Selected tags

Further tags

Ο παχύς, ο ευτραφής, ο μπουλούκος στο αρκαδικό ιδίωμα.

Πάσα (Δ.Π.): GeorgeGreek.

Το σκόρ στο κάτς των δύο χοντρών του Δήμου σε απασχολεί. Ωραίες υπηρεσίες προσφέρεις στους συμπολίτες σου. Με την ευκαιρία με πληροφορούν πως υπάρχει και άλλος χοντρός. Στην Άνοιξη. Ας προσέχει μη τον μπλέξει και αυτόν η κοκκινοσκουφίτσα στο πρωτάθλημα του κάτς. Οχι τίποτε άλλο γιατί όπως μου λένε είναι και έγκομος. (Διονυσοσκουφίτσα).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. O στηθόδεσμος.

  2. Η γυναίκα που σε θέλγει με το ακαταμάχητο στήθος της και σε παγιδεύει. Ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, το ίδιο το υπερμέγεθες στήθος μέσα στο οποίο φανταζόμαστε ότι μπορεί να χαθεί ο άντρας ή μετωνυμικώς ο πέοντας. (Όσο να είναι, παίζει και ψυχαναλυτικής υφής φόβος για μητέρα που παγιδεύει τον γιο της, ή πιο ακραία τον έλκει πίσω στην κατάσταση ταύτισης μαζί της).

  3. Εδώ το βρίσκουμε ως απόπειρα μετάφρασης του αγγλικάνικου booby-trap. Το τελευταίο σημαίνει γενικά παγίδα, που συνίσταται συνήθως από εκρηκτικά που σκάνε αιφνιδίως, και όπως βλέπουμε εδώ έχει ισπανική ετυμολογία από τη λέξη bobo που σημαίνει ηλίθιος, απρόσεχτος και άρα επιρρεπής να πέσει σε παγίδα. Όμως η ομοιότητα με τη λέξη boobs για τα βυζιά έχει οδηγήσει και τους Αγγλικάνους σε σχετικά λολοπαίγνια για τα βυζιά ως booby-traps. Για το τελευταίο, λοιπόν, προτείνεται η μετάφραση βυζοπαγίδα, όπως και βυζοναρκοπέδιο, βυζοπέδιο καθώς και το ρήμα εγκλωβύζω.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Αν δε χωράς σε μια βυζοπαγίδα τότε τι κρίμα…
    ΔΕ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ! (Εδώ).

  2. α. Βυζοπαγίδα! Τα βυζια της ειναι παγιδα τελικα, τα σκεφτομουνα 2-3 μερες τωρα και δεν μπορεσα να αντισταθω, αν και προχτες ηταν ποιο στρογγυλα, σημερα ηταν ποιο πλατσκουτα (Από μπουρδελοσάιτ)

β. θα γαμησεις κ τις βυζαρες με ρωταει; επιβαλεται της λεω οπου κ χαθηκε ο μικρος τζιμακος για μερικα λεπτα στην βυζοπαγιδα! (Από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Τίποτα παραπάνω από αυτό που λέει.

Παροιμιακή φράση που υμνεί τις γυναίκες και τα φυσικά τους κάλλη. Φράση ερωτική αλλά και βαθιά δημοκρατική, ενάντια σε όλους τους αποκλεισμούς, αφού κάθε γυναίκα διαθέτει και μπορεί να αναδείξει τις ομορφιές αυτές, ανεξάρτητα από καταγωγή, χώρα γέννησης, χρώμα δέρματος, θρησκεία, πορτοφόλι, εξυπνάδα, σωματότυπο και λοιπούς πλαστούς διαχωρισμούς.

Eναλλακτικά: το βυζί και το μαλλί, των γυναικώνε η στολή.

Οι παροιμίες δεν είναι αργκό, τούτη εδώ όμως έχει βυζιά μέσα, οπότε υποθέτω ότι περνάει.

Παροιμία είναι, πώς να φτιάξω παράδειγμα;

Σκεφτείτε π.χ. ανδροπαρέα στο καφενείο να χαζεύει το μπεγίρι που περνάει απ' έξω, έχοντας σε πρώτο πλάνο τα συγκεκριμένα κάλλη και ένας απ' αυτούς να σχολιάζει με την εν λόγω φράση.

Κάπως έτσι: - Πάρε το μωρό που περνάει απέναντι. Πολύ με φτιάχνει με το μαλλί ως τον κώλο. - Και έχει και ζιβύ πρώτης. - Εμ, το βυζί και το μαλλί, καθημερνή στολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει πολύ τρίχα στο σώμα της. Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως όταν η τρίχα κατσαρώνει.

- Πω ρε φίλε τι γκόμενα ειναι αυτή;
- Ρε δεν βλέπεις; Αυτή είναι γούλβεριν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική ατάκα αμφίθυμου θαυμασμού για την εμφάνιση και σεξουαλική ρώμη τινός. Φυσφιρής είναι ο φανταχτερός, ο κυριλές, ο καγκουρογαμόσαυρος, αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει».

Η εναλλακτικά χρήση του φιρφιρή που σημαίνει φλώρος καθιστά το τσιτάτο περισσότερο αμφίθυμο έως και προσβλητικό (βλ. 4ο παράδειγμα).

1. μας το κανε αυτο ενας καφρος θειος,ημουν εγω 5 και ο αδερφος 4 και σε μια μαζωξη μας εστειλε να πουμε στον κολλητο τους (μπαμπα και θειο) τον μητσο «γεια σου ρε μητσο φισφιρη που χεις μια πουτσα σαν σφυρι», ε το παμε μπροστα σε 20 ατομα και μας εκραξε ο πατερας και δεν πιστευε οτι μας εβαλε ο θειος να το πουμε, και η παλιοκουφαλα ο θειος γελουσε.

2. Lolipop,lolipop ouuu loli loli loli lolipop. Αφιερωμενο στον Βαγγελα τον φισφιρη που χει μια πουτσα σαν σφυρι #Meimarakis

3. Tραβέλια με προσόντα: H Ναντια ειναι ο νεος John Holmes (ή Τελης Σταλονε αν μεινουμε σε Ελληνικα πλαισια) Γεια σου Ναντια φυσφιρη, που χεις μια ουτσα σαν σφυρι ..

4. Ο Π. Τατσόπουλος ξαναχτύπησε… Φιρφιρή, Φιρφιρή, με τον πούτσο σάν σφυρί.

(από σφυρίζων, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρά για λόγους γραφικής λημματικής ευσυνειδησίας παραθέτω τούτο το απαρχαιωμένο λήμμα. Ο χλέμπουρας, η γλίτσα.

- Τον είδες το γκόμενο της Βούλας;
- Άντε ρε το χλίμπη...
- Τι είπες τώρα ρε μαν, είσαι δεινόσαυρος, τρισπέκτ... και σοκερντέ;
- Όπου πάω αγαπάω Καθέναααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως λέγεται για κακόγουστες μεγαλοκοπέλες των βορείων προαστίων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την κακογουστιά και τη μεγαλομανία τους... Επίσης λέγεται και για γυναίκες άσχημες, οι οποίες προσπαθούν να αντισταθμίσουν την ασχήμια τους με τα λεφτά τους.

- Κοίτα εδώ τη σαβουροκ(ρ)οκέτα που μου θέλει και καυτό σορτσάκι... - Άστα να πάμε ρε συ... μου έρχεται εμετός...

(από Ladysapia, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζηλευτά αζάρωτο και τεχνηέντως στιλπνόν της επιδερμίδος (κυρίως του προσώπου), που διαθέτει κομψευόμενη υπερβδομηντακοντούτις γριέντζω. Η αψεγάδιαστη αυτή εικόνα παραπέμπει ευθέως σε γύψινο νεκρικό εκμαγείο.

Καλά είδες πώς τραβήχτηκε η Τρέμη; Εκμαγείο η μούρη της!

(από τσοκτσοκγκιουζέλ, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό εξαιρετικής ασχήμιας που η ακαλαισθησία της αγγίζει την γελοιότητα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «μούντζα» που εκτός από τη γνωστή χειρονομία δηλώνει σπανιότερα το γυναικείο γεννητικό όργανο (βλ. μουνί) και τη λέξη «σχήμα» προερχόμενο απ το ιερατικό σχήμα, που όποιος το ακολουθήσει, υποχρεώνεται να φορά ιερατικά άμφια. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει τη γυναίκα που είναι σαν να έχει ένα επιπλέον αιδοίο στο πρόσωπό της.

- Ωραίο μουνάκι η Λυδία... Της τον ρίχνω άνετα.
- Τι λες ρε μαλάκα! Προτιμώ την προγιαγιά μου απ' αυτή τη μουντζόσχημη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified