Selected tags

Further tags

Στενοκώλης (αρσ.)- στενοκώλα (θηλ.): Έχει ένα φάσμα σημασιών που περιλαμβάνει αυτόν/ήν που έχει στενό κώλο με την καυλή έννοια, αλλά και τον πρωκτικάντζα, τον σφιχτοκώλη, τον στενόκωλο, τον στριμόκωλο. Ωστόσο, ειδικά στο στενοκώλης-α επικρατεί λίγο παραπάνω η κυριολεκτική (άνευ λινκ) σημασία από ό,τι στα άλλα.

1. Θα σου μεταφέρω πάντως μία φάση από την Αμερική για να καταλάβεις τη διαφορά του να είναι κανείς στενοκώλης και του να χαίρεται το παιχνίδι που παίζει.

  1. Μας προέκυψε στενοκώλα η κυρά κι εγώ μεγαλοψώλης ξάφνου στα σαραντατόσα μου!Τι άλλο θα ακούσω ο βλάχος δεν ξέρω ακόμα! (Από μπουρδελοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν θέλεις να πεις σε κάποια πως είναι καρ!όλα με «ευγενικό» τρόπο, το λες (η γνωστή ιστοσελίδα της Sirina -τσοντοκάναλο-).

- Ωραία η Δούκισσα Νομικού;
- Για την sirina tv.

(από Khan, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άριστα δέκα με τόνο! Το λέμε για τις θεάρες γυναίκες εμφανισιακά και για τα ομορφόπαιδα.

- Ώπα, ώπα, πιάσε αυτή που περνάει από τα αριστερά σου!
- Δέκα καθαρόαιμο ρε φίλε!

βλ. και δεκάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπόντι που σημαίνει σώμα και το μεγεθυντικό καρα-, είναι η κορμάρα, η σωματάρα, ήτοι το γυμνασμένο λατσότεκνο στα καλιαρντά. Μοιάζει παρεμπίπταμπλυ και με το μποντέος / μπονταίος.

  1. «Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη απ' το ερωτικότερο τρεμόζουμο». (Δήλωση του Ηλία Πετρόπουλου για την ερωτική πόλη αποκατέ).

  2. Η καραμποντού θέλει καραμποντού και όλα τα άλλα εγώ τα ακούω βερεσέ. Και καλά κάνει, δηλαδή, δεν το παρεξηγώ καθόλου. [...]
    Το κακό με τις καραμποντούδες, όμως, είναι που είναι και προκλητικές! Με τον πλέον φυσικό τρόπο, σου λένε ότι δήθεν σαβουριάζουν τα πάντα και ότι ποτέ μα ποτέ δεν πήραν στη ζωή τους ούτε μια πρωτεινη. Καλά τώρα… και όλοι εμείς, που έχει σιχαθεί η ψυχή μας το ψητό με τα λαχανικά και πάμε και στα γυμναστήρια, γιατί ντρεπόμαστε να βγούμε στις πλαζ; Που μια φορά πήγα στα βαθιά σε ένα νησί του Αιγαίου κι έκανα τον ξερό και να ‘σου έρχεται μια τουρκική ακταιωρός, κατεβαίνουν κάτι κομμάντα και μου έβαλαν μια σημαία στο κεφάλι! Με είχαν περάσει για βραχονησίδα. Των Ιμίων κόντεψε να γίνει! (Καραμποντούδες ή περί ματαιότητος).

  3. - Καλέ, εκείνη η τσαούσα που έρχεται τις Κυριακές και θέλει μιζ αν πλι η τσουράπω…που τα είχε με εκείνη την καραμποντού από το γυμναστήριο απέναντι.
    - Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαροτεκνό. (Αποκατέ).

  4. Λατσάβελες καραμποντού στο πρεζαντέ. (Από )

(από Khan, 12/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του αγγλικάνικου όρου hipster. Οι χίπστερζ είναι ένα μεταμοντέρνο φαινόμενο που άρχισε στις Η.Π.Α. στα νάιντιζ και κορυφώνεται παγκοσμίως στα νόουτιζ και τενζ, και έχει κυρίως εμφανισιακά, αλλά και γενικότερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αρχικά τα χιπστέρια ξεκινούν ως indies (<independent) δηλαδή ως αλτέρνια που συνδέονται με ψαγμένα ακούσματα, καθώς η Indie rock. Επρόκειτο δηλαδή για μια anti-mainstream φάση. Στην πορεία, όμως, όχι μόνο δεν έχουν ασχημindie, αλλά αντιθέτως έχουν ομορφindie χάρη στην εκπληκτική επιμονή τους στους αισθητικούς εμφανισιακούς συνδυασμούς, με αποτέλεσμα να μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο χιπστεράς είναι ένας εκπεπτωκώς indie προς την κατεύθυνση του mainstream, ή, αλλιώς μία ακομοντέισο, μια προσαρμογή (accomodation που λέμε και στο χωριό μου) του ίντυ, όπου αμβλύνεται η εξεγερσιακή δυναμική.

Για μια πολιτική κριτική βλ. τον ορισμό χιπστεράς της Ironick (before it was cool). Από πολλούς θεωρείται ότι τα χιπστέρια είναι ένα μη-κίνημα προσιδιάζον στη μετανεωτερικότητα, καθώς «εξ ορισμού» δεν μπορούν να οριστούν. Είναι ίσως το μοναδικό κίνημα, που δεν έχει ως στόχο έναν αυθεντικό χίπστερ, έκφραση που αποτελεί contradictionem in adjecto, τ. Ελβετός ναύαρχος κ.τ.ό., όπως άλλωστε οξύμωρο είναι και το τρέντι αλτέρνατιβ που επιδιώκουν. Όπως μου υπέδειξε και ο πασαδόρος του λήμματος Mr Cadmus, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση πιο χίπστερ πεθαίνεις, καθότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σαν μια χιπστεροσύνη ως κανονιστική ιδέα ορίζοντος. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι «πιο χίπστερ γίνεσαι mainstream».

Με άλλα λόγια, η χιπστεροποίηση δεν είναι μια κίνηση προς την κατεύθυνση του ριζοσπαστισμού, αλλά αντιστρόφως προς μια μεγαλύτερη προσαρμογή του ριζοσπαστικού στο κυρίαρχο ρεύμα, η οποία προκειμένου να υπάρχει έχει ανάγκη μια ορισμένη ένταση με το μαίηνστρημ, πλην όσο περισσότερο εντείνεται, τόσο περισσότερο αμβλύνεται η όποια αντιδραστικότητά της. Με άλλα λόγια χίπστερ δεν γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι, χίπστερ καταντάς, όταν αμβλωθεί η αλτέρνατιβ δυναμική σου. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει ορισμός του χίπστερ, παρά μόνο να εντοπιστούν επιμέρους χιπστερότροπα στοιχεία και τύποι, καθώς οι χίπστερζ εντάσσονται σε μια αξίωση μεταμοντέρνου αχαρτογράφητου: Πρόκειται για μια αέναη αναβολή του αλτέρνατιβ και διαμονή σε μία no man's land μεταξύ εναλλακτικού και κυρίαρχου τρέντι, τα όρια της οποίας είναι εξαιρετικά πορώδη. Χίπστερ μπορείς να γίνεις και στην προσπάθειά σου να γίνεις εναλλακτικός, αλλά και στην έκπτωσή σου από το εναλλακτικό, πάλι πίσω προς το κυρίαρχο.

Κατά συνέπεια, κάποιος που προσπαθεί επί τούτου να γίνει χίπστερ μέσα από οδηγούς χιπστεροσύνης, δεν αποτελεί αυθεντικό χίπστερ (ὃ μὴ γένοιτο), αλλά χιπστερικό, πάσχοντα δηλαδή από χιπστερία, την πάθηση του να θέλεις ντε και καλά με υστερικό τρόπο να γίνεις χίπστερ, ενώ η ψαγμενιά είναι ακριβώς να μην το επιζητείς, αλλά να σου βγαίνει.

Μπορούμε ωστόσο να κάνουμε μια ιστορική ανασκολόπηση του όρου με την βοήθεια της Βικούλας. Ήδη στην δεκαετία του 1940, ο όρος hipster σήμαινε τον μυημένο, τον aficionado, κάτι σαν το τζιναβωτός στα καλιαρντά. Πιθανόν να προέρχεται από το hop που ήταν σλανγκιά για το όπιο, ή από το δυτικοαφρικανικό hipi, που σημαίνει να «ανοίγεις τα μάτια σου». Η σημασία του hip ως μυημένου μαρτυρείται ήδη από το 1902, και την ίδια εποχή και το unhip δηλώνει τον ατζινάβωτο στα χιπστερικά, ενώ η προσθήκη του β' συστατικού -ster έχει καταγραφεί ήδη στα 1944. Οι πρώτοι χίπτσερζ των φόρτιζ είναι κάτι σαν μπήτνικς, ή σαν Αμερικλάνους υπαρξυστές ένα πράμα, αλλά φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του δηθενιστή υπήρχε ήδη τότε καθώς επρόκειτο περισσότερο για λευκούς που τους άρεσε η τζαζ και προσπαθούσαν να μιμηθούν το λαϊφστάιλ των μαύρων καλλιτεχνών.

Ωστόσο, η καθιέρωση του όρου με την σύγχρονη σημασία αρχίζει στα νάιντιζ στις Η.Π.Α. και δη τη Νέα Υόρκη, και στα νόουτιζ μιλάμε πλέον για ένα παγκόσμιο φαινόμενο με ανησυχητικές διαστάσεις καθώς ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπως το Βερολίνο και το Λονδίνο, μετατρέπονται αίφνης σε χιπστερουπόλεις. Στα δέκαζ κατακλύζονται από χιπστέρια και οι χιπστερόδρομοι της Αθήνας, όπως η θρυλική Αβραμιώτου, ήτοι το στενό δρομάκι του μπαρ 6 Dogs, η πλατεία Αγίας Ειρήνης, η πλατεία Καρύτση, η Κολοκοτρώνη, και κάποιες άλλες χιπστεροτοπίες στο Γκάζι και το Μοναστηράκι. Σε ένα περιβάλλον κρίσης, το να είσαι απλώς τρέντι δεν είναι πια τρέντι, οπότε πολλοί από όσους δεν ριζοσπαστικοποιήθηκαν, μεταλλάχθηκαν σε χιπστέρια. Καθώς ένας ορισμός του χιπστεριού εξ ορισμού αντενδείκνυται, θα επισημάνουμε απλώς αφενός επιμέρους στοιχεία και αξεσουάρ, και αφεδύο τύπους χιπστεριών, προσπαθώντας αν είναι δυνατόν να αναδείξουμε και προσιδιάζοντα στην Ελλάδα χαρακτηριστικά χιπστεροτροπίας. Σημειωτέον ότι τα χιπστέρια έχουν οικειωθεί επιμέρους χαρακτηριστικά από διάφορες εναλλακτικές κουλτούρες, κυρίως από τα emoφρίκουλα και λιγότερο από τους πάνκηδες.

Στοιχεία

  • Το δίπολο ironic/sincere (ειρωνικό/ειλικρινές):
    Χαρακτηριστικό των χίπστερζ είναι η μεταμοντερνιάρικη οικείωση του εξόφθαλμα πασέ, του κιτς, του γκροτέσκου και του γελοίου, με μια διάθεση αυτοσαρκασμού. Ωστόσο, αυτό για να είναι χίπστερ πρέπει να γίνεται με μια λεπτότητα και αρμονία και να ακεραιώνεται σε ένα χιπστεροσύνολο. Τότε λέμε ότι είναι «ειρωνικό» (ironic αμερικανιστί), πρόκειται δηλαδή για ένα «κλείσιμο ματιού» του χιπστερά στον θεατή του. Λ.χ. ενώ το μούσι μπορεί να θυμίζει παπά, άστεγο, ερημίτη, ή πασόκο των 80ζ, όταν το φέρει ο χιπστεράς γίνεται ειρωνική ψαγμενιά. Παρομοίως το T-shirt μπορεί να είναι χαρακτηριστικό τρεντυφατσουλακίου, εκτός αν φορεθεί ειρωνικώς. Άλλοτε πάλι ένα στοιχείο που έχεις ούτως ή άλλως, όπως το να είσαι φάλαινα ή τόφαλος μπορεί να επενδυθεί α πουστεριόρι ειρωνικά χαρακτηριστικά. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο φέρων ένα χαρακτηριστικό, λ.χ. το μούσι, δεν έχει καθόλου ειρωνική διάθεση, αλλά όντως ταλιμπανίζει. Σε αυτήν την περίπτωση αναγνωρίζεις ότι το μούσι λ.χ. είναι ειλικρινές και αποτίεις το ρισπέκτ που αναλογεί.

  • Η βιντατζιά: Τα χιπστέρια έχουν μανία με τα παλαιά ενδύματα και άλλα αντικείμενα. Όταν δεν έχουν την τύχη να τα σουφρώσουν από τη ντουλάπα της γιαγιάς («η γιαγιά, η γιαγιά, γνωρίζει πιο καλά, όλα τα τερτίπια τα χιπστερικά», για να παραφράσουμε τα Ημισκούμπρια), ή να τα κληρονομήσουν από κάποιο μακαρίτη/ισσα, τα προμηθεύονται από ειδικά βιντατζάδικα. Στις Η.Π.Α. λ.χ. είναι κουλ το στυλ τουέντιζ άλα Great Gatsby, και γενικά στοιχεία σιξτίλας και σεβεντίλας. Τα εν Ελλάδι χιπστέρια συχνά ταξιδεύουν στο Λονδίνο για να προμηθευθούν βιντατζιές. Σχετικό σύνθημα: «Old is the new new».

  • Το before it was cool: Η μαγκιά για το χιπστέρι είναι να έχει κάνει κάτι που τώρα είναι κουλ πριν να είναι κουλ. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για ένα κυνήγι του παρόντος και του μέλλοντος και για μια καταξίωση αυτού που το έχει επιτυχώς προφητεύσει. Υπάρχει και αυτό το στοιχείο, αλλά υπάρχει και η χαρακτηριστικά μεταμοντέρνα αγάπη για τα ρηβάιβαλς, τις αναβιώσεις, όπου κάτι που παλιότερα αποδοκιμάστηκε και παρέπεσε ως ηττημένη τάση, θεωρείται τώρα ότι πρέπει να του δοθεί προσοχή εις βάρος της Ιστορίας που γράφουν οι νικητές. Επίσης, γίνονται ριζικές αναθεωρήσεις ως προς το τι είναι κουλ, προκειμένου να μην συμπίπτει το χιπστέρι με το κοινό τρέντουλο. Με την έννοια αυτή φτάνει να θεωρείται κουλ ακόμη και το να είναι κανείς λ.χ. τόφαλος, ή έστω chubby, ή φύτουκλας. Ο πραγματικός χιπστερόμαγκας όμως είναι αυτός που είχε μια τέτοια ιδιότητα πριν να γίνει κουλ και είχε φάει όλη την λοιδορία, ίσως και άδικα από ό,τι αποδείχθηκε. Ο χίπστερ επομένως δεν κυνηγάει μόνο το μέλλον, το next best thing, αλλά και το παρελθόν, προσπαθεί να εμπνευστεί από παλιά τρεντζ, και κυρίως να οσμιστεί όχι το μέλλον του παρελθόντος, αλλά το παρελθόν του μέλλοντος, ήτοι πιο παρελθόν θα είναι τρέντι στο μέλλον, ώστε να το εφαρμόσει στο παρόν πριν να είναι κουλ, πράγμα που είναι και η μαγκιά στην τελική.

  • Ο μετροσεξουαλισμός: Πολλά χιπστέρια προάγουν τη μεταμοντέρνα εικόνα μιας αχαρτογράφητης σεξουαλικότητας, ούτε έκδηλα γκέι, αλλά και στρέιτ δεν τη λες. Χαρακτηριστικό λ.χ. είναι μία μόνο λεπτομέρεια γυναικείου outfit σε ένα κατά τα άλλα αρρενωπό λουκ. Επίσης, το δίπολο ανορεξία- αφράτη jouissance, που συναντάται σε χιπστεράδες παραπέμπει σε θηλυκά πρότυπα του παρελθόντος, όπου θηλυκό θεωρείτο αφενός το ανορεξικό μοντελέ σώμα, ή αφετέρου η ζουμπουρλού σεξουάλα. Αντιστρόφως, οι γυναίκες μπορεί να μπουτσοφέρνουν, ή ακόμη και στην περίπτωση που παραμένουν πολύ «θηλυκές» με την συμβατική έννοια, να χαλάνε την ομορφιά τους με κάποια εξτραβαγκάντσα, λ.χ. ένα παράξενο γυαλί. Γενικά καταξιώνεται και το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας, και το faux πουτανέ υφάκι (slutty που λέμε και στο χωριό μου).

  • Ο νομαδισμός: Μόλις μια περιοχή με χίπστερ στέκια γίνει γνωστή, οι χίπστερζ θα προσπαθήσουν να πάνε αλλού, στο next best thing, με αποτέλεσμα έναν συνεχή νομαδισμό, που θυμίζει την απεδαφικοποίηση (που λέει κι ο Gilles o Deleuze) του ύστερου καπιταλισμού. Συναφώς εννοείται ότι το χιπστέρι δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι είναι χιπστέρι.

Αξεσουάρ - εμφανισιακές λεπτομέρειες

  • Τα χιπστερόγυαλα: Πρόκειται συχνά για γυαλιά με κάτι σαν βαρύ κοκκάλινο σκελετό που έχουν ξαναέρθει στη μόδα. Συνήθως εμπνέονται από τα σέβεντηζ, αλλά είναι πιο ντιζαϊνάτα από τις τότε γυαλαμπούκες. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πανηγυριστούν και γυαλιά που φέρνουν οριακά σε χουντόγυαλα. Ως χιπστερόγυαλα πάντως μπορούν να χαρακτηρισθούν και διάφορα τρεντόγυαλα, όπως τα χιπστερέιμπαν. Χαρακτηριστικό χιπστερόγυαλο είναι επίσης τα Rayban αλά Bob Dylan.
  • ρούχα από βιντατζάδικα
  • παπιγιόν
  • ironic μούσι: Ορισμένα ειρωνικά μούσια θυμίζουν ερημίτη, καθώς έχουν μάκρος, ωστόσο είναι περιποιημένα στα πλάγια και συνήθως μυτερά.
  • ironic σκούφος
  • ironic περίεργο καπέλο, με παράξενα χρώματα
  • καρό πουκάμισο
  • ειρωνικό T-shirt: Η ειρωνική υπερβολή είναι που διαχωρίζει το χιπστέρι από το απλό τρεντυφατσουλάκι.
  • στενά τζηνς
  • τρύπες τύπου plug στα αυτιά
  • γυναικείο αξεσουάρ για τους άντρες
  • αξεσουάρ από μαμά/ γιαγιά για τις γυναίκες
  • μποτοσπορτέξ εϊτίλα
  • τα μη-σταράκια: πατούμενα που μοιάζουν με σταράκια, χωρίς να είναι ακριβώς σταράκια, ώστε να μην συμπέσει το χιπστέρι με αλτέρνι
  • φουλάρι, κασκόλ
  • ειρωνική βοϊδογλειψιά
  • ειρωνικό μαλλί αλά Beatles
  • εξυπνόφωνο, μάκης, ipod, ipad
  • λατρεία του Instagram και του Twitter

(Περισσότερο σε χιπστέρια εξ Αμερικής):

  • γούνινο καπέλο/ καπέλο lumberjack.
  • κύπελο ή κούπα από Starpax.

Τύποι (μικρή μη εξαντλητική λίστα):

  • Ο ανορεξικός: Ο πολύ αδύνατος και εύθραυστος χιπστεράς με στοιχεία μετρό ή, για τους πιο κακοπροαίρετους, πουστρίγκου.

  • Ο ironic τόφαλος: Πολλοί πανηγυρίζουν τα πάχη τους προβάλλοντας μια χίπστερ ζουισάνς ή ζουζουνισάνς.

  • Το μετα-φυτό: Χιπστέρι που διεκδικεί ότι ήταν φυτό before it was cool, συνδυάζει στοιχεία φύτουκλα, όπως οι γυαλούμπες με καλαίσθητα στυλιστικά στοιχεία, εξ ου και μετα-φυτό. Πολλές κοπέλες ακολουθούν στυλ Μαρίας Άσχημης, δηλαδή ενώ μπορεί να είναι πολύ όμορφες και γλυκές ακολουθούν μια ειρωνική προσέγγιση φορώντας παράξενα διανοουμενέ γυαλιά κ.τ.ό.

  • Ο χιπστεράστεγος: Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες θεωρίες συνωμοσίας, ο χιπστερισμός προωθήθηκε άνωθεν σε χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα προκειμένου να καμουφλάρεται ο αυξανόμενος αριθμός αστέγων λόγω της κρίσης. Πράγματι στις Η.Π.Α. ένα είδος χίπστερ που φοράει καπέλο με γούνινη επένδυση, cardigan, σκισμένα τζηνς, μπότες κι έχει μούσι θυμίζει εντυπωσιακά άστεγο. Παρομοίως και σε αθηναϊκούς χιπστεροδρόμους μπορεί να καταστεί δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν ειλικρινή άστεγο από ένα ειρωνικό χιπστέρι που αστεγοφέρνει. Παραμένει, ωστόσο, η σημαντική ειδοποιός διαφορά του χιπστεριού ότι θα έχει πάντα ένα αλάνθαστο γούστο για τους σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς, και δευτερευόντως εξυπνόφωνο και κάποια τρεντουριά. Σε δεύτερο χρόνο, θα μπορούσε και κάποιος από τους νεοάστεγους, που κατά τα άλλα είναι μορφωμένος και στυλάτος, να καμουφλαριστεί ως χιπστεράστεγος ώστε να αποφύγει το ρεζιλίκι και να περάσει ως άποψη.

  • Το τζημεροχίπστερο: Πρόκειται για χιπστέρια που λόγω εμφάνισης στην αρχή τα παρεξηγείς για αριστερόστροφα αλτέρνια, αλλά μόλις αρχίζεις να μιλάς μαζί τους εκπλήσσεσαι με την ξετσίπρωτη έως φασίζουσα σκληρότητά τους σε κοινωνικά θέματα.

  • Ο Αθενσβοϊσάς: Ο χιπστερικός που ενημερώνεται από την Athens Voice.

  1. είμαι χιπστέρι, έχω και συλλογή από παπιγιόν μέσα σε μια δερμάτινη βαλίτσα πεταμένη στο πάτωμα,που την έχω μετατρέψει σε αλτέρνατιβ ντουλάπα. υ.γ. κατω από το σπίτι μου υπάρχει ένα παγωτάδικο Igloo,δεν καταλαβαίνω το περίεργο. (Εδώ).

  2. δηλαδή ρε ΧΙΠΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΛΑΣΠΗΣ άκουσες όλη τη δισκογραφία τους και αποφάσισες ή αποφάσισες χωρίς να την ακούσεις;; (Εδώ).

  3. Ίνσταγκραμ:Ο πιο γρήγορος τρόπος να τσατίσεις ένα χιπστέρι που δηλώνει χόμπι την φωτογραφία «Το ινσταγκραμ δεν είναι τέχνη» (Εδώ).

  4. Εδώ στο γραφείο της Cyber Police ψηφίσαμε όλοι ΚΚΕ πάντως. Εκτός από ένα χιπστέρι που ψήφισε Δημιουργία Ξανά. (Εδώ).

  5. Λόγοι υπερηφάνειας. Χίλιες φορές ποζέρι παρά χιπστέρι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλ.: το μέρος ανάμεσα στα στήθια μιας γυναίκας.

Έσκασε μύτη με ένα ντεκολτέ που φαινόταν όλη η μεσοβυζιά της! Όλη όμως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρό μπινελίκι με τουλάστιχον τέσσερις μεγάλες κατηγορίες εφαρμογώνε:

1.
σημερα πετυχα το σταθη ψαλτη,σε γνωστη ντισκοτεκ της αθηνας. αρχισε παλι ο μαλακας να κανει εκει μεσα,τα καγκουριλικια που εκανε στα 80s,και την επεφτε στις γκομενες με το γνωστο ηλιθιο καμακι του. ε φυσικα,δεν αντεξα,του τις εβρεξα και τον πεταξαν εξω με τις κλωτσιες απο τη ντισκοτεκ μετα. και φευγοντας μας απειλησε,οτι την επομενη φορα θα μπει με μοτοσυκλετα στη ντισκοτεκ και θα τα κανει ολα λιμπα. σα δε ντρεπετε ο ασχημομουρης που ειναι σα πουστογρια.

2.
Μέρκελ, ρε πουτάνα άντε γαμήσου, πουστόγρια!!!

3.
Κάθε φορά που την βλέπω αυτή την πουστόγρια (σ.ς. την Γιάννα Αγγελοπούλου)με πιάνει ταραχή από την ασχήμια της. Κοντή, άσχημη μέσα στις πλαστικές ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑ ΣΑ ΚΑΖΑΝΙ ΑΠΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ!

4.
ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΥΣΤΟΓΡΙΕΣ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΕΣ.... ΤΑ ΣΙΧΑΜΑΤΑ....ΕΚΕΙ ΕΚΕΙ ΣΤΗ Β ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕ ΑΛΛΟ ΑΦΜ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΣ...ΑΡΗΣ ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΑΣ...

5.
ΠΟΥΣΤΟΓΡΙΕΣ ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΣ ΓΑΜΑΜΕ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΤΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥΝΟΠΑΝΑ!!! ΓΡΙΕΣ ΕΚΕΙ ΣΤΗ Β' ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ Η ΠΟΛΗ ΚΑΘΑΡΗ!!! ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΠΑΟΚ 1926

6.
ΜΩΡΗ πουστογρια θα στειλης να καθαρισουνε τα σκουπιδια η θα συνεχιζεις να κανεις πιπες στους συνδικαλιστες;!

7.
Βέβαια καλοί μαλάκες και οι θεσσαλονικείς που δεν πήγαμε να ψηφίσουμε και αφήσαμε αυτή την αλκοολική πουστόγρια να το παίζει τώρα δημαρχίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βατράχου, μεταφορικά η φουσκωτή κοιλιά.

Αυτός που έχει φτιάξει μπράσκα, λέγεται και μπρασκανίλος.

Aυτός από το καθισιό έχει φτιάξει μια μπράσκα άλλο πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπήρχε από παλιά με επιφανές παράδειγμα τη Δέσπω Διαμαντίδου στον ρόλο της κουμπαρομπεμπέκας στην ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) σε σκηνοθεσία- σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού, πλην διέρχεται αναβίωση στις μέρες μας κυρίως ως ένα θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού.

Εκ των κουμπάρα και μπεμπέκα το λεπόν προφάνουσλυ ετυμολογείται, οπότε μπορεί να σημάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

- Γυναίκα ευρισκόμενη στην ευαίσθητη ηλικία μεταξύ μιλφ και κούγκαρ (την οποία ηλικία δεν θα προσδιορίσουμε, άλλωστε η ψυχική ηλικία μετράει), η οποία καίτη (Γαρμπή) γεροντομπεμπέκα, ή μάλλον επειδή είναι γεροντομπεμπέκα, μπεμπεκίζει και προσπαθεί να δείχνει με την εμφάνισή της νεώτερη, για να ψαρεύει τεκνά, ή, έστω, κουγκαροθύματα.

- Γυναίκα που ως το θηλυκό αντίστοιχο του κλαρινογαμπρού εκτίθεται υπερβολικά προσπαθώντας να προκαλέσει με την εμφάνισή της ώστε να προσελκύσει τα βλέμματα. Αν ζούσανε σ΄ άλλη εποχή, ο κλαρινογαμπρός θα παρίστατο βλαχοκομψευόμενος σε γάμους με κλαρίνα, ενώ η κουμπαρομπεμπέκα θα έτρεχε από γάμο σε γάμο για να πιάσει την ανθοδέσμη της νύφης. Σήμερα, απλώς περιδιαβαίνει τα νυφοπάζαρα, ή, μάλλον, τα κουμπαροπάζαρα νέας κοπής, διαδικτυακά, μουτσουνοτεφτερικά (copyright: dryhammer) ή παραλιακά.

- Στον χαρακτήρα της κουμπαρομπεμπέκας υπάρχει και η ζήλεια προς την πρωταγωνίστρια νύφη και ένας ορισμένος ιζνογκουντισμός που της βγαίνει σε μπίτσιασμα.

- Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ. Μαστ η δωδεκάποντη γόβα σκυλέτο και οι περίεργες κομμώσεις, για αναλυτική περιγραφή βλ. πρώτο παράδειγμα. Συναφώς γίνονται πού και πού διαδικτυακοί διαγωνισμοί για την καλύτερη κουμπαρομπεμπέκα, ανάλογοι αυτών για τον μεγαλύτερο κλαρινογαμπρό.

- Χαρακτηριστικό της είναι ότι σκάει μύτη παντού ντυμένη σαν να έχει πάει σε γάμο, ακόμη κι αν βγει το πρωί μέχρι το περίπτερο.

- Πρόκειται για Ελεεινίδα με νοοτροπία μικροαστικής μιζέριας με τα επίπεδα νυφουλίνης να έχουν χτυπήσει ταβάνι. Απώτερος σκοπός της η αποκατάστασή της ως καλοβλαμμένης μικροαστής ή μεγαλοαστής. Εκεί θα γίνει και η σχετική πάλη των φύλων, αν η κουμπαρομπεμπέκα θα τυλίξει τον κλαρινογαμπρό ή αν ο κλαρινογαμπρός θα βολέψει την κουμπαρομπεμπέκα και θα γίνει καπνός.

- Η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει κάτι το οικογενειακοδιαστροφικό τ. στην κουμπάρα και τη θεία το γαμήσι πάει ευθεία. Την φανταζόμαστε ως χαμηλοβλεπούτσα παπαδοξηλώτρα που καίτη σεμνυνόμενη τα οικογενειακά τάμπου δεν θα διστάσει να προβεί στις (νοερές ή σαρκικές) αιμομικτικές σχέσεις που επιβάλλει ο συμβιωτισμός της ελληνικής οικογένειας.

- Συναφώς μπορεί να είναι μία εκ πολλών απαντήσεων στο τσουβαλοειδές ερώτημα «γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;», οπότε εννοείται ότι οι νεποτιστικοί διορισμοί και άλλες χάρες σε κουμπαρομπεμπέκες μας έφεραν ως εδώ.

- Πλην η κουμπαρομπεμπέκα βγάζει και κάτι πρόσχαρο από γυναίκα διπλανής πόρτας, νοικοκυρά, μιλφέιγ με την καυλή έννοια, τρε μαμισάμπλ.

Αλλά δεν περιγράφω άλλο, δίνω τον λόγο στα παραδείγματα, αφού αναφέρω το γουγλοτρίβιο ότι ως επιφανείς κουμπαρομπεμπέκες ο γούγλης δίνει, μετά την κουμπάρα όλων των κουμπάρων Δέσπω Διαμαντίδου, την Κατερίνα Καραβάτου, την Ευγενία Μανωλίδου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο.

1. Βέβαια δε θέλω να αδικήσω την εξελιγμένη μορφή της κουμπάρας. Κάτι σαν τα pokemon έχουν γίνει πια. Κάτω από τις 3 εξελίξεις δεν πέφτει. Την γνωρίσαμε ως κουμπάρα. Ψηλά high heels, τρέσσα μαζεμένη προς τα πάνω και πίσω με ένα γλαστράκι απ' τα δεξιά να φωτοσυνθέτει και ένα maxi ανθισμένο φόρεμα-συνέχεια του γλαστρακίου-δίχως ύφασμα από τον αφαλό και πάνω. Άμα έκανε δε σβούρα με τον κώτσο Αμαζονίου, θρηνούσαμε θύματα κι όλοι ρώταγαν «Από παθολογικά; Όχι από κουμπαριά».

Πλέον η κουμπάρα πήρε τα πάνω της και έγινε η γνωστή σε όλους μας Κουμπαρομπεμπέκα με τ' όνομα. Σου θυμίζει λίγο τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία με τον Αντωνάκη και το καπελάκι του να φεύγει; Όχι αδίκως. Παραμένει η κυρα-Ανακατωσούρα που θα σε βάλει να γίνεις οπίσθιο ξεύγλωτο. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι ντύνεται λατέρνα από το πρωί που θα ξυπνήσει, η τρέσσα πλέον έχει το μαλλί της καθώς όταν τη ρωτάς σου απαντά «Καλέ δικά μου είναι τα μαλλιά, εγώ τ' αγόρασα» και τρέχει από γάμο σε γάμο κάθε Κυριακή μετά τα βαφτίσια για να ψαρέψει όλους τους κλαρινογαμπρούς που της ξέφυγαν. Η κατάληξη, ίδια κάθε φορά: στις τουαλέτες να μετρά τα πλακάκια και αναρωτιέται αν θα βάλει τέτοιο στο σπίτι τους. Λίγο πριν αποφασίσει ο τύπουλας έχει γίνει ένα με αέριο που προέρχεται από την καύση αντικειμένων και δη ξερών: καπνός. Η μόνη τεράστια αλλαγή που θα παρατηρήσεις πάνω της θα 'ναι στη βαφή. Άκουσα ότι τσακώθηκε με την ντεκαπαζ και αν δε φτάσει η ρίζα στην ανακύκλωση δεν πάει να την στοκάρει.

Άμα τη δεις μην την πλησιάσεις. Είναι απελπισμένη για σεξ και γονιμοποιείται εύκολα. Πέτα της βελάκια από μακριά. ΠΡΟΣΟΧΗ! Φέρει μυστικό όπλο μαζί της που θα σε αντικρούσει στην εκτόξευση αντικειμένων. Το λεγόμενο μαλλί-τσάντα. Μέσα σ' αυτό θα βρεις κλειδιά, μακιγιάζ, κινητό, cosmpolitan, αντισυλληπτικά (γεμάτο κουτί) για να σε ψήσει ότι δε θέλει γάμους και τη θεία μου την Τούλα που τόλμησε να φορέσει τα ίδια με αυτήν μια Τετάρτη του Μάη.

2. Ένα κομμάτι φανουρόπιτα από τα χεράκια της Μαριέττας Χρουσαλά έτρωγε η Κατερίνα Καραβάτου ,όταν πήρε μια κορδέλα και την έδεσε στα μαλλιά της. Τότε, γύρισε η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου και είπε στην Κατερίνα Καραβάτου: «Ξέρεις τι μου θυμίζεις; Μη θυμώσεις όμως. Μου θυμίζεις κουμπαρομεμπέκα».

3. Ο γάμος του Αντωνάκη και της Ανγκέλας με κουμπαρομπεμπέκα τον Βενιζέλο.

4. Εχουν χωρίσει ζευγάρια και ζευγάρια για τις φουσκάλες του. Διότι όταν μπαίνει ο Αντωνάκης μέσα στο σπίτι του, ποια βλέπει να πίνει καφέ με τη γυναίκα του, την Ελενίτσα; Την κουμπαρομπεμπέκα Δέσπω Διαμαντίδου βλέπει. Δεν βλέπει την Κέιτ Μός ούτε την Αρβελέρ. [...] Ομως οι γιαγιάδες είναι της σχολής «κουμπαρομπεμπέκα» και δεν θέλουν να βλέπουν μια ξυλάγγουρη μοντέλα, αμερικάνικο στυλ, να λέει κρυάδες. Καλή η Βίκυ, αλλά δεν γνωρίζει να λέει το φλιτζάνι. Οπότε, πάμε Μανωλίδου.

5. 6.000 μονάδες, αφού έχουμε δομήσει παρανοϊκά ομόλογα για να εισπραχθούν απίστευτες προμήθειες σε εξ αγχιστείας συγγενείς (γεια σου κουμπαρομπεμπέκα!)

6. Οταν ένας άνδρας τα φτιάχνει με την κουμπαρομπεμπέκα του αυτό λέγεται πουστιά, όταν μια γυναίκα κάνει το ίδιο με τον συμπέθερο/κουμπάρο/κολλητό αυτό λέγεται πουτανιά. Και όλα μαζί αν τα βάλεις σε ένα τσουβάλι, ανηθικότητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πιο χυδαία, μπρουτάλ και χαμουροειδής εκδοχή τση κουμπαρομπεμπέκας (q.v.), με ότι αυτό συνεπάγεται.

Εκ του γεροντομπεμπέκα και του σκληρού γαμοσλανγκοπροθήματος κουραδό-.

Συνειρμικό ασίστ: Dirty Khank.

1.
Εσύ τουλάχιστον άκουσες Καζάκη, εγώ θες στην ΚΟΕ που άκουγα μια κουραδομπεμπέκα της Ανταρσία και ένα γενικόλογο παπάρα, που δε θυμάμαι καν το όνομά του δεν το έκανα θέμα!

2.
Ρεπορτάζ
«E. Παπαρίζου: Δείτε το νέο της κopμί με... απoκαλuπτiκό μαγιό ...»
Κακεντρεχές σχόλιο πιο κάτω
- Η ΚΟΥΡΑΔΟΜΠΕΜΠΕΚΑ..ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΑΧΑΑΑ...

3.
Ρεπορτάζ
Ντόρα Μπακογιάννη: Ο μάρτυρας υπεράσπισης είναι εν δυνάμει «τρομοκράτης»
[img]http://www.slang.gr/media/img/201311/611c238c8db294bb0f10be00e7ba92aa.jpg[/img]
Κακεντρεχές σχόλιο πιο κάτω
- Συλεκτικη φωτο δεν μπορεις νσ πεις! Και τα τρια μπουμπουκια! Ενας αρχιμιζαδορος καταχραστης δημοσιου χρηματος μαζι με μια ανοργασμικια αγαμητη κουραδομπεμπεκα το γενος βαμπίρ και εναν σαπιοκοιλιά, κρυφόπουστα που δεν εχει δουλεψει ποτε και τρωει: 1)Απο τα ετοιμα που εχει βρει,2)Μια γουρουνοπουλα στην καθησια και 3)Πουτσες οπου βρεθει και οπου σταθει!

(από σφυρίζων, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published