Further tags

Ντεκολτέ που, παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».

- Ωραίο το φορεματάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, ντεκολτέεε... μπράααβο το Μαράκι.
- Ναι αλλά πέρασα από δίπλα της πριν κι έριξα ματιά. Δε λέει τίποτα, το ντεκολτέ είναι αβυζαλέο...

(από Khan, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για άτομα ΑμεΑ με διανοητική αναπηρία, ιδιαίτερα όταν η αναπηρία αυτή αποτυπώνεται στη φυσιογνωμία των ατόμων αυτών. Η απίστευτη αυτή καφρίλα ακούγονταν στις δεκαετίες του '80 και του '90 και ήταν διπλά άνανδρη: αφενός απευθυνόταν στα ίδια τα άτομα, που εξ ορισμού δεν μπορούν να αντιδράσουν ή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και την υπόληψή τους, αφετέρου στόχευε έμμεσα ή άμεσα στους ίδιους τους γονείς των ατόμων αυτών, καθότι στην συνειδητή ή ασυνείδητη χριστιανοταλιμπάν λογική (που δυστυχώς, όπως έχει δείξει η ιστορία και η πραγματικότητα, δεν αφορά μόνο θείτσες και θείτσους) η ανωμαλία, το «κουσούρι», είναι θεόσταλτο για να τιμωρήσει τωρινά ή παλιότερα σφάλματα και αμαρτίες, και ο γονέας, όντας φορέας της αμαρτίας, είναι άμεσα υπεύθυνος που έφερε στον κόσμο ένα τέτοιο πλάσμα.

  2. Από το τέλος της δεκαετίας του '90 και μετά προέκυψε μεταφορά σημασίας, και το ανωμαλάκι δηλώνει πλέον τον ανωμαλιάρη ή την ανωμαλιάρα ως καθαρά σεξουαλικό υποκείμενο, ασχέτως προτίμησης ή βίτσιου, ή ακόμη και σεξουαλικής ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Πάντα, βέβαια, σύμφωνα με το τι ο ίδιος ο χρήστης της λέξης θεωρεί ότι πρόκειται για ανωμαλία. Ενίοτε δε, το ανωμαλάκι δεν αφορά καν σεξουαλικές προτιμήσεις, αλλά απλά συνήθειες, εμμονές ή γούστα που μπορεί να θεωρούνται ιδιάζοντα από την πλατιά μάζα -και ίσως και να είναι, ίσως και να μην είναι ιδιάζοντα, μπορεί να είναι στην πραγματικότητα αθώα, μολονότι ασυνήθιστα.

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η παλιά σημασία έχει εκλείψει στον λόγο, γιατί στη σκέψη είναι σίγουρο ότι υπάρχει και θα εξακολουθεί να υπάρχει, μιας και η καφρίλα δεν έχει ούτε τελειωμό ούτε πάτο σ' ότι αφορά την ανθρώπινη (λέμε τώρα) κατάσταση.

  1. Μωρή μαλακισμένη, δεν βλέπεις που πας; Άντε πάρε το ανωμαλάκι σου και πηδήχτε από καμιά ταράτσα, παλιομαλάκω. Άι σιχτίρ θα σε πληρώνουμε και γι' άνθρωπο...
    (Μογκόλος ταρίφας απευθυνόμενος σε σχετικά νεαρή μητέρα που κρατούσε από το χέρι παιδάκι με εμφανή διανοητική αναπηρία και προσπαθούσαν να περάσουν στην άλλη μεριά του δρόμου. Οδός Ιπποκράτους, στο ύψος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, circa 1993)

  2. Αντε τραβα στα ελληνικά νησια να δεις το ομαιμον τι καϊνάρια βγάζει...Εκει που γαμιούντε δυο - τρεις οικογενειες μεταξύ τους
    και βγάζουν «ανωμαλάκια» (για να το πώ στην γλώσσα σου)... (Από εδώ, σε κάποιο από τα σχόλια)

2.«Θα σταθώ στο ότι το μεγαλύτερο μέρος του ομοφυλόφιλου κινήματος δεν κατάφερε ποτέ να ξεχωρίσει τους φίλους του από τους εχθρούς του... Μας βάζετε όλους στο ίδιο τσουβάλι. Αν δε βγω να φωνάξω ότι θέλω γάμους, θεωρούμαι αυτομάτως και εχθρός»
Κάποια στιγμή πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν απαλλάσσεστε της ομοφοβίας τασσόμενοι κατά της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας υιοθετώντας μια στάση τύπου «Ε, ας ζήσουν κι αυτά τα καημένα τα ανωμαλάκια, ψυχή έχουν» περιμένοντας την ευγνωμωσύνη μας. (Από εδώ)

  1. Το μπάντινγκ (μπράντινγκ,branding, ειπωμένο ξεχνώντας να βγάλεις αυτό που έχεις στο στόμα σου), είναι μια ενδιαφέρουσα τεχνική όχι τόσο ακραία άπαξ και ο σταδιακός πόνος του καψίματος συνήθως είναι πιο ήπιος. Απο όσους έχουν κάνει branding και τους ενόχλησε κάτι, αυτό ήταν κυρίως η μυρωδιά περισσότερο! Απο την άλλη ,υπάρχουν άλλα ανωμαλάκια που αναφέρουν πως την απολαμβάνουν δεόντως! Για αυτούς η επίσκεψη στον οδοντογιατρό είναι πάρτυ μάλλον! (Από εδώ)

  2. Το σχιστομάτικο ανωμαλάκι που ευθύνεται για την αναβίωση αυτού του ξεχασμένου από τον Βούδα φετίχ και το μπάσιμο του στην pop κουλτούρα είναι ο Toshio Maeda. Τον καιρό που ο Toshio είχε αρχίσει να σχεδιάζει πορνογραφικά manga, η εμφάνιση πέους σε οποιοδήποτε οπτικό μέσο απαγορευόταν δια ροπάλου και λογοκρινόταν. Για τα πλοκάμια δεν υπήρχε νομοθεσία όμως! Έχοντας αυτή την έμπνευση ο Maeda βρήκε ένα καταπληκτικό παραθυράκι στην νομοθεσία και έφερε στο φως ένα καινούριο είδος διαστροφής! Πλοκάμι και κακό! Οι πιο γνωστοί τίτλοι hentai του Maeda είναι το “La Blue Girl” και το “Urotsukidoji”. Αφότου έκανε την αρχή ο Maeda, άρχισαν και άλλοι σχεδιαστές να βάζουν πλοκαμοτέρατα από το Αέναο Κενό να βιάζουν ανυπεράσπιστα κοριτσάκια. Τα πλοκαμο-hentai είδαν τις χρυσές τους ημέρες την δεκαετία του ’90. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πάντα στο ουδέτερο γένος και ως επί το πλείστον εις διπλούν, για να χαρακτηρίσει μια πολύ ωραία, σέξι γυναίκα.

Συνώνυμο με: αρρώστια, μουνάρα, κόμματος.

- Την είδες εκείνη με τη στρινγκιέρα;
- Ωωωωω, άρρωστο άρρωστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκθαμβωτική, προκλητική, ψηλή πολυκάμπυλη μακρυμάλλα γκομενάρα που τερματίζει τα λιμπιντόμετρα στο πέρασμα της, προκαλώντας: αύξηση των καρδιακών παλμών των αρσενικών που συναντά στο διάβα της, αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης και πεοφλεβίτη ένεκα της πεοορθοστασίας που προκαλεί. Όσο πιο αργά και προκλητικά κινείται και κοζάρει τόσο πιο έντονα είναι τα αποτελέσματα.

- Ρε δικέ μου κοίτα εκείνο το αφηνιασμένο άτι που 'ρχεται κατά δω.
- Αν αυτή είναι άτι, έχω και εγώ Βουκεφάλα. Δεν βλέπω την ώρα να τον αφήσω ξέφρενο να ιππεύσει το άτι.
- Μαλάκα όλο λόγια είσαι. ήδη μας προσπέρασε και πάει για αλλού. Γι 'αυτό λέω: άσε το άτι και πιάσε το ραχάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρ-ντούπερ-σούπερ γκόμενα. Αυτή που μόλις την δεις, το μόνο που θες είναι να την σφίξεις. Εξ ου και το όνομα. Είθισται να λέγεται για γκομενάκια μανιτζέβελου αναστήματος (ουχί τίποτα αλόγες), αν κι αυτό εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του χρήστη.

ΥΓ. ΔΕΝ είναι επ' ουδενί μειωτικός χαρακτηρισμός. Να μην συγχέεται δηλαδή με το πινέζα, που αναφέρεται σε κοντή / στούμπο γκόμενα.

- Ποια ήταν αυτή ρε; - Η Νίκη. Κολλητή της αδερφής μου... - Μα(λ)άκα τι βίδα ήταν αυτή;;;

Ζυμαρικά βίδες (από allivegp, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified