σκηνοθέτη με το όνομα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου ήταν ζήτημα χρόνου να αποβεί παραγωγική (έστω και σε επίπεδο λογοπαιγνίου) αλλά ομοίως με τον όρο, μένει στον πανδαμάτορα Χρόνο να αποδείξει αν το «κυνόδοντας του Άνθιμου» θα γνωρίσει επιτυχία παροδική (το πιθανότερο) ή όχι.

Για την ώρα χρησιμοποιείται (το τονίζω: περιορισμένα –δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς-) τουλάχιστον από κάποιους φαντάρους για συστρατιώτες - θρησκευτικά βύσματα (όχι απαραίτητα του συγκεκριμένου ιεράρχη).

Τα περιορισμένα κονέ μου δεν επιτρέπουν την επαλήθευση των (βάσιμων βλ. μήδι) υποψιών μου πως ο όρος παίζει (έστω εν είδει αθώου λογοπαιγνίου αδιάφορου για τον οποιοδήποτε -πλην του εχέμυθου σλάνγκου εξομολογητή) και στα εκκλησιαστικά ή όποια άλλα σινάφια.

  1. Χρειάζεται κυνόδοντας για να μπεις κάπου, σε αυτή τη χώρα.
    - Αυτοί που τα ‘φαγαν, δεν είχαν απλώς γερά δόντια, αλλά κυνόδοντα.

(Απ’ το δίχτυ)

  1. –Θα ‘ρθει τελικά για το τριήμερο;
    - Μπααα. Γαμήθηκε το σύμπαν. Τους βυσμάτωσε όλους ένας κυνόδοντας του Άνθιμου. (sic - σπαρταριστό)

Με έκπληξη (το ομολογώ) το βρήκα στο νέτι (από sstteffannoss, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... αντί να κλάψω εγώ.

Τουτέστιν δεν με συγκίνησε καθόλου μα καθόλου αυτό που μου είπαν μόλις, άρα σιγά και μην κλάψω, θα το κάνει κάποιος άλλος για μένα, ποιος, ο υπάκουος σκύλος μου.

Αν δεν υπάρχει σκύλος, λέμε ό,τι ζώο υπάρχει. Αν δεν υπάρχει κανένα ζώο, λέμε πάλι «σκύλος».

Παλιό.

Ανάποδα: βάλε τη γαργαλιέρα στο (χ).

- Τά 'μαθες; Ένας διάσημος, λέει, τραγουδιστής ξυλοκόπησε τη γυναίκα του, τρομερό;
- Μισό να βάλω τον σκύλο μου να κλάψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Cabernet Sauvignon. Ποικιλία κόκκινου κρασιού που απαντάται στην greek ταβέρνα, ενίοτε αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.

Μενού
Αγιορείτικο 14 ευρώ
Σοβινιον Μπλαν 24 ευρώ
Καμπερνέ Αχαρνών 16 ευρώ
...
Ταβερνέ Σοβινιόν 5 ευρώ

..προφανής η επιλογή

(από Vrastaman, 28/02/11)(από Vrastaman, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ακούγεται από τα μεγάφωνα του συρμού του μετρό όταν αναχωρεί από το Σύνταγμα.

Ο Ευαγγελισμός είναι νοσοκομείο στην εν λόγω περιοχή. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται όταν αυτός που την εκφέρει, αν και υγιής, νιώθει ότι έχει φτάσει στα όριά του από διάφορους παράγοντες κι από στιγμή σε στιγμή θα καταλήξει εκεί.

- Καλά ρε φίλε, πώς την παλεύεις κάνοντας τρεις δουλειές, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και με την Μαιρούλα να σε πρήζει;
- Δεν είμαι σίγουρος ότι την παλεύω. Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Εσύ ξέρεις» - «εσύ ξέρεις καλύτερα»: Εγώ ξέρω καλύτερα. Σε πιο προχώ περιπτώσεις μπορεί να σημαίνει και: εσύ δεν ξέρεις τι σου γίνεται, είσαι εντελώς άχρηστος να λάβεις μια σοβαρή απόφαση, το κεφάλι σου έχει μέσα σκατά, αλλά εκτός που είμαι πιο έξυπνος από σένα είμαι και τόσο καλός που δεν θέλω και να σε στενοχωρήσω, οπότε και θα σου άξιζε να σκεφτείς την αυτοκτονία.

Λέγεται συνήθως κατά την διαπίστωση της μη ταύτισης απόψεων για ό,τι, ώστε να διαφοροποιήσει τη θέση του ομιλούντος, χωρίς να πιάσει τον άλλο από τους ώμους να τον κουνάει πέρα δώθε, «ξύπνα ρε» σε φάση.

Ενίοτε προηγείται στο λόγο το «τι να πω» και έπεται το «εγώ πάντως».

-Και είσαι σίγουρος ότι ο σωστός τρόπος να ξεπεράσεις τον χωρισμό σου με τη Μυρτώ είναι να κλειστείς στο σπίτι και να περιμένεις τηλέφωνό της για να τη βρίσεις; (χελόοου μαλάκααα, δεν είναι σωστός τρόπος αυτόοος)
-Εγώ μια φορά να την πάρω δεν πρόκειται έχω και αξιοπρέπεια, αλλά ένα βρίσιμο της χρειάζεται, μου έκλεψαν και το κινητό άρα θα περιμένω να πάρει στο σταθερό και μόλις πάρει τσουυυπ θα την βρίσω και θα προχωρήσω στη ζωή μου. Ε;
-Τι να σου πω αγόρι μου, εσύ ξέρεις, εγώ πάντως πάω για μπίρες με τα παιδιά, άμα θες ξέρεις που θα είμαστε κι έρχεσαι (λούζερ).

Εδώ: Η γυναίκα μιλάει με την κολλητή της.
Γ: «Δεν τον αντέχω άλλο…. Με εκνευρίζει. Πως το λένε… Δεν είμαι καν ερωτευμένη μαζί του.»
Κ: «Γιατί έτσι ρε συ; Τον βαρέθηκες;»
Γ: «Δεν ξέρω… Θέλω να τον χωρίσω… Δεν μπορώ, πως το λένε… Δεν τον αντέχω…»
Κ: «Τι να πω… εσύ ξέρεις…»
Μετά από λίγες μέρες η γυναίκα τηλέφωνο στην κολλητή μέσα στη θλίψη κ το κλάμα…
Γ: «Ααααααααα…… Θέλω να πεθάνωωωω… Με χώρισεεεεεε»
Κ: «Κάτσε ρε συ.. Και κλαις; Εσύ δεν ήθελες να χωρίσετε; Να η ευκαιρία! Ε;»
Γ: «Τον αγαπώ τον αγαπώ τον αγαπώώώώ»

Εδώ: Κουτσουνάκι, όχι δεν είμαι αυτής της λογικής! Σε όλα υπάρχουν και κάποια όρια! Η μόνη λύση είναι να αφήνεις να βγάλει ο ίδιος το φίδι από την τρύπα! Να δούμε αν θα του αρέσει μετά!!! Τί να πω; Εσύ ξέρεις καλύτερα! Εγώ αυτό θα έκανα πάντως! Θα τον άφηνα να μαζέψει τα ασυμμάζευτα από την ελαστική συμπεριφορά του!

Got a better definition? Add it!

Published

Μη βιάζεσαι τόσο, μην προσπαθείς τόσο, κοτάρα, θα σου σκιστεί το καλτσόν...

Μας το λένε όταν προσποιούμαστε ότι προσπαθούμε μια δουλειά επιμόνως χωρίς να τα καταφέρνουμε, επειδή κατά βάθος και κατά πλάτος αντικειμενικός μας στόχος είναι να κάνει κάποιος άλλος την αγγαρεία για λογαριασμό μας.

Το καλτσόν, που σκίζεται (βγάζει πόντους) με το τίποτε (το ακριβό, εννοείται, γιατί τα άλλα με τα 4837986 ντενιέ δεν χαμπαριάζουν ούτε από καύτρα) συμβολίζει εδώ το λεπτεπίλεπτον του ατόμου που καταπιάνεται με μια βαριά προσπάθεια που «δεν του αξίζει».

Είναι όμως και υπονοούμενο της παρθενιάς. Σα να λέμε σιγά που παιδεύεσαι τόσο λες και πρόκειται να σπάσεις την παρθενιά σου.

Βλ. και σκίζω καλτσόν για περαιτέρω σημασίες και σχόλια.

  1. - Σταδιάλα, μου' χει βγήκε η παναγία να ξεβιδώσω αυτό το γαμίδι, να, κάλο έβγαλα στο χέρι κι ακόμα τίποτα, &#^%&*##@!
    - Καλά, καλά, μη σκίσεις και κανα καλτσόν.. Φέρ 'το να το κάνω γω να τελειώνουμε.

  2. - Α δεν μπορώ να το κάνω...
    - Γιατί, μη σου σκιστεί κανα καλτσόν; Άντε πιάσ' τον κασμά και σκάβε, εσύ ήθελες να θάψουμε τον Μανόλη στον κήπο μας για να μην πληρώνεις νεκροταφείο σκύλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άφραγκος. δεν έχω σάλιο. Δεν υπάρχει ούτε φλούδα στην τσέπη.

- Πώς πας οικονομικώς;
- Με δουλεύεις; μου λείπουν 99 ευρώ για να κάνω κατοστάρικο.

Έχω 1 ευρώ...θα μου συμπληρώσετε να το πάρω? (από Τσακ εις την μέσην, 26/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σφυρίζω:
    α. αδιάφορα
    β. μάγκικα
    γ. ανυπόμονα
    δ. με υπονοούμενο.

  2. Το ακατάσχετο μπίρι-μπίρι περί ανέμων και υδάτων.

  3. Το χαζοχαρούμενο άτομο ή αυτός που κάνει τον γερμανό ή ο άκυρος, ο απάλευτος.

  4. Ο επιπόλαιος, ο ό,τι νά 'ναι.

  5. Συνώνυμο του χελόου!, του κουκουρούκου κλπ.

  6. Οι υπεκφυγές και οι δικαιολογίες.

  7. Συνώνυμο του και ταλιμπάν, και τα ρέστα παγωτά.

Παμπάλαια έκφραση, μιας και υπήρξε επιθεώρηση του 1925 (Αντώνης Βώττης και Γρηγόρης Κωνσταντινίδης) με αυτόν τον τίτλο (ο Χότζας θα το θυμάται), βλ. εδώ.

Βλ. και φιρουλί φιρουλό, το οποίο προήλθε από το φιρουλί φιρουλά, κι έτσι απαντάμε και στην απορία του γράφοντα.

  1. α. απαξιώ να δώσω οποιαδήποτε άλλη απάντηση !!! φιρουλί φιρουλά (<--- αδιάφορο σφύριγμα αλά ντόναλντ ντακ !!!) (από το νέτι)
    β. Ένα χαμίνι άρχιζε να σφυρίζει:
    φιρουλί φιρουλά έχασες την ευκαιρία κυρά,
    φιρουλί φιρουλό δεν μπορείς να βρεί γαμπρό,
    φιρουλί φιρουλέ πού’ναι η προίκα σου καλέ,
    φιρουλό φιρουλί τα ξόδεψες σε πατσουλί,
    φιρουλί φιρουλάκι δώσε πίσω το τζιπάκι,
    φιρουλί φιρουλάκι θα είσαι ένα ζητιανάκι,
    φιρουλί φιρουλί πάνε όλοι οι γαμπροί…
    (από το νέτι)
    γ. Γιατί το ξενοδοχείο έχει έναν όροφο που έχει μετατρέψει σε σαλόνι και έχει δωρεάν καφέδες. Και ποτά. Και snack. Ούτε ένας στο μηχάνημα του καφέ, υπέροχα. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Επ! Επ! Ινδός με αθλητικό τρεξίματος, jean και ΜΑΥΡΗ ΦΟΥΝΤΩΤΗ ΓΟΥΝΑ ΓΙΑ ΠΑΛΤΟ απλώνει το δάχτυλο με το χρυσό δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, τεντώνει το μουστάκι ταβανόβουρτσα και ρωτάει πόσο κάνει το κρασί. (Δεύτερος expresso στην ίδια κούπα, η εμπειρία του Ινδού δεν γίνεται να χαθεί. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Είμαι ένας αθώος τουρίστας, φιρουλί φιρουλά, περιμένω τον expresso μου, φιρουλί φιρουλά, φιρουλί φιρουλά).
    (από το νέτι)

  2. - Πώς πήγε το συνέδριο;
    - Όλο φιρουλί φιρουλά και τελικά τίποτα. Μια από τα γίδια.

  3. είσαι στη δουλειά...χτυπάει το τηλέφωνο και σε φωνάζει ο προιστάμενος....πάς και σου λέει ότι να από δω η μαίρη..η κοπέλα που θα σε αντικαταστήσει....δείξτης μερικά πράγματα....οκ την παίρνεις και της δείχνεις δύο μέρες και αυτή είναι φιρουλί φιρουλα...τέρμα άχρηστη....και μαθαίνεις ότι την παίρνει κι ο προιστάμενος...τα παίρνεις και της την λές με τον γυναικείο τρόπο σου και αυτή βάζει λόγια σ αυτόν κι αυτός σε πιέζει με διάφουρος τρόπους εργασιακά κι αυτή φιρουλί φιρουλά κι εσύ κόλαση και ειρωνία....η ερώτηση θάρρους είναι τί θα του έκανες τις επόμενες 5 μέρες...;;;
    (από το νέτι)

  4. Η «φιρουλί-φιρουλά» ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ περί της τήρησης του δημοσιογραφικού απορρήτου, δεν αποτελεί και άποψη ΟΛΩΝ των δημοσιογράφων
    (από το νέτι)

  5. Τραλαρό, τραλαρί… :)
    Όπως και να το κάνουμε πάντα κάνει καλό να ακούμε εγκώμια για το πρόσωπό μας, πόσο μάλλον όταν αυτά γίνονται στο χώρο της δουλειάς. Έτσι δεν είναι;
    Φιρουλί, φιρουλά… :)
    Καλό Σαββατοκύριακο…

  6. Και μη μου λες παπαριές και φιρουλί φιρουλά, περιμένω μια σοβαρή απάντηση και θα την έχω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ετυμολογικά δεν συνδέεται με τον Μέλβιν Τσίτουμ, αν και η εμφάνιση του τελευταίου στο ελληνικό μπάσκετ έδωσε σαφή ωθηση στην λέξη.

Στην ορίγκιναλ εκδοχή του, όπως και το τσου ρε, συνοδεύεται από επίθεση προς την περιοχή των γεννητικών οργάνων με μία ιδιαίτερη χειρονομία: δείκτης και αντίχειρας ενωμένοι, τα υπόλοιπα δάχτυλα μαζεμένα, όπως στη χειρονομία για τα γκαφρά, αλλά χωρίς τριβή των δακτύλων.

Πρόκειται για παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο είτε όντως προσπαθείς να βλάψεις την οικογένεια του άλλου, είτε απλά να τον κάνεις να σκιαχτεί (no fear = δε σκιάζομαι είχα δει σε τοίχο) με σαφή την πρόθεσή σου να μην τον χτυπήσεις. Ενίοτε, βέβαια, το παιχνίδι καταλήγει σε γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου.

Όταν δεν συνοδεύεται από την χειρονομία, όπως συμβαίνει μετά το πέρας της λυκειακής περιόδου, αποτελεί έκφραση κατάφωρης ειρωνείας ως αντίδραση στα άρτι ρηθέντα και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από το ρε. Εναλλακτικά, σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να κλίνουμε την κεφαλή απειλητικά, προσποιούμενοι κεφαλιά.

Αυτονομημένο είναι ισοδύναμο με το τσου ρε Λάκη, αλλά δεν απευθύνεται σε κανέναν Λάκη, όπως και το ίσα ρε.

Λεγόταν τα ενενήνταζ στη λευκάδα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα.

Παράρτημα προφοράς κατά τα κλασσικά στο κάνε.

- πάω 'α χωθώ σ' Στέησ'.
- Τσίτου ρε, έ'εις δει τ' κεφάλ' κ'βαλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified