Further tags

Χαρακτηρισμὸς ὁμαδικῶς ἐκδιδομένης πόρνης, ποὺ δηλώνει ὅτι δὲν ἔχει περίοδο, συνεπῶς ἐργάζεται.

Ὁ χαρακτηρισμὸς περιέπεσε σὲ ἀχρηστία (ὡς τοιοῦτος) μετὰ τὴν ἀπαγόρευσι τῆς ὁμαδικῆς πορνείας τῷ 1967, καὶ κατέληξε σλάνγκ, συνώνυμο τῆς παστρικιᾶς.

Ὅμως ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τῆς παστρικιᾶς εἶναι τελείως διαφορετική: Ἔτσι ἐχαρακτηρίσθησαν οἱ Σμυρνιὲς προσφυγίνες, διότι ἦσαν μαθημένες στὴν ἀτομικὴ καθαριότητα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ὑπόλοιπες γυναῖκες τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ λουτρὸ στὸ σπίτι ἦταν ἄγνωστο, καὶ πήγαινε ἡ μουνόμπιχλα σύννεφο. Σιγὰ-σιγά, ἐπειδὴ οἱ Σμυρνιὲς ἦσαν πιό ἀπελευθερωμένες, καὶ ἐπειδὴ ἡ μαύρη ἀνάγκη ἔρριχνε καὶ κάποιες στὴν εὐκαιριακὴ κυρίως πορνεία (δῶρα, ἀνταλλάγματα, κανένα ψιλό κλπ), κατέληξε νὰ σημαίνῃ ἡ λέξι παστρικιά, τὴν πεταχτή, τὴν εὔκολη, τὴν ἐλαστικῆς ἠθικῆς γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν τὴν πόρνη, ὡς ἐλαφρότερος χαρακτηρισμὸς ἀπὸ τὸ πουτάνα. Ἡ συναφὴς λέξι παστρικοθοδώρα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὰ παραπάνω.

  1. Ἀρχικὴ σημασία: Ἀπὸ κατάλογο πορνῶν σὲ μπουρδέλο τῆς παληᾶς ἐποχῆς:
    - Λίτσα: Ἀργεῖ
    - Πίτσα: Καθαρή
    - Λουκία: Καθαρή

  2. Σημασία μετὰ τὴν ἐθνοσωτήριο:
    - Τί γίνεται ρὲ ὁ Σταύρακας;
    - Τί νὰ γίνεται· καταθέσεις στὸ μουνί κάνει· ὁλόκληρη περιουσία στὶς καθαρές ἔφαγε, ὁ μάλαξ, κι ἔχει μείνει στὸν ἄσσο.

Νίκων ο Μετανοείτε, ο σκληρός αρμένης προσηλυτιστής (από johnblack, 22/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του City-Tour, καθώς είναι πιο εύηχο απ' το σιτι-τουρού, ή σιτι-τουρατζού. Είναι ένα βασικό είδος e-πούτανου, που γυρίζει από πόλη σε πόλη σαν την Μαντόνα και την Τίνα Τέρνερ, και ψαρεύει πελάτες με διαδίχτυα και τα σχετικά πρακτορεία. Κι εδώ υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να πέσεις στην λούμπα φωτοψωνίσματος και τελικά να την e-πουτσίσεις. Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο, οι τουρίστριες είναι η αφρόκρεμα της πουτανιάς, όπου ο κριτικός μπορντέλου φχαριστιέται παράσταση και χειροκροτάει με την ψυχή του.

Ο όρος τουρίστρια είναι βέβαια πολύ συγκινητικός. Ανακαλεί το απωθημένο του Νεοέλληνα για τις Σουηδανές και το ξανθόν γένος. Τώρα με τον σίτι-τουρισμό ο Έλληνας έχει άλλο ένα πεδίον δόξης λαμπρόν για ανδραγαθήματα ως Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ. Μόνο που, φευ, αυτήν την φορά επί πληρωμή, κι όχι με το σπαθί του! Πλην η τουρίστρια αν το έχει το GFE (Girl-Friend Experience) θα τον κάνει με το σπαθί της να θυμηθεί τα νιάτα του (ή τον εναλλακτικό εαυτό του), όταν καβάτζωνε Σουηδές και Δανές τα καλοκαίρια.

Τέλος, οι τουρίστριες έχουν δυστυχώς συχνά πρόβλημα με τα στρουμφάκια και το μόνο αξιοθέατο που βλέπουν από την ωραία χώρα μας είναι το στρουμφοχωριό. Όπως και σε άλλα θέματα η Ελληνική Αστυνομία δεν έχει κάνει ακριβώς το update κι έτσι επικρατεί μια απρόοπτη κατάσταση. Ωσεκτουτού συχνά το κεντρικό State Department των τουριστικών πρακτορείων εκδίδει τουριστικές οδηγίες να μην έλθουν τουρίστριες προς την χώρα μας, λόγω αυξημένου τρομοκρατικού κινδύνου από τρομοκράτες, στρουμφ, ή Δρακουμέλ. Κι έτσι κλαίνε όλα τα αλάνια, που θα μείνουνε χαρμάνια!...

-Τι γίνεται ρε Νίκο, έχεις να μου πεις τα σώβρακά σου;
-Άσε! Δε σου λέω τίποτα! Ήμουν με μια τουρίστρια χτες, μιλάμε για τρελό κρεβάτι. Σαν πορν-σταρ ήτανε!
-Έλα ρε! Τόσο απελευθερωμένη; Κι έκανε τουρισμό τέλη Γενάρη!
-Πάλι καλά να λέμε, που δεν εξέδωσε καμιά οδηγία το State Department να αποφεύγουν οι τουρίστριες την χώρα μας...
-Και τι λέει τώρα; Θα την ξαναδείς, ή ήταν one night stand;
-400 Euro stand ήτανε! Άμα με το καλό μου εγκρίνει η τράπεζα το επόμενο πουτανοδάνειο, θα την ξαναβρώ. Μού 'πε πως θα με περιμένει!
-Πες το απ' την αρχή ντε, ότι τόση ώρα μιλούσαμε για e-πούτανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική μπουδελοσλάνγκ του επίσης συνθηματικού «σερβίρει φραπέ».

Τα ευαγή ιδρύματα που σερβίρουν καφέ αποκαλούνται φραπενεία ή φραπενέδες, οι δε λειτουργοί τους φραπεδιάρες. Τα είδη φραπέ που σερβίρονται ποικίλουν: με καλαμάκι, φραπόγαλο, μακιάτο, ποδοφραπέ, με μπριζόλα, κ.ταλ. Όσα δεν σερβίρουν αποκαλούνται ντεφραπεϊνέ, και οι επίμονοι θαμώνες τρώνε πόρτα λόγω αφραπάζ, θεωρούμενοι personae non frappa.

Μια σύντομη ιστορία του σερβιρίσματος καφέ.

Ανασεισίφαλλαι πρόσφεραν νηφοκοκκόζωμο σε πορνοκόπους ευφραπαίδες από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Το σερβίρισμα καφέ per se (πέρα από τα πλαίσια των εργασιών του αρχαιότερου επαγγέλματος) παραδόξως ξεκίνησε στα εβδομήνταζ από μέντιουμ που διαφήμιζαν τις υπηρεσίες τους σε περιοδικά όπως ο Θησαυρός, η Βεντέτα και το Ρομάντζο (βλ. εδώ). Επρόκειτο για πρόδρομους των μασατζίδικων, που πήραν πανηγυρικά την σκυτάλη στα ογδόνταζ.

Στα ενενήνταζ, πολλά στριπτιζάδικα μετουσιώθηκαν σε φραπεδομάγαζα, όπου ο καφές έρεε άφθονος σαν καμπανίτης οίνος. Η κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων επηρέασε την βιοποικιλότητα των Flocafe με την κάθοδο δίμετρων ουκρανάιζερ κ.α. ειδών φραπόμουνων.

Το paradigm shift κλιμακώθηκε περαιτέρω με την παγκοσμιοποίηση, και ο σημερινός φραπεδοκράτορας έχει to embarras du choix να φραπεδιάζεται πίνοντας καφέ από όλες τις ηπείρους και στη συνέχεια να καταγράφει τις εμπειρίες του και να ανταλλάσσει φραπεδοκουβέντες σε σχετικές ιστιοσελίδες.

[img]http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/f4/Cafe_bombon2.jpg/220px-Cafe_bombon2.jpg[/img]

Σ.ς.: αφιερώνεται σε όλους τους φραπελημματογράφους του σλανγκρρ: στον χαμένο ποιητή Γιάννη Μίχα που ανέβασε το πρώτο φραπελήμμα (φραπεδιά) σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια καθώς και στους άξιους συναγωνιστές Dirty Khank, Gatzman, ΜΧΣ, electron, Αλλιβέ, κ.α. Liberté, égalité, frappernité!

1. Φιλε megousta καλη η nova αλλα μεχρι εκει. δεν σερβιρει καφε, σε μενα τουλαχιστον, αν και την εχω παρει αρκετες φορες για χορο στο παταρι

2. Εχει παρει χορο κανεις μια κατερινα ελληνιδα πιτσιρικα; μου φανηκε πολυ εκφυλο...Moυρλή κεφαλλονίτισσα... Έκφυλη, βρωμόστομη, και απολύτως ελεύθερα πιασίματα στο πριβέ... σεξ σοου κανονικό (είπαμε: δε σερβίρει καφέ το κατάστημα)

3. Ο χορός στη πίστα ένα ατελείτο ζάλισμα του στύλου που μάλλον γέλιο προκαλεί μερικές φορές. Τελική κατάληξης στα χέρια της εργάτριας Λουίζας που σερβίρει τον καφέ με μπόλικο αφρό κατά της 6 και αναχώρησης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες συνομοταξίες νοικοκυροπουτανώνε:

1. (Ο Ηλίας Πετρόπουλος) άφησε πίσω του, εκτός από τα 80 του βιβλία, πολλά άρθρα σε περιοδικά και άφθονα χαρακτηριστικά, αιχμηρά επίθετα, με τα οποία του άρεσε να «στολίζει» πρόσωπα γνωστά, απ' την επικαιρότητα και την ιστορία: «ειδεχθής» λοιπόν η Μπουμπουλίνα, «νοικοκυροπουτάνα» η Μαντώ Μαυρογένους, «τράγος» ο Π.Πατρών Γερμανός και «πουστόμαγκας» ο Βελουχιώτης. Δεν άφησε απ'έξω όμως ούτε τους σύγχρονούς του, τον Ελύτη (αστοιχείωτος), τον Σαββόπουλο (τσογλάνι της ορθοδοξίας), τον Βέλτσο (καραγκιόζης), μέχρι και τον Κώστα Σημίτη (τιποτένιο ανθρωπάριο)…

2. Στη Νεοελληνική Αθυροστομία της Μ. Κουκουλέ το γυναικείο αιδοίο αποκαλείται οντάς (στο δίστιχο: «μες στσ’ Αγγέλας τον οντά / μαύρος ντούμπανος βροντά»), κλαπαρχίδω και ψωλοσακατεύτρα ονομάζεται η ερωτική γυναίκα. Βρίσκουμε ακόμα την κατάρα «να στραβοψωλιάσεις!», τους χαρακτηρισμούς σεμνής γυναίκας: «χριστιανομούνα, αγαθομούνα, νοικοκυρο-πουτάνα», τα παρωνύμια γυναικά: Μουνοκαίσαρας, μουνοβοσκός, τη φράση «έπεσε μουνοθύελλα»= ήρθε πλήθος γυναικών.

3. Ηταν ένα πολύ κλειστό κύκλωμα από αεροσυνοδούς, ψιλομοντέλες, ελληνίδες και ξένες, κανά δυό νοικοκυροπουτάνες είχε μια γαλλίδα, μια αυστριακιά, κανα δυό αγγλίδες..μία ιρλανδέζα, μία απίστευτη Μαροκινή και μια αμερικάνα ( η μόνη που έκανε και μασάζ κλπ. Φαινομενικά αν θυμάμαικαλά νοικιάζανε κότερα ή κάτι τουριστικό κάνανε.. επί της ουσίας ακονίζανε «κατάρτια» lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουτσιστική προσφώνηση, όπως λ.χ. το μωρουλίνι κ.τ.ό. Είναι όμως αρκετά πασέ, ενώ αντιθέτως το θηλυκό αγαπούλα διατηρεί εισέτι την ικμάδα και την ρώμη του.

  2. Οπότε, αγαπούλης, είναι κυρίως αυτός που από άλλους άντρες θα χαρακτηριστεί έτσι, κι όχι από την γυναίκα, υπονοώντας και εμμέσως και σαφώς ότι ο τοιούτος είναι μουνόδουλοςμουνοείλωτας αν έχει πέσει σε γυναίκα- Λεωνίδα που του κάνει το κρεβάτι this is Sparta).

  3. Η σημαντικότερη υποπερίπτωση του 2 είναι κττμγ η σημασία του αγαπούλη στην ιδιόλεκτο των μπουρδελιάρηδων. Συμβατικά θα ορίζαμε ότι ο αγαπούλης είναι ο ανιάτως πάσχων από πουτανοκαψούρα. Είναι όμως περισσότερα, είναι ένα δομικό σημαίνον. Είναι ο απόβλητος σε αντιπαράθεση προς τον οποίον η μπουρδελοκοινότητα ορίζει τον εαυτό της. Κάτι σαν τον αιρετικό για τους Χριστιανούς, τον ακροδεξιό για την δημοκρατική κοινωνία μας, ή τον Μπάμπη για το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα. (Και όπως ο χριστιανός θα κληθεί να κάνει αυτοκριτική για τον αιρετικό μέσα του, ή ο Σλάνγκος για τον εντός ημών Μπάμπη, έτσι ο μπουρδελιάρης θα κληθεί να αποτάξει τον αγαπούλη ως αποδιοπομπαίο μέρος του εαυτού του).

Ο αγαπούλης είναι αυτός που θέλει να συνδυάσει την εξασφάλιση του εκτονωτικού πληρωμένου σεξ (αναγκαιότητα) με ερωτικό αίσθημα (ενδεχομενικότητα). Αποτελεί την ζώσα απόδειξη μεταεγελιανών θεωρήσεων όπως λ.χ. του Slavoj Zizek ότι η επιθυμία συνίσταται από το μάταιο κυνήγι της σύμπτωσης των αντιθέτων (coincidentia oppositorum στην δυτική μεταφυσική) που πυροδοτεί μια ατέρμονη όσο και μάταιη (πλέον στον μεταμοντέρνο κόσμο μας) διαλεκτική, εν προκειμένω εννοώ την σύνθεση ανάμεσα στο ότι ο αγαπούλης πλερώ για να μπορέσει να ρίξει έναν κρύο χωρίς περιπλοκές, αλλά επιμένει να θέλει να παρεισφρήσει και τη ζεστασιά ενός αισθήματος.

Οι παρενέργειες είναι πολλές για την υπόλοιπη μπουρδελοκοινότητα. Κατ' αρχήν, δουλεύει άσχημα ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, καθώς με το να ζητάει λίγα και να προσφέρει πολλά ο αγαπούλης εθίζει τις κορασίδες να ζητάνε πολλά και να προσφέρουν λίγα.

Δεύτερον, ως προς την διαδικτυακή οργάνωση της μπουρδελοκοινότητας, ως κριτικός μπορντέλου ο αγαπούλης γράφει αναξιόπιστες κριτικές, αποπροσανατολίζει τις μπουρδελικές μάζες και εντέλει γίνεται νεροκουβαλητής στον μύλο του κάθε νταβά και του κάθε προμοτεράκου. Ή, αντιστρόφως, ο πικραμένος αγαπούλης μπορεί να επιτίθεται άδικα σε μια κορασίδα, επειδή δεν ανταπέδωσε τα ερωτικά του αισθήματα (όπως και έπρεπε να κάνει) και γράφει κριτικές που την καίνε υπονομεύοντας και πάλι το κοινωνικό λειτούργημα του μπουρδελοκριτικού.

Τρίτον και πιο επίκαιρο, ο αγαπούλης αποτελεί την επιτομή του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα. Ενώ δηλαδή άλλοι λαοί γαμάνε καλά, είτε γιατί ξέρουν τι θέλουν, όπως στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της Εσπερίας, που αφήνουν τον μπουρδελικό νόμο προσφοράς και ζήτησης να δουλέψει υγιώς, είτε γιατί γαμάνε τζάμπα και δέρνουν κιόλας, όπως οι εραστές των κορασίδων στις χώρες καταγωγής τους, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας δημιουργεί αγαπουλοδίαιτες κορασίδες, που κατ΄ αντιστοιχία των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων λειτουργούν μη υγιώς και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα. Σε περίοδο οικονομικής κρίσης, ο αγαπούλης είναι η αυτοκριτική που κάνουν οι Έλληνες στον εαυτό τους, στο ερώτημα Τίς πταίει, όπως αντίστοιχα στην οικονομία μιλάμε για το υπερτροφικό κράτος, το δημοσιοϋπαλληλίκι, την φοροδιαφυγή κ.τ.ό.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, στα μπουρδελοσάη γίνονται ενίοτε κυνήγια αγαπούληδων, και προτείνονται παραδειγματικές τιμωρίες τους, λ.χ. να κρεμαστούν στην Πλατεία Συντάγματος, προς συμμόρφωση και των μελλοντικών γενιών μπουρδελιάρηδων, τα οποία όμως έχουν πολύ λιγότερη ή μηδενική επιτυχία σε σύγκριση με άλλα κυνήγια αποβλήτων στο παρελθόν.

Για να μην βάζουμε, όμως, όλους τους αγαπούληδες στο ίδιο καλάθι, υπάρχουν πολλά είδη. Ο μαλακάκος, ο μεγάλος μαλάκας, ο κύριλλος, ο πουρέιντζερ ή αντιστρόφως το νινί που πάει να μαμήσει την μιλφού, ο αγαπούλης από άποψη ή ο αγαπούλης από έλλειψη αναστοχασμού και άλλα.

Θα διακρίνω τους αγαπούληδες μόνο ως προς το αντικείμενο του πόθου τους:

α) Ο κλασικός αγαπούλης που πάσχει από απλή πουτανοκαψούρα, και θα καψουρευτεί την κυρίως ειπείν πόρνη, λ.χ. σπιτικιά, καλντεριμιτζού, κωλ-γκερλ παλαιάς κοπής ή ό,τι. Οι δυνατότητες να κάνει κάτι πιο ενδεχομενικό είναι σχετικά περιορισμένες, θα αφήσει ένα παχυλό τιπ, θα ζητήσει το γκουφουέ, θα αναζητήσει την Ζωή Λάσκαρη στην κορασίδα, θα γράψει μετά μια αναξιόπιστη ευμενή κριτική σε μπουρδελο-σάη όπου θα τα πρήζει στους υπόλοιπους ότι δεν θα αναφερθεί στις ιδιωτικές προσωπικές στιγμές που πέρασε με την αγαπημένη του. Αν θελήσει να την συνταξιοδοτήσει θα πρέπει να έλθει αντιμέτωπος με όλο το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται, οπότε δεν έχει πολλές δυνατότητες.

β) Επειδή ο παραπάνω ανθρωπότυπος δεν είναι ελληνική πατέντα, αλλά καθολικό, ο Αμερικλάνος, που είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού, εφηύρε μία έσκορτ (συνοδό) νέας κοπής, το Girl Friend Experience, ελληνιστί γκομενοφάση, και είπε στον τοιούτο: Έτσι, αγαπούλη, κανονικά και με το νόμο! Ήτοι κατηγοριοποίησε ειδική εκδοχή κορασίδος που θα έχει α πριόρι ως target group τους αγαπούληδες. Στις προηγμένες κοινωνίες της Εσπερίας, σε έναν όμορφο κόσμο ηθικό, αγγελικά πλασμένο, που βλέπουμε λ.χ. σε μυθιστορήματα του Houellebecq και σε ταινίες του Woody Allen, το τοιούτο εσκορτίδιο μπορεί να κάνει διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης και να χρησιμοποιεί το εσκορτιλίκι ως υποτροφία, εβέντουαλjυ δε συνταξιοδοτείται από τον πιο επίμονο αγαπούλη που είναι σαραντάρης μεγαλοδικηγόρος εργένης και της κάνει τρία παιδιά.

Αυτά βέβαια δεν παίζουν και πολύ στην Ελλάδα όπου η κάθε πορνεία είναι σκλαβιά κατά το μάλλον ή μπήχτον (όπως άλλωστε και παντού). Το ενδιαφέρον με αυτά τα γκουφουέ ή σούπερ-γκουφουέ είναι ότι σε οριακές περιπτώσεις ενδέχεται και να μην προσφέρουν καθόλου σεξ, αλλά μόνο ψυχολογική υποστήριξη. Το κρίσιμο εν προκειμένω δεν είναι να πέσει πούτσος, αλλά να επανεκδραματίσει ο αγαπούλης πάνω στο εσκορτίδιο όλες τις κακές σχέσεις που είχε με προηγούμενες μπίτσι γυναίκες της ζωής του, με την μάνα του σημαιοφόρο. Αυτό όμως δεν παίρνει απλώς την μορφή ενός σκληρού γαμησιού (η παραδοσιακή μορφή επανεκδραμάτισης), όπου ο μπουρδελιάρης παίρνει εκδίκηση για τις ρήαλ λάιφ γυναίκες του μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος και ηδυπαθούς ρευστοποίησης. Μπορεί να συμβεί και με μια μορφή ψυχανάλας, όπου το γκουφουέ εσκορτίδιο ως θέσει γιαλόμα δεν είναι ακριβώς η tabula rasa (λευκός πίνακας) της ψυχαναλυτικής μεταβίβασης, αλλά πάντως αποτελεί μια ουδέτερη οθόνη που οφείλει να κολακεύει τον αγαπούλη, να ενισχύει εντέχνως την αυτοπεποίθησή του, αλλά ούτε τόσο κραυγαλέα ώστε να καταρρεύσει η ψευδαίσθηση αυτού του μπουρζουάδικου θεάτρου (δίκην μπρεχτικής αποστασιοποίησης), ούτε όμως και πιο θερμά από ό,τι επιτρέπει ο ρόλος της ουδέτερης ψυχανάλας. Η διαφορική διάγνωση του γκουφουέ νέας κοπής είναι ότι ο αγαπούλης πληρώνει λιγότερο για το σεξ και περισσότερο για να λάβει κομπλιμέντα σχετικά με τον ανδρισμό του, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα ιδίως μέσα στην αμερικανική κουλτούρα της αυτοπεποίθησης και της καπιταλιστικής λογικής ότι ο καπιταληστής οφείλει να είναι γαμαωδέρνουλας, αλλιώς να πάει να γίνει κομμουνιστής. Η απόδειξη είναι ότι, όπως αναφέρουν κοινωνιολογικές μελέτες, ενίοτε δεν πέφτει καν πούτσος με τα έσκορτ νεάς κοπής, ούτε για δείγμα, βλ. την ανάλυση εδώ.

Παίζουν τα παραπάνω στην Ελλάδα; Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Έλληνας είναι στην ζιζεκιανή λογική της επιθυμίας ως αλυσιτελούς θήρας της σύμπτωσης των ασυμπτώτων, οπότε δεν ικανοποιείται με το αμερικανικό στυλ, τύπου ξέρω τι ζητάω, σήμερα πληρώνω για να μου αυξήσουν την αυτοπεποίθηση, αύριο πληρώνω για σεχ, μεθαύριο πληρώνω το κατιτίς παραπάνω για ένα ούμπερ GFE- PSE που θα μου προσφέρει όλο το πακέτο των ποικίλων μετουσιώσεων της λιβιδούς. Ο Έλληνας, α) οπωσδήποτε θα γαμήσει, και β) μπορεί άμα λάχει να κάνει και μια ψυχ-ανάλα με το ούμπερ-εσκορτίδιο, αλλά με την έμφαση στο δεύτερο συνθετικό. Άλλωστε το πληρωμένο σεχ παραμένει βρώμικο και το όποιο γκουφουέ, συνήθως με τουρίστριες δεν ξεφεύγει από την βρωμιά και την σκλαβιά. Εξάλλου, ίσως και η αμερικάνικη λογική πληρώνω για να σου ξεφορτώσω τα προβλήματά μου κι εσύ να κολακέψεις τον ανδρισμό μου να είναι πιο απάνθρωπη ως γαμήσι της ψυχολογίας από το συμβατικό γαμήσι.

γ. Μια ιδιάζουσα μορφή αγαπούλη εντοπίζεται μεταξύ στριπτιτζόφιλων. Εκεί υπάρχει ο δυισμός πουτό-χουρός με τρίτη μεταβλητή το άγνωστο φραπέ. Οπότε ο αγαπούλης είναι αυτός που πλειοδοτεί στο πουτό με μόνιμη κορασίδα, μειοδοτεί στις πιο κίνκι ενδεχομενικότητες, (το φραπέ γίνεται μόνο σ' αυτόν κατ΄ εξαίρεση από και καλά ντεφραπεϊνέ τρύπερ), και επιζητεί πιο ενδεχομενικά είδη φιλούρων, τ. γλωσσόφιλα, γλωσσίδια κ.τ.ό. Στο διάτρητο περιβάλλον του φραπενέ το όλο παιχνίδι του αγαπούλη γίνεται υπό το βλέμμα των γκαρσονιών και της μάρκας (που καλείται να υπολογίσει στο περίπου το ποσό αισθήματος που επιδαψιλεύει η κορασίς στον αγαπούλη και αν είναι προς το συμφέρον του μαγαζιού ή προς ζημίαν του) και προσλαμβάνει στοιχεία θεάτρου του παραλόγου με λίγο από μπρεχτική αποστασιοποίηση (= διάρρηξη της θεατρικής σύμβασης), όταν λ.χ. τα γκαρσόνια θα χειροκροτήσουν τον αγαπούλη που έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο κ.ο.κ. Οι Έλληνες αγαπούληδες στρηπτιζόφιλοι είναι μάλλον κάπου σε μια νεφελώδη μέση μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος (σε παρακμιακά ευαγή ίδρυμα του κώλου σε άλλες χώρες) και ηδυπαθούς ρευστοποίησης (στα κυριλάδικα αφραπάζ της Εσπερίας).

Τέλος, είναι συχνό και το celebrating & undermining, όπου ένας μπουρδελιάρης αναλαμβάνει περήφανα τον χαρακτήρα του αγαπούλη για να αποδομήσει την υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ αγαπούλη και σκληρού μπουρδελιάρη. Άγνωστο αν πρόκειται για πραγματικούς αγαπούληδες ή για τρολεατζήδες που θέλουν να επισύρουν πάνω τους την κατακραυγή.

Disclaimer το γνωστό, να μην επαναλαμβάνομαι, τα παραπάνω είναι προϊόν γλωσσολογικής έρευνας στο Διαδίκτυο και τα ρέστα παγωτά, βλ. και παραδείγματα.

  1. - Αχ, μωρουλίνι μου, δεν θα ήταν πιο ωραίο να μου πάρεις το μονόπετρο για τους αρραβώνες μας;
    (σ.ς.: Θα παρατηρήσατε ότι το μεναγκό δεν χρησιμοποίησε τον όρο αγαπούλης, καθώς ο τελευταίος χρησιμοποιείται σπάνια από γυναίκες).

  2. - Τον μαλακάκο τον Μήτσο δεν τον έχουμε ξαναδεί από όταν τα έφτιαξε με τη Δώρα, γαμώ τον αγαπούλη μου γαμώ.
    - Προτείνω να τον ανεβάσουμε λήμμα στο σλανγκρ στην κατηγορία Σιχαμερά, να τον κάνουμε ρόμπα.
    - Μπράβο, καλή ιδέα, πώς δεν το είχαμε σκεφτεί πρωτύτερα; Θα έχει τίτλο Μήτσος, ο, και ορισμό: Ο μαλάκας αγαπούλης.
    Κλαπ κλαπ κλαπ, χειροκροτήματα.
    (Λάιβ ανταπόκριση από τρελό παρεάκι από αυτά που χαλάνε το σάη μας).

  1. Αποσπάσματα από μπουρδελοσάη με αλλαγμένα τα ονόματα:

α. Γενικά περί αγαπούλη.

i. - Όλες τους vομίζουν ότι με τη μία θα βρούνε 10 αγαπούληδες, και θα λύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα . Κατά την άποψη μου, ανάλογα βέβαια και με τη ηλικία του καθενός, τις περ/ρες από αυτές τις κρυφές, σε ένα bar, ούτε που θα γύρναγες να την κοιτάξεις.
- αγαπουληδες ολοι ειμαστε απλα ο καθενας με τον τροπο του μαλακοκαυλης αγαπουλης, φινετσατος αγαπουλης, σοβαρος αγαπουλης κοκ

β. Αγαπούλης κοκοράκι.

Παντως θεωρω καλυτερο να εχει κανεις αντοχες παρα να ειναι αγαπουλης και να χυνει με το που την βλεπει...

γ. Αγαπούλης περίεργος

- Δεν καταλαβαινω γιατι θα πρεπει να ξερουμε, και στο κατω κατω γιατι να μας ενδιαφρει, ποιος ειναι το «αφεντικο» σε καθε μαγαζι και πως εγινε η αγοραπωλησια. Αυτο που πρεπι να μας ενδιαφερει, ΝΟΜΙΖΩ, ειναι το ποιες κοπελες δουλευουν και ενα κανουν καλά την δουλειά τους.
- σωστος.μην δινεις σημασια, αγαπουλης ειναι που δεν του καθεται η τζέσικα και εχει λησαξει.1000%.

δ. Αγαπούλης ή προμοτερακος;

i. - Τελικα τι ειμαι, νταβατζακος, κλωνος ή η Τζέσικα αυτοπροσωπως;
- τιποτα.....απλα ενας μαλακακος αγαπουλης.....

ii. - αλλα η νταβατζακος εισαι και στην θιξαμε η μεγαλος αγαπουλης που εχεις σκασει μια περουσια στο κωμοδινο...
- νταβατζης ειμαι τυπε τα παιρνω απο κατεστραμενους

iii. Συμπολεμιστες να ρωτησω τους πιο εμπειρους,αυτος ο μήτσος 72 ειναι προμοτορας/αγαπουλης/«πουλημενος»;;;

iv. επειδη ή νταβας εισαι ή αγαπουλης εισαι ή απλώς προμοτερακος, σε καθε περιπτωση εισαι αναξιοπιστος..Γενικα στο θαψιμο εδω μεσα πρεπει να ειναι κανεις πολυ επιφυλακτικος και να φιλτραρει με προσοχη τα οσα λεγονται γιατι ποτε
κανεις δεν ξερει ποιος πικραμενος,αγαπουλης,ανταγωνιστης νταβατζης,.. μπορει να κρυβεται ιδιαιτερα πισω απο κακες κριτικες.

ε) Αγαπούλης που κάνει πανηγυρισμό και υπονόμευση.

i. Θελω να γινω «αγαπουλης» της Ζετας, να γραφω κριτικες για αυτην και να πεφτει κραξιμο!!!

ii. απο που να αρχισω;;;
που δεν εχω γαμησει την τζέσικα;;;
που θα μου φαει αλλα 30 αειγαμησουποντ μεχρι να την γαμησω;;;
που δεν θα την γαμησω ποτε γιατι ειμαι αγαπουλης;;;
(σ.ς.: agapulius autoklapsomounius)

iii. Εμενα με εκφραζει το «οχι μονο δεν μου κανουν εκπτωση, αλλα δινω και 20 ευρω τιπ επειδη ειμαι αγαπουλης».

στ) Αγαπούλης κλασικός μαλάκας Έλληνας.

Επίσης [ενν. οι Ρώσοι] έχουν την μουνάρα σύντροφό τους γραμμένη στα αρχίδια τους από την πρώτη στιγμή και ποτέ δεν θα υπάρξουν αγαπούληδες όπως εμείς.
δεν εχεις ιδεα τι εστι ρωσος αγαπουλης. απλα ειναι αλλη κατηγορια αγαπουλης. αγαπη που ποναει παϊδια

ζ) Αγαπούλης μουναχο φαγάς.

Υπεργαλαξιακα βυζομπαλα Ποιος αγαπουλης σπονσορας μας τα στερει;;; ...

η) Στρηπτιτζόφιλος.

Οσον αφορα περι Στριπ Κλαμπ ,φαινεται πως εισαι αμετανοητος αγαπουλης .Ψαχνεις και συ για...Αγαπη(!) στο στριπ κλαμπ !
Το θεμα ειναι οτι οι τυποι σαν και σενα χαλανε την πιατσα.Κακομαθαινουν τις στριπτηζουδες ,που θεωρουν τους ελληνες θυματα.Κανονικα θα πρεπει να απαγορευεται οι τυποι σαν εσενα ,οι αγαπουληδες ,να μπαινουν στα στριπ κλαμπ.

"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)Οι αγαπούληδες θάλλουν μεταξύ του συμπαθούς σιναφιού των ηλεκτρολόγων. (από Khan, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα, το πουταναριό η καριόλα, η πληρωμένη, η τροτέζα, το πουταναριό, η ξεμπουρδελεμένη.

- Ρε Μήτσο, εκείνη την Ουκρανή τη μουνάρα την κανόνισες τελικά ρε;
- Άσε ρε με την πόρνη. Πήγα την άλλη μέρα στην παραλία και την είδα να γαμιέται μ' έναν καριόλη. Μη μου το θυμίζεις.

(από patsis, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από το «πουτάνα» και το «Τιτανικός». Προέρχεται από τίτλο τσόντας των late '90s, που παρωδούσε την οσκαρούχο ταινία. Έχει δύο σημασίες.

α) Λόγω του μεγέθους του Τιτανικού, ο Πουτανικός αντίστοιχα είναι το πουταναριό, ήτοι η μεγάλη συνάθροιση από πουτάνες, ή η καραπουτάνα, δηλαδή η πουτάνα στον υπερθετικό βαθμό.

β) Λόγω της γνωστής τραγικής κατάληξης του Τιτανικού, ο Πουτανικός είναι η φαρμακομούνα πουτάνα, που σηματοδοτεί το μουνοβατερλώ του μπουρδελιάρη. Είτε λόγω κάποιου παράσημου, είτε κάποιας συναισθηματικής εμπλοκής, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πουτανοκαψούρα. Γενικά, ο Πουτανικός είναι ο πούτανος - τραγωδία, ο πούτανος που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...

«Δεν είν' πουτάνα, δεν είν' πουτάνα, αυτό που γάμησα,
είναι σου λέω πανικός,
ένας σωστός Πουτανικός,
και θα 'ναι θαύμα, αν δεν την πούτσισα»
(Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - για την παράφραση Hank).

(από Khan, 10/11/12)"Ένας μικρός Τιτανικός" (από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

Το στειλιάρι είναι μια εξαιρετικά σλανγκενεργής λέξη από ό,τι φαίνεται από τους πολλούς ορισμούς που έχουμε που δίνουν και τη δόκιμη σημασία και πολλές ακόμη σλανγκικές.

Θα συμπληρώσω με μία σχετικοάσχετη σημασία που έχει στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει μια γυναίκα πολύ λεπτή και μάλλον ψηλή, η οποία βασικά είναι άβυζη, ενίοτε δε μένει όχι μόνο στην αβύζου, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία. Είναι δηλαδή ψηλόλιγνη, ευθυτενής, χωρίς καμπύλες, θυμίζοντας το ομώνυμο εργαλείο. Υπό Κ.Σ., το στειλιάρι θα έπρεπε να είναι μειωτικός χαρακτηρισμός, εφόσον αναφέρεται σε άβυζη και ενδεχομένουσλυ άκωλη γυναίκα, όμως υπάρχουν πλείστοι όσοι στειλιαρόκαυλοι, και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Κατ' αρχήν το στειλιάρι έχει κορμί λαμπάδα, χωρίς κανένα μα κανένα γραμμάριο περιττού λίπους. Γενικότερα, βγάζει κάτι το εφηβικό και teen, κάτι σαν πετίτ, χωρίς να είναι πετίτ ένα πράμα, ή κάτι το ψηλόλιγνο ανατολικομπλοκέ και αθλητικό. Και, για να αναφερθούμε στις πιο σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης, βγάζει και μια κακουχία και ταλαιπωρία, Κύριος οίδε από ποια δεινά συνδεόμενα με τις απάνθρωπες συνθήκες του σύγχρονου trafficking, μια κακουχία η οποία δεν αποθαρρύνει, αλλά μάλλον εξιτάρει τους λεβεντοτσολιάδες Ελληνάρες πελάτες. Και μάλλον η επιτυχία που έχουν τα στειλιάρια οφείλεται στο ότι βγάζουν σαδιστικά καφροσέξουαλ γούστα. Δεν το βρίσκω στον γούγλη ως γενικότερο γυναικότυπο, φιγουράρει όμως πρώτο πρώτο στο Λεξικό της Μπουρδελικής (αυτό το αναγκαίο update του Πετρόπουλου), οπότε δίνει πολλά αποτελέσματα σε αυτή τη συνάφεια.

Μικρή πίπα (που λέει κι ο Βικάριος): Το στειλιάρι δέον να συνδεθεί στο σλανγκοσύμπαν με τις λέξεις, οι οποίες δηλώνουν αφενός το πέος, αλλά αφεδύο και την γκόμενα που ερεθίζει το πέος. Παρόμοιες λέξεις είτε δηλώνουν κάτι το ίσιο και ευθυτενές, όπως η λαμπάδα, που ισχύουν είτε για το έγκαυλον πέος, είτε για το ψηλόλιγνο γυναικείο κορμί, είτε περισσότερο αξιολογικές εκφράσεις, όπως λ.χ. τα όπλο και εργαλείο που μετωνυμικώς χαρακτηρίζουν και τον μπαργαλάτσο και την γκόμενα που τον σέρνει, θυμίζοντας άλλωστε τη λακανιανή ρήση ότι ο άντρας έχει τον φαλλό, αλλά η γυναίκα είναι ο φαλλός, ή, όπως θα λέγαμε σλανγκικώς, η γυναίκα είναι το καυλί. Ωσεκτουτού, η γυναίκα στειλιάρι, είναι μια γυναίκα- εργαλείο που μετωνυμικώς κάνει και το δικό σου εργαλείο εργαλείο.

Και επειδή είμεθα σλανγκαρχίδηδες τουκανιστές, να σημειώσουμε ότι η σωστή ορθογραφία είναι στειλιάρι με έψιλον ιώτα, ετυμολογούμενο από: < μεσαιωνικό στειλιάριον, υποκοριστικό του αρχαίου στε(ι)λεός, παράλληλο του τύπου στε(ι)λεά (=ξύλινη λαβή εργαλείου, αξίνας) από αμάρτυρο ουδέτερο **στέλος*, οπότε εντάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια του ρήματος στέλλω που συνδέεται και με το γερμανικό stellen και πολλά άλλα.

  1. Εμμανουελα το καυλωτικο μελαχρινο στυλιαρι με την ποντικοφατσα και το ανυπαρκτο στηθος, εχει τιμηθει με σουπερ εντυπωσεις.
  2. Μπαίνοντας μέσα βλέπω το στυλιάρι που ακουει στο όνομα χυστίνα.
  3. συγχρόνως μου έκανε τσιμπούκι, μέτριο θα έλεγα! Είχα καυλώσει πολύ όμως με το στυλιάρι και της είπα να ανέβει από πάνω... (Όλα από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified