Further tags

Λύση στο πρόβλημα της αγαμίας, όταν η μόνη διαθέσιμη είναι γκόμενα-γαρίδα: βάζει τσουβάλι στη μάπα ο μάγκας και κάνει τη δουλειά του.

- Εντάξει σώμα ρε φίλε, αλλά δε βλέπεται!
- Τσουβάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θεσμός (διαγωνισμός) των Καλλιστείων που με τα χρόνια όμως παράκμασε και έτσι κατάντησε σε Χαλιστεία. Χρονολογείται αρκετές δεκαετίες και λαμβάνει χώρα σε όλο τον κόσμο με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα.

Εφεύρεση των αντρών με συμμετοχή ημίγυμνων (ενίοτε και γυμνών) γυναικών. Όπως και το striptease.

Κατά έναν περίεργο τρόπο τα Χαλιστεία χαίρουν καλλιτεχνικής εκτίμησης εν αντιθέσει με το striptease που θεωρείται πρόστυχο. Τώρα, πώς θεωρείται περισσότερο τέχνη και ηθικότερο να στέκεσαι (σαν το άλογο) γυμνή ενώ τουλάχιστον το striptease περιλαμβάνει και χορό, αυτό είναι άγνωστο ζήτημα (ε, βίτσια είναι αυτά).

Απαραίτητο προσόν για δήλωση συμμετοχής είναι μόνο η εξωτερική εμφάνιση.
Αυτό καθιστά τα Χαλιστεία ως το τελευταίο προπύργιο πάσης φύσεως ξούρλου, πυρίξανθης, ξέκωλου και οποιουδήποτε άλλου θηλυκού γένους ζαρζαβατικό. Στο χώρο αυτό έχουν πάσης φύσεως ασυλία και μπορούν να επιδοθούν με άνεση στην μοναδική ικανότητα που διαθέτουν: να στέκονται χαμογελαστές (ιγνοράνοι) χωρίς να κάνουν τίποτα. Έπεται επεξηγηματική εικόνα.

χαλιστεία

Η προετοιμασία διαρκεί αρκετό χρόνο, γιατί οι «σαδιστές» διοργανωτές επιθυμούν στην αρχή να τις δουν ντυμένες και να βαδίζουν. Οπότε ειδικοί επαγγελματίες τις εκγυμνάζουν σε εντατικούς ρυθμούς, αλλιώς θα έβγαιναν στην τελική βραδιά των Χαλιστείων γυμνές μπουσουλώντας.

Όλες σχεδόν οι διαγωνιζόμενες σπουδάζουν μπίζνες αντμινιστρέσιον στην αλλοδαπή και κυρίως στην Αγγλία, πράγμα το οποίο καθιστά τις αγαθές μητέρες τους ευτυχέστατες («η κόρη μου θα γενεί επηστοίμονας!»).

Επίσης, όλες μάχονται σθεναρά για την παγκόσμια ειρήνη, αλλά αν τις ρωτήσεις τι είναι η «Παλαιστίνη», μάλλον θα απαντήσουν δίνοντας σου τον ορισμό της «πλαστελίνης». Έπεται επεξηγηματική εικόνα.

χαλιστεία

Τη βραδιά που διαδραματίζεται η τελευταία πράξη των Χαλιστείων για την επιλογή της νικήτριας, οι διαγωνιζόμενες δείχνουν εγκεφαλική δραστηριότητα (ναι, συμβαίνει και αυτό), προσπαθώντας η μία να «θάψει» την άλλη. Μαχαίρια, πριόνια, δίκαννα, οπλοπολυβόλα επιτρέπονται και είναι θέμα κατινάζ για τις μεσημεριανές εκπομπές της επόμενης μέρας. Γενικότερα ο θεσμός διαπνέεται από άμιλλα και ευγένεια. Έπεται επεξηγηματική εικόνα.

χαλιστεία

Στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα άπαξ κάθε έτος. Οργανώνεται από το αφάν γκατέ της κοινωνίας (κάτι απολιθωμένοι καναλάρχες με συνεργασία κάποιων άφυλων πουθενάδων) και παρουσιάζεται από θηλυκές tv-περσόνες που η ευφυΐα τους αγγίζει το απόλυτο μηδέν (η κατάσταση εκείνη στην οποία ένα υλικό δεν έχει καμία ενέργεια: -273,15° C) οπότε και υπάρχει ομοιογένεια καθότι δε διαφέρουν από τις διαγωνιζόμενες. Έπονται επεξηγηματικές εικόνες.

χαλιστείαχαλιστεία

Το βραβείο για τη μεγάλη νικήτρια είναι 15 λεπτά τηλεοπτικής δόξας (με μια μικρή παράταση στα μεσημεριανάδικα της επόμενης μέρας) και μια θλιβερή φωτογράφηση σε κάποιο περιοδικό που το αναγνωστικό κοινό του απαρτίζεται από κάγκουρες (τύπου «Βαβούρα», οι παλιότεροι γνωρίζουν περί τίνος μιλάμε). Για τις πιο τυχερές δε, υπάρχει η δυνατότητα μιας λαμπρής καριέρας ως γλάστρες σε πρωινές εκπομπές που τις σπονσοράρει ο Λουμίδης, σχολιάστριες σε μεσημεριανές τύπου «τα λερωμένα, τ’ άπλυτα» και βωβές συμπαρουσιάστριες του χοντρούλη Θέμου ενδεδυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας των εσωρούχων.

Οι μόνοι ικανοποιημένοι είναι: τα χαζοχαρούμενα στελέχη-οργανωτές που προαναφέραμε, η παρουσιάστρια που έχει να γράψει στο βιογραφικό της «άλλη μια σελίδα δόξας(!)» και κάτι γερόντια που πήραν μάτι μέσω της tv (μιας και δεν έχουν πια κουράγιο να πάνε σε ένα striptease της προκοπής όπως ο υπόλοιπος υγιής ανδρικός πληθυσμός).

χαλιστεία

ΑΞΙΑ νικήτρια Χαλιστείων! (Miss Hali 21st Century)

Digital χαλιστεια (από Vrastaman, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημέρα που βγαίνουν όλες οι άσχημες γκόμενες (βλ. σαύρα).

Πάλι Σάββρατο βγήκαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός αυτός κατά άλλους προέρχεται από το χαρακτηριστικό σχήμα της κεφαλής πολλών κατοίκων της Ηπείρου, το οποίο χαρακτηριζόταν κατά το παρελθόν κυρίως από έντονη βραχυκεφαλία (υπερβραχυκεφαλοποίηση), δηλαδή πλατύ κρανίο, φαρδύ µέτωπο (πλατυινία), πρόσωπο τριγωνικό σαν ανάποδο Δ.
Οι Χούλσε - Σράιντερ καθώς και ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός λένε οτι οι απομονωμένοι ορεινοί πληθυσμοί έχουν τάσεις υπερβραχυκεφαλοποίησης (π.χ. Αυστρία, Ελβετία, Ήπειρος), η οποία έχει υποχωρήσει λόγω των μεγάλων μετακινήσεων των πληθυσμών τα τελευταία χρόνια. Η υπερβραχυκεφαλοποίηση δίνει στο πρόσωπο χαρακτηριστικά που θυμίζουν παγούρι (ανάποδο Δ, πλατύ μέτωπο) και γι'αυτό είχαν ονομαστεί παγουράδες ή παγουροκέφαλοι.
Άλλωστε και οι γείτονες κάτοικοι της Άρτας αποκαλούνται -κυρίως από τους Γιαννιώτες- νερατζόκωλοι, στοχεύοντας κι εδώ τον χαρακτηρισμό σε ανατομικό στοιχείο.

- Καλά Νίκο είσαι σίγουρα Ηπειρώτης και δεν το ξέρεις, έχεις το κλασικό παγουροκέφαλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified