Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία πολύ άσχημη γυναίκα η οποία προσπαθεί να φανεί σέξι στα μάτια του ανδρικού πληθυσμού.

- Πού πας μωρή χλαμούτσα;;;;έχεις κοιταχτεί στον καθρέπτη που μου θές και μαγιώ μπραζιλ;;;
- Εγώ δεν έχω ανάγκη.. έσυ να κοιτακτείς που είσαι σα μπάλα ποδοσφαίρου...
(ξεκατίνιασμα στο φβ κλασικά)

μια εικόνα όσο χίλιες λέξεις..... (από Ladysapia, 29/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.

Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...

(από Ladysapia, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πανάσχημη, υπερμπαλότσα γκόμενα, από την οποία θέλουμε να απέχουμε τόσο πολύ σεξουαλικώς σε σημείο που να μη θέλουμε ούτε να δει το μόριό μας.

- Πώς σου φαίνεται η Μαρία; Θα την πήδαγες;
- Τι λε ρε; Πας καλά; Ούτε να μου τον δει!

Βλ. επίσης ούτε με ξένο πούτσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασικό παιδί με τα περίεργα δόντια σε στυλ Μπαξ Μπάνι, που όχι μόνο ανοίγουν γκαζόζα (Ροναλντίνιο), αλλά επιπρόσθετα του προσδίδουν ιδιαίτερη τύχη (λαγοδόντια).

Συνήθως τέτοια παιδιά χαρακτηρίζονται από τους συνομήλικούς τους ως παιδιά ενός κατώτερου θεού λόγω της διανοητικής τους ένδειας. Τέλος, συχνά τα παιδιά αυτά, προκειμένου να προσελκύσουν νηφάλια θύματα, γίνονται πρόθυμα να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους με κάθε κόστος, δηλαδή μετατρέπονται σε μπούμπηδες.

  1. Ο πούστης μιλάει στα ζάρια. Συγκεκριμένα τα πλησιάζει στα δόντια του και τους ψιθυρίζει απαιτώντας την πλήρη υποταγή τους στις εκάστοτε ορέξεις του.

  2. Οι τεχνικές ζευγαρώματός του είναι εμπνευσμένες από τις αντίστοιχες της σείρας «True blood», δηλαδή βρίσκει ημιλιπόθυμες και αδαείς τουρίστριες προσφέροντας να τις βοηθήσει και οι οποίες υποκύπτουν στο θέλημά του σαγηνευμένες από το λαγοχαμόγελό του, το οποίο επιτρέπει να φανερωθούν τα δυο μπροστινά του δόντια.

  3. Το κλαψομούνιασμα μέσω φέισμπουκ και μηνυμάτων στην γκόμενα προκαλώντας της ψυχική οδύνη και ταυτόχρονα απέχθεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντελόνι που κάνει ό,τι υπόσχεται: τον κώλο τσίτα, ή αλλιώς το υπερβολικά στενό παντελόνι που είναι ΑΑ' προτίμηση των κάγκουρων.

Ουκ ολίγες φορές συνοδεύεται με τα αντίστοιχα «κύματα» στο παντελόνι (μια ρίγα γαλάζια, μια τζιν, για να αποδώσει -με αποτυχημένο τρόπο- το ξεπλυμένο).

- Πωπωω... καλά, είδες τον τάδε χθες;
- Δεν έτυχε γιατί;
- Καλά αυτός εξελίσεται σε μεγάλο καγκούρι! Γιακάς 20 μέτρα σηκωμένος και παντελόνι εντελώς τσιτοκώλι!
- Καααααλά, πάει και αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερός έως γουτσιστικός χαρακτηρισμός για νεαρό (συνήθως) άτομο που έχει εμφάνιση καύλα, και ωσεκτουτού προκαλεί γκαύλα και σε εμάς. Συνήθως χρησιμοποιείται για καυλοπίπινα μικρόσωμα, λεπτοφυή και με ένα slutty ζενεσεκουά, τ. λολίτες, γυμνηματομούνες, ξεκωλάκια, πιπινέζες κ.τ.ό. Οριακά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αγόρια που είναι και πολύ μουνιά. Χρησιμοποιείται πολύ και ως γαμησιάτικο μπινελίκι.

  1. Τίτλοι από το Ιντερνέτι:

- 19χρονο κοκκινομάλλικο καυλάκι σε αυτοφωτογράφιση.
- Βάλτο καυλάκι μου το αγγούρι όλο μες στη σούφρα σου.
- Λινάκι το καυλάκι, Χριστινάκι το καυλάκι.
- Καυλάκι να το γαμάς από όλες τις τρύπες.
- Ντόπιο καυλάκι αφοσιώνεται στο γαμήσι.
- Γιαπωνέζικο καυλάκι.
- Καυλάκι ποζάρει μόνο και με την φίλη του.
- Ντροπαλό Ελληνικό καυλάκι.
- Μπιχλιμπιδάτο το καυλάκι.

  1. (Από διάλογο που αυτηκόησα):
    - Μπράβο γιατρέ μου που αδυνάτησες! Καυλάκι έγινες πάλι!

(από Khan, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ξέκωλο, νεαρής ηλικίας.

- Ξεκωλάαακιιιιι μουυυυυυυυυ!
(ατάκα-copyright του φίλου μου του Λευτέρη, την οποία λέει όλο χαμόγελο)

(από HardcoreGR, 24/07/12)(από HardcoreGR, 24/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στο ανδρικό μόριο και χρησιμοποιείται ως απάντηση στην ερώτηση: «εσύ πως προτιμάς να είναι το πέος του εραστή σου;». Κυκλοφορούσε παλαιότερα και ως ανέκδοτο-αστείο.

Επειδή θεωρείται ότι οι γερμανικές ψωλές είναι κατά κύριο λόγο μακριές και λεπτές, ενώ οι αντίστοιχες αγγλικές είναι κοντόχοντρες, ο συνδυασμός αυτών των δύο ''μοντέλων'' αποτελεί ιδανικό αποτέλεσμα για κάθε γυναίκα (ή και άνδρα-πούστρα)!

- Λοιπόν για πες Λιτσάκι... εσύ πως τον θες τον άντρα;
- Εεε..να είναι καλός, ευγενικός, αστείος... αυτά.
- Και από πούτσα;
- Γερμανική και ν' αγγλοφέρνει καλή μου! Ο καλύτερος συνδυασμός!
- Σωστήηηηη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified