Further tags

Ο τοιούτος ή χαριτωμένος ή όπως λέει και ο παππούς μου, ο τικιτάκας.

Τον πούστης εννοώ ντε.

- Αχ Λίτσα μου, τι τεκνό είναι ο Βασίλης, πω πω λιώνω ΛΙΩΝΩ ΛΕΜΕ!

- Άστον καλύτερα αυτόν Ρίτσα μου, δεν είναι για μας.

-Τι;Τι ξέρεις και δεν το λες; Τα 'χει μ' άλλη ε; Αυτό είναι! ΩΙΜΕ!

-Τι άλλη μωρή; Πες άλλον καλύτερα...

-ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!! Μη μου πεις! Φούστα κλαρωτή ο Βασιλάκης;

Λίμνη Τιτικάκα, Περού. Νο ρηλέησον. (από Jonas, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοχος υπερδιάστατου πέους.

Σε μέγεθος και σχήμα του ομώνυμου καρπού που τον παίρνει και τον κρατά, ζεστό-ζεστό και λαχταριστό, όλος ο κόσμος στο χέρι τα καλοκαιρινά βραδάκια, το μπαινοβγάζει λαίμαργα στο στόμα, ενώ στο τέλος σκουπίζει απ τα χείλη του τα υπο-λήμματα με τη χαρτοπετσέτα.

Αν του αρέσει ή δεν χορτάσει, γυρίζει πίσω και τον ξαναπαίρνει.
Αν έχει μεγάλη ουρά αναμονής και βιάζεται, πηγαίνει και τον παίρνει από πίσω.

Συνώνυμα γούδα, μπάρα.

- Τώρα που τον είδα με μαγιό, κατάλαβα γιατί τον φωνάζουν καλαμπόκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένη συνομοταξία ευγαμήσιμων γκομενακίων 18-30 ετών, φοιτητριών ή αποφοίτων της πρώην γυμναστικής ακαδημίας, νυν ΤΕΦΑΑ, που όμως το ιδρώνουν το κορμάκι.

Διακρίνονται από τα εξής χαρακτηριστικά:

  1. Υπό συνθήκες καθημερινών μετακινήσεων, φορούν πάντοτε φόρμα ή κολάν.
  2. Είναι, κατά κύριο λόγο, άβυζες ή μικρόβυζες, με κοιλιά και κορμοστασιά αλφάδι.
  3. Είναι, πλην εξαιρέσεων, μάπα στη μάπα, συχνά και με γκαυλόσπυρα, από τις αναβόλες, κάτι που τους προκαλεί βέβαια υπέρμετρες καύλες ιδίως όταν είναι σε κύκλο.
  4. Είναι εντελώς ηλίθιες, μασούν τσίχλα, αλλά δεν έχουν το στυλ και το βάδισμα της κλασσικής bimbo.

Πως επαληθεύουμε ότι μόλις εντοπίσαμε ένα πραγματικό τεφαρίκι;

  1. Το είδαμε να επιβιβάζεται ή να αποβιβάζεται στο σταθμό της Δάφνης ή του Αγ. Ιωάννη.
  2. Ήταν παρέα και με άλλους/άλλες που δεν φορούσαν τζην ή ισόπατο παπούτσι.
  3. Η φαντασίωση που μας έρχεται αυτομάτως στο μυαλό περιλαμβάνει στάσεις όπου έχουμε στο οπτικό μας πεδίο μονο την πίσω της όψη.

- Πω πω τι μπήκε στο τρένο!!!
- Τι ρε;;
- Καλά ρε δεν τα βλέπεις τα δύο κολάν;;
- Πω φίλε έχεις δίκιο, αλλά μη χαίρεσαι, δεν προλαβαίνουμε να πάμε για πέσιμο, τεφατζούδες θα είναι, στην επόμενη στάση θα κατεβαίνουνε.
- Αυτές δεν είναι τεφατζούδες, είναι τεφαρίκια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.

Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.

Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

Το στειλιάρι είναι μια εξαιρετικά σλανγκενεργής λέξη από ό,τι φαίνεται από τους πολλούς ορισμούς που έχουμε που δίνουν και τη δόκιμη σημασία και πολλές ακόμη σλανγκικές.

Θα συμπληρώσω με μία σχετικοάσχετη σημασία που έχει στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει μια γυναίκα πολύ λεπτή και μάλλον ψηλή, η οποία βασικά είναι άβυζη, ενίοτε δε μένει όχι μόνο στην αβύζου, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία. Είναι δηλαδή ψηλόλιγνη, ευθυτενής, χωρίς καμπύλες, θυμίζοντας το ομώνυμο εργαλείο. Υπό Κ.Σ., το στειλιάρι θα έπρεπε να είναι μειωτικός χαρακτηρισμός, εφόσον αναφέρεται σε άβυζη και ενδεχομένουσλυ άκωλη γυναίκα, όμως υπάρχουν πλείστοι όσοι στειλιαρόκαυλοι, και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Κατ' αρχήν το στειλιάρι έχει κορμί λαμπάδα, χωρίς κανένα μα κανένα γραμμάριο περιττού λίπους. Γενικότερα, βγάζει κάτι το εφηβικό και teen, κάτι σαν πετίτ, χωρίς να είναι πετίτ ένα πράμα, ή κάτι το ψηλόλιγνο ανατολικομπλοκέ και αθλητικό. Και, για να αναφερθούμε στις πιο σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης, βγάζει και μια κακουχία και ταλαιπωρία, Κύριος οίδε από ποια δεινά συνδεόμενα με τις απάνθρωπες συνθήκες του σύγχρονου trafficking, μια κακουχία η οποία δεν αποθαρρύνει, αλλά μάλλον εξιτάρει τους λεβεντοτσολιάδες Ελληνάρες πελάτες. Και μάλλον η επιτυχία που έχουν τα στειλιάρια οφείλεται στο ότι βγάζουν σαδιστικά καφροσέξουαλ γούστα. Δεν το βρίσκω στον γούγλη ως γενικότερο γυναικότυπο, φιγουράρει όμως πρώτο πρώτο στο Λεξικό της Μπουρδελικής (αυτό το αναγκαίο update του Πετρόπουλου), οπότε δίνει πολλά αποτελέσματα σε αυτή τη συνάφεια.

Μικρή πίπα (που λέει κι ο Βικάριος): Το στειλιάρι δέον να συνδεθεί στο σλανγκοσύμπαν με τις λέξεις, οι οποίες δηλώνουν αφενός το πέος, αλλά αφεδύο και την γκόμενα που ερεθίζει το πέος. Παρόμοιες λέξεις είτε δηλώνουν κάτι το ίσιο και ευθυτενές, όπως η λαμπάδα, που ισχύουν είτε για το έγκαυλον πέος, είτε για το ψηλόλιγνο γυναικείο κορμί, είτε περισσότερο αξιολογικές εκφράσεις, όπως λ.χ. τα όπλο και εργαλείο που μετωνυμικώς χαρακτηρίζουν και τον μπαργαλάτσο και την γκόμενα που τον σέρνει, θυμίζοντας άλλωστε τη λακανιανή ρήση ότι ο άντρας έχει τον φαλλό, αλλά η γυναίκα είναι ο φαλλός, ή, όπως θα λέγαμε σλανγκικώς, η γυναίκα είναι το καυλί. Ωσεκτουτού, η γυναίκα στειλιάρι, είναι μια γυναίκα- εργαλείο που μετωνυμικώς κάνει και το δικό σου εργαλείο εργαλείο.

Και επειδή είμεθα σλανγκαρχίδηδες τουκανιστές, να σημειώσουμε ότι η σωστή ορθογραφία είναι στειλιάρι με έψιλον ιώτα, ετυμολογούμενο από: < μεσαιωνικό στειλιάριον, υποκοριστικό του αρχαίου στε(ι)λεός, παράλληλο του τύπου στε(ι)λεά (=ξύλινη λαβή εργαλείου, αξίνας) από αμάρτυρο ουδέτερο **στέλος*, οπότε εντάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια του ρήματος στέλλω που συνδέεται και με το γερμανικό stellen και πολλά άλλα.

  1. Εμμανουελα το καυλωτικο μελαχρινο στυλιαρι με την ποντικοφατσα και το ανυπαρκτο στηθος, εχει τιμηθει με σουπερ εντυπωσεις.
  2. Μπαίνοντας μέσα βλέπω το στυλιάρι που ακουει στο όνομα χυστίνα.
  3. συγχρόνως μου έκανε τσιμπούκι, μέτριο θα έλεγα! Είχα καυλώσει πολύ όμως με το στυλιάρι και της είπα να ανέβει από πάνω... (Όλα από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέως νυμφίδιο που διατηρεί την πιτσιλογένεια του 20+ χρόνια μετά. Εναλλακτικά, πολύ νεαρά μιλφ (κάτω των 25 ετών).

Άλλη μια ευφάνταστη ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου MILF(mother I'd like to fuck). Βλ. επίσης: μιλφ, μιλφ σέηκ, μιλφάρα, μιλφέιγ, μιλφομάνα, μιλφού κ.ά.

Αγγλογαλλιστί: milfette.

1.
- η Χριστίνα Αλεξανιάν έχει εξελιχτεί σε απείρου κάλλους μιλφίδιο.

2.
- παντως στο στομα της τα χα δωσει καποτε....τα πηρε γελωντας κιολας....βασικα το μιλφιδιο ειναι για πολυ αγριο σεξ και ξυλο...... :2funny: :2funny:

3.
- Και εγώ θα ήθελα χωρίς ενδοιασμούς να κάνω τις βλακείες του.Να βγάζω γκόμενα μιλφίδιο και να βαράω τατού με το όνομά της.Μετά απο 1-2 μήνες που θα έβρισκα άλλη,ξανά τατου και πάει λέγοντας.Να εφτανα στα 50,γεμάτος τατού απο ονόματα γυναικών(ε) και να τα έπινα στο καφενείο διηγώντας ιστορίες μέχρι να πεθάνω απο αλκοολισμό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.

Βλ. -μούνα.

Από το νέτι:

-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...

-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».

-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;

Η πιο κρυομούνα από τα Bond girls. (από Khan, 28/11/12)

βλ. και παγόμουνο, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για άτομα ΑμεΑ με διανοητική αναπηρία, ιδιαίτερα όταν η αναπηρία αυτή αποτυπώνεται στη φυσιογνωμία των ατόμων αυτών. Η απίστευτη αυτή καφρίλα ακούγονταν στις δεκαετίες του '80 και του '90 και ήταν διπλά άνανδρη: αφενός απευθυνόταν στα ίδια τα άτομα, που εξ ορισμού δεν μπορούν να αντιδράσουν ή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και την υπόληψή τους, αφετέρου στόχευε έμμεσα ή άμεσα στους ίδιους τους γονείς των ατόμων αυτών, καθότι στην συνειδητή ή ασυνείδητη χριστιανοταλιμπάν λογική (που δυστυχώς, όπως έχει δείξει η ιστορία και η πραγματικότητα, δεν αφορά μόνο θείτσες και θείτσους) η ανωμαλία, το «κουσούρι», είναι θεόσταλτο για να τιμωρήσει τωρινά ή παλιότερα σφάλματα και αμαρτίες, και ο γονέας, όντας φορέας της αμαρτίας, είναι άμεσα υπεύθυνος που έφερε στον κόσμο ένα τέτοιο πλάσμα.

  2. Από το τέλος της δεκαετίας του '90 και μετά προέκυψε μεταφορά σημασίας, και το ανωμαλάκι δηλώνει πλέον τον ανωμαλιάρη ή την ανωμαλιάρα ως καθαρά σεξουαλικό υποκείμενο, ασχέτως προτίμησης ή βίτσιου, ή ακόμη και σεξουαλικής ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Πάντα, βέβαια, σύμφωνα με το τι ο ίδιος ο χρήστης της λέξης θεωρεί ότι πρόκειται για ανωμαλία. Ενίοτε δε, το ανωμαλάκι δεν αφορά καν σεξουαλικές προτιμήσεις, αλλά απλά συνήθειες, εμμονές ή γούστα που μπορεί να θεωρούνται ιδιάζοντα από την πλατιά μάζα -και ίσως και να είναι, ίσως και να μην είναι ιδιάζοντα, μπορεί να είναι στην πραγματικότητα αθώα, μολονότι ασυνήθιστα.

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η παλιά σημασία έχει εκλείψει στον λόγο, γιατί στη σκέψη είναι σίγουρο ότι υπάρχει και θα εξακολουθεί να υπάρχει, μιας και η καφρίλα δεν έχει ούτε τελειωμό ούτε πάτο σ' ότι αφορά την ανθρώπινη (λέμε τώρα) κατάσταση.

  1. Μωρή μαλακισμένη, δεν βλέπεις που πας; Άντε πάρε το ανωμαλάκι σου και πηδήχτε από καμιά ταράτσα, παλιομαλάκω. Άι σιχτίρ θα σε πληρώνουμε και γι' άνθρωπο...
    (Μογκόλος ταρίφας απευθυνόμενος σε σχετικά νεαρή μητέρα που κρατούσε από το χέρι παιδάκι με εμφανή διανοητική αναπηρία και προσπαθούσαν να περάσουν στην άλλη μεριά του δρόμου. Οδός Ιπποκράτους, στο ύψος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, circa 1993)

  2. Αντε τραβα στα ελληνικά νησια να δεις το ομαιμον τι καϊνάρια βγάζει...Εκει που γαμιούντε δυο - τρεις οικογενειες μεταξύ τους
    και βγάζουν «ανωμαλάκια» (για να το πώ στην γλώσσα σου)... (Από εδώ, σε κάποιο από τα σχόλια)

2.«Θα σταθώ στο ότι το μεγαλύτερο μέρος του ομοφυλόφιλου κινήματος δεν κατάφερε ποτέ να ξεχωρίσει τους φίλους του από τους εχθρούς του... Μας βάζετε όλους στο ίδιο τσουβάλι. Αν δε βγω να φωνάξω ότι θέλω γάμους, θεωρούμαι αυτομάτως και εχθρός»
Κάποια στιγμή πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν απαλλάσσεστε της ομοφοβίας τασσόμενοι κατά της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας υιοθετώντας μια στάση τύπου «Ε, ας ζήσουν κι αυτά τα καημένα τα ανωμαλάκια, ψυχή έχουν» περιμένοντας την ευγνωμωσύνη μας. (Από εδώ)

  1. Το μπάντινγκ (μπράντινγκ,branding, ειπωμένο ξεχνώντας να βγάλεις αυτό που έχεις στο στόμα σου), είναι μια ενδιαφέρουσα τεχνική όχι τόσο ακραία άπαξ και ο σταδιακός πόνος του καψίματος συνήθως είναι πιο ήπιος. Απο όσους έχουν κάνει branding και τους ενόχλησε κάτι, αυτό ήταν κυρίως η μυρωδιά περισσότερο! Απο την άλλη ,υπάρχουν άλλα ανωμαλάκια που αναφέρουν πως την απολαμβάνουν δεόντως! Για αυτούς η επίσκεψη στον οδοντογιατρό είναι πάρτυ μάλλον! (Από εδώ)

  2. Το σχιστομάτικο ανωμαλάκι που ευθύνεται για την αναβίωση αυτού του ξεχασμένου από τον Βούδα φετίχ και το μπάσιμο του στην pop κουλτούρα είναι ο Toshio Maeda. Τον καιρό που ο Toshio είχε αρχίσει να σχεδιάζει πορνογραφικά manga, η εμφάνιση πέους σε οποιοδήποτε οπτικό μέσο απαγορευόταν δια ροπάλου και λογοκρινόταν. Για τα πλοκάμια δεν υπήρχε νομοθεσία όμως! Έχοντας αυτή την έμπνευση ο Maeda βρήκε ένα καταπληκτικό παραθυράκι στην νομοθεσία και έφερε στο φως ένα καινούριο είδος διαστροφής! Πλοκάμι και κακό! Οι πιο γνωστοί τίτλοι hentai του Maeda είναι το “La Blue Girl” και το “Urotsukidoji”. Αφότου έκανε την αρχή ο Maeda, άρχισαν και άλλοι σχεδιαστές να βάζουν πλοκαμοτέρατα από το Αέναο Κενό να βιάζουν ανυπεράσπιστα κοριτσάκια. Τα πλοκαμο-hentai είδαν τις χρυσές τους ημέρες την δεκαετία του ’90. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαζεύοντας, ανακεφαλαιώνοντας και προσθέτοντας για να μη μείνει έξω από τη συλλογή ένα λήμμα που ήδη χρησιμοποιείται κάργα στο σάη:

Προέρχεται από τον Πάξαμο, πολυγραφότατο συγγραφέα αρτοποιό και μάγειρα που ζούσε στη Ρώμη τον 1ο μΧ αιώνα.

  1. Πρόκειται για τον δίπυρο (διπλά ψημένο / φουρνισμένο) κομμάτι ψωμιού (εξού και το λατινικό bis coto, απ’ όπου το ιταλικό biscotti και το αγγλικό biscuit και το δικό μας μπισκότο), ώστε να αφυδατωθεί και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο.

Αποτελεί βασικό συστατικό του περίφημου Κρητικού ντάκου.

Υπάρχουν και:
α. το παξιμάδιασμα που σημαίνει εκτός από το ψήσιμο του ψωμιού ώστε να γίνει παξιμάδι / το φρυγάνισμα,

β. το αντίστοιχο παξιμαδιάζω που, όταν μιλάμε για άτομα, σημαίνει αδυνατίζω υπερβολικά σε σημείο ασχήμιας και

γ. η παξιμάδα (που ‘ναι –άσχετο- και νησί κοντά στη Σητεία) για το ακόμη πιο χοντρό και μεγάλο παξιμάδι (να μη συγχέεται με το 5).

  1. Η πασίγνωστη (και επικαιρότατη) έκφραση «κάνει το σκατό του παξιμάδι», όπως και η παρόμοια «ξεραίνει το σκατό του», σημαίνουν πως (όπως αφήνουμε το ψωμί να γίνει παξιμάδι για να ‘χουμε κάτι να τρώμε στο μέλλον):

α. επειδή υπάρχει μεγάλη ανευρεία στερούμαστε (αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε) και τα βασικότερα των αγαθών,

β. κάνουμε υπερβολική οικονομία (στερούμενοι ηθελημένα κάτι που άλλοι –ίσως όχι άδικα- να θεωρούν βασικό), με σκοπό να αποκτήσουμε στο μέλλον κάτι που κοστίζει ακριβά.

  1. Η έκφραση «θέλει βρεγμένο το παξιμάδι» σημαίνει πως ο εν λόγω είναι τόσο τεμπέλης που δε στέργει να ταλαιπωρηθεί ούτε στο ελάχιστο, ακόμη και για να απολαύσει κάτι. Βρεγμένο παξιμάδι τρώνε οι γέροι που ‘ναι φαφούτηδες. Αναφορά και εδώ.

  2. Η ψωλή. Προφανώς από το ξερή (ξερό ψωμί είναι το παξιμάδι). Απ’ εδώ η έκφραση «βουτά το παξιμάδι του στον καφέ / το μέλι» κι άλλα, ανάλογα με την περίπτωση.

  3. Παξιμάδα, παξιμάδω και παξιμαδοκλέφτρα σημαίνει κοκότα, πουτάνα. Αναφορά και εδώ.
    Σύμφωνα με το Ρεμπέτικο φόρουμ, προέρχεται απ’ τις καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ, τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί.

  4. Το μεταλλικό κινητό περικόχλιο (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα, που έχει εσωτερικό σπείρωμα (βόλτα), για να βιδώνεται μέσα σε αυτό ο κοχλίας (βίδα), οπότε συνδέονται διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανισμού μεταξύ τους.

  5. Υπάρχει και η έκφραση «Το στρίβεις το παξιμάδι;»

Τέλος: ποξαμάτι στα Κυπριακά.

  1. Κόντρα παξιμάδι.
    α. «Βιδώνω κόντρα παξιμάδι» στην κυριολεξία. είναι όταν βιδώνοντας κάτι, με το γαλλικό κλειδί, κρατάω και το παξιμάδι κόντρα.

β. Επίσης κυριολεκτικά, το δεύτερο παξιμάδι που κρατώντας κόντρα ενισχύει το πρώτο ακριβώς όπως περιγράφεται εδώ.

γ. Συμπληρώνοντας την εδώ δεύτερη έννοια, σημαίνει το χοντρό δούλεμα. ειδικά όταν συνοδεύει το γνωστό ψιλό γαζί.

δ. Δημοφιλής ξινίζουσα σεξουαλική στάση (αναφορά και εδώ).

  1. Η έκφραση «έχω μείνει παξιμάδι» είναι συνώνυμη των «έχω μείνει μαλάκας / κόκκαλο / κάγκελο / παγωτό / έκπληκτος / άναυδος / στήλη άλατος / με το στόμα ανοιχτό» / καγκελώνω.

  2. Ο στεγνός / αυτός που έχει μείνει ρέστος / ταπί / πανί με πανί / δίχως μία. Ακούγεται όλο και συχνότερα παρέα με το «μένω» (χωρίς να μπερδεύεται με το 9.) αλλά και το «είμαι» τόσο για πρόσωπα όσο και για εταιρείες.

1.β. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει βρε μίζερη, έτσι που παξιμάδιασες; Βάλε και λίγο λάδι στη σαλάτα κι έγινες σαν τον άγι’ Ονούφριο.

2.α. Ξεσκιζόμαστε κι οι δυο σε δυο δουλειές πρωί - βράδυ, έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι, ο μήνας βγαίνει με δανεικά κι έχουμε και το χοντρομαλάκα να λέει πως μαζί τα φάγαμε. Τότε γιατί πεινάμε χώρια ρε;

2.β. Για να κάνουν το σπίτι αυτό που βλέπεις, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι πάνω από μια δεκαετία.

3. Ποιος βρε, ο Χρήστος; Αυτός θέλει βρεγμένο το παξιμάδι του, σιγά μη κουνηθεί για το λιοχώραφο. Τσιμέντο να γίνουν όλα, μου πέταξε ο ντεμέκ οικολόγος όταν του το ‘φερα απ’ έξω–απ’ έξω.»

4. «…όσο για τους χαμηλόβαθμους ..ε!! όσο μπορούν και τους παίρνει, βουτούν το παξιμάδι τους στον καφέ της χήρας…»

5.****Ήσουνα τι ήσουνα. Το πασίγνωστο παλιό μουρμούρικο. (Οι παραλλαγές είναι ατελείωτες, αντιγράφω τον Ηλία Πετρόπουλο)

Ρε, ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες 'κοσάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα αδέκαρη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Βρε, με χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Να είσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα και ήρθαν έξι-πέντε Μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες χορτάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια τσουβαλοπλέχτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια παξιμαδοκλεύτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βαντανίκια (κοσμήματα).

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις άσπρες κάλτσες.

Βρε, ήσουνα στη μάνα σου και πότιζες τη γλάστρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις (τακτιριτακτα)

8γi) «…Μας δουλεύεις ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι, μεσιέ; Προϊόντα κατασκευάζει και η κουτσή Μαρίκα... Με τί, όμως, αν δεν έχει πρώτες ύλες;»

8γii) «…Υπόβαθρο είναι οι ευσεβείς πόθοι τού λαού και γνώμονας το συμφέρον αυτού και αυτών που σχεδιάζουν τα πολιτικά συστήματα. Βεβαίως ο λαός έχει πειστεί πως είναι «σοφός» και δεν δέχεται πως τον δουλεύουν ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι..»

8.δ.i. «…Εμένα πάντα με υποψιάζουν δημόσια πρόσωπα που το παίζουν έντονα κάτι. Αν αυτό είναι πατριωτισμός, σημαίνει ότι την Ελλάδα την έχουν γραμμένη εκεί που την είχαν γράψει και οι άλλοι ”υπερπατριώτες” οι χουνταίοι. Αν το παίζουν αντριλίκι, το γκρόβερ σε κόντρα παξιμάδι είναι δεδομένο. …»

8.δ.ii. «…Αυτά τα rap γκομενίδια μου αρέσουν ΦΟ-ΒΕ-ΡΑ γιατί είναι ρυθμικά, γενικώς και δεν κάνουν τα έξυπνα όπως τα ανάλογα ροκ γκομενίδια που και δεν μεγαλώνουν ποτέ και κάνουν ότι τα ξέρουν κι όταν τους λες “Μωρό, είσαι για ένα βιδωτό κατσαβιδάτο ή τουλάχιστον για κόντρα παξιμάδι και τα ξαναλέμε αργότερα για τον Ντύλαν, στο τσιγάρο”…»

8.δ.iii «….Το φιλί της ήταν βαθύ και με πολύ σάλιο και οι κινήσεις της έδειχναν πως είχε μάθει από καιρό το καμασούτρα, μιας και οι έμεινα έκπληκτος από τις παραλλαγές του all time classic «κόντρα παξιμάδι».

  1. Διάβασα σήμερα και είδα το βίντεο και απλά έμεινα παξιμάδι! Έμεινα παξιμάδι γιατί είδα με τι ψυχραιμία κάποιος συνάνθρωπος μας ήταν ικανός να κάνει τη θυσία του για τα πιστεύω του, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάποιο υπεύθυνο για τη κατάστασή του όπως το βλέπει! Δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον άνθρωπο, πραγματικά ανατρίχιασα βλέποντας τη ψυχραιμία του! Την απελπισία του και με ποιο τρόπο την έδειξε…
    (αναφέρεται στη βουτιά στο κενό απεγνωσμένου Ρουμάνου μέσα στο ρουμανικό κοινοβούλιο πέρσι)

  2. Ήταν που ήταν παξιμάδι του ‘ρθε και το τέλος επιτηδεύματος. (sic)

(όλα αγορασμένα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified