Further tags

Υποκοριστικό του πουτάνα, έχει όμως ορισμένες σημασιολογικές αποχρώσεις που δικαιολογούν κττμγ μια ξεχωριστή ανάρτηση.

  1. Ως υποκοριστικό εἰναι πιο γουτσιστικό από το πουτάνα, βγάζει μια τρυφερότητα, μπορούμε να φανταστούμε να το λέει κάποιος λαγνοβοών γαμησιάτικα μπινελίκια, νταξ σεξιστικό και προσβλητικό μπορεί να είναι, αλλά είναι λιγότερο βαριά προσβόλα από το πουτάνα.

  2. Παραπέμπει σε νεαρό ξέκωλο, ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, τσουλάκι, τσιμπουκοϋβρίδιο, δηλαδή σε λολιτοειδές που ξεσηκώνει με την προκλητική του εμφάνιση, νάζια, καμώματα και λοιπή συμπεριφορά.

  3. Επειδή εδώ μας ενδιαφέρει η γλώσσα, να σημειώσω ότι το καίριο είναι ότι συνοδεύεται συχνά από μια Γενική Κτητική. Κάποιος είναι το πουτανάκι κάποιου. Το οποίο σημαίνει μια σχέση απόλυτης υποταγής, διαθεσιμότητας, συχνά εξευτελισμού και διαθεσιμότητας στον εξευτελισμό, μια σχέση πάγια εντέλει που πολλές φορές μάλιστα πανηγυρίζεται από την πλευρά του πουτανακίου ως απόλυτη ερωτική αυτοπροσφορά. Άλλο τώρα ότι συχνά δημιουργούνται διαλεκτικές τύπου Εγελιανής διαλεκτικής κυρίου-δούλου ή διαλεκτικής μπότομ φρομ δε τοπ. Αυτός που έγινες πουτανάκι του είναι συχνά και αυτός που σε έκανε πουτανάκι εν γένει.

  4. Η Γενική Κτητική μπορεί να αφορά και σε τόπο. Παραμοσχάρι το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. Σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και τα οριστικά άρθρα.

  5. Ένα κλικ πιο μεταφορικά μπορεί να σημαίνει άνθρωπο εθελόδουλο που εκχωρεί το αυτεξούσιον, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του για να γλείφει τους ισχυρούς και τα συμφέροντα. Και πάλι έχει σημασία η Γενική Κτητική, ποιανού πουτανάκι έχεις γίνει. Και πάλι μπορεί να πανηγυριστεί ότι "ναι θέλω και γίνομαι το πουτανάκι τους αλλά για τον τάδε σκοπό".

  6. Ταυτοχρόνως δεν παύει να έχει και τις διάφορες υβριστικές σημασίες του πουτάνα, λ.χ. αφερέγγυα, προδότρα, μπιτσάρα σε ένα πιο χαριτωμένο κλικ.

  1. Ευρωπαία μουνάρα πουτανάκι γαμιέται για λευτά με άγνωστο στον δρόμο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. Αγαπητό Cosmopolitan: όλο με καλεί στο σπίτι του για ταινία και όλο με φιστικώνει! Tελικά είμαι σινεφίλ ή πουτανάκι; (Εδώ).

  3. Είχα γίνει το πουτανάκι του πεθερού μου. (Από το flock.gr, στήλη: Απιστίες).

  4. Ο θειος μου Γιαννης με εκανε πουτανακι...... (Από το kseskisteme.blogspot.gr)

  5. Ελένη: “Με γαμούσε ασταμάτητα! Είχα γίνει το πουτανάκι του!” (Από σάη με ερωτικές ιστορίες).

  6. Το αρσενικό πουτανάκι της Αφέντρας Όλγας. (Από το Greekfoot.gr).

  7. To πουτανάκι των Αλβανών. (Aπό το gayworld.gr)

  8. Η Κορίνα Βασιλοπούλου αποκάλεσε «πουτανάκι των δανειστών» έναν δημοσιογράφο του capital.gr. Και ξεσηκώθηκε σάλος. (Εδώ).

  9. Η Ελλάδα είναι το πιο πιστό πουτανάκι της Δύσης. (Εδώ).

  10. Το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. (Τίτλοι ερωτικών ιστοριών αλλού στο ιντερνέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και ταναπού, δεν έχει σημασία. Αναγραμματισμός της λέξης «πουτάνα», προφανώς για να μην υπάρξει η ίδια απρεπής αίσθηση που θα προκύψει από την λέξη αυτή... Φήμες λένε ότι ένας από εκείνους που την εισήγαγαν και πολυχρησιμοποίησαν ήταν ο Τάκης Τσουκαλάς στην εκπομπή «ΘΥΡΑ 7», αναφερόμενος στους οπαδούς άλλων ομάδων κτλ. πάλι για τους ευνόητους λόγους του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου...

- Τάκη πότε θα πάτε στο Γουέμπλεϊ;
- Άντε γεια μωρή τανάπου! Τότε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κική Λουμπίνα (ψευδώνυμο) ήταν στα τέλη δεκαετίας 1920 και αρχές δεκαετίας 1930 το πρώτο όνομα του πορνείου των Βούρλων στην Δραπετσώνα, στον Πειραιά, και ανταγωνιζόταν ευθέως ελεύθερες και σπιτωμένες ιερόδουλες της Τρούμπας. Η αμοιβή της ήταν σημαντική για την εποχή: σαράντα δραχμές. Οι άλλες, οι καλές των Βούρλων, κόστιζαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι ηλικιωμένες / άσχημες / άρρωστες κλπ δεκαπέντε. Περισσότερες λεπτομέρειες για το υπόψη πορνείο μπορεί να βρεθούν στο ιστολόγιο http://pireorama.blogspot.gr

Παράδειγμα εδώ

Για πολλά χρόνια, μέχρι και σήμερα το επίθετό της Κικής Λουμπίνα κυκλοφορεί ακόμη στον Πειραιά και γενικά στην Αττική σαν απαξιωτική βρισιά και προσταγή μαζί "Σώπα μωρή Λουμπίνα!..". Σήμερα οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί που συναγωνίζονται να εξηγήσουν την προέλευση του όρου "Λουμπίνα" παραβλέπουν από τις εισηγήσεις τους αυτή την μεγαλύτερη ιερόδουλη των Βούρλων, την Κική Λουμπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες συνομοταξίες νοικοκυροπουτανώνε:

1. (Ο Ηλίας Πετρόπουλος) άφησε πίσω του, εκτός από τα 80 του βιβλία, πολλά άρθρα σε περιοδικά και άφθονα χαρακτηριστικά, αιχμηρά επίθετα, με τα οποία του άρεσε να «στολίζει» πρόσωπα γνωστά, απ' την επικαιρότητα και την ιστορία: «ειδεχθής» λοιπόν η Μπουμπουλίνα, «νοικοκυροπουτάνα» η Μαντώ Μαυρογένους, «τράγος» ο Π.Πατρών Γερμανός και «πουστόμαγκας» ο Βελουχιώτης. Δεν άφησε απ'έξω όμως ούτε τους σύγχρονούς του, τον Ελύτη (αστοιχείωτος), τον Σαββόπουλο (τσογλάνι της ορθοδοξίας), τον Βέλτσο (καραγκιόζης), μέχρι και τον Κώστα Σημίτη (τιποτένιο ανθρωπάριο)…

2. Στη Νεοελληνική Αθυροστομία της Μ. Κουκουλέ το γυναικείο αιδοίο αποκαλείται οντάς (στο δίστιχο: «μες στσ’ Αγγέλας τον οντά / μαύρος ντούμπανος βροντά»), κλαπαρχίδω και ψωλοσακατεύτρα ονομάζεται η ερωτική γυναίκα. Βρίσκουμε ακόμα την κατάρα «να στραβοψωλιάσεις!», τους χαρακτηρισμούς σεμνής γυναίκας: «χριστιανομούνα, αγαθομούνα, νοικοκυρο-πουτάνα», τα παρωνύμια γυναικά: Μουνοκαίσαρας, μουνοβοσκός, τη φράση «έπεσε μουνοθύελλα»= ήρθε πλήθος γυναικών.

3. Ηταν ένα πολύ κλειστό κύκλωμα από αεροσυνοδούς, ψιλομοντέλες, ελληνίδες και ξένες, κανά δυό νοικοκυροπουτάνες είχε μια γαλλίδα, μια αυστριακιά, κανα δυό αγγλίδες..μία ιρλανδέζα, μία απίστευτη Μαροκινή και μια αμερικάνα ( η μόνη που έκανε και μασάζ κλπ. Φαινομενικά αν θυμάμαικαλά νοικιάζανε κότερα ή κάτι τουριστικό κάνανε.. επί της ουσίας ακονίζανε «κατάρτια» lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified