Selected tags

Further tags

Ο τοιούτος ή χαριτωμένος ή όπως λέει και ο παππούς μου, ο τικιτάκας.

Τον πούστης εννοώ ντε.

- Αχ Λίτσα μου, τι τεκνό είναι ο Βασίλης, πω πω λιώνω ΛΙΩΝΩ ΛΕΜΕ!

- Άστον καλύτερα αυτόν Ρίτσα μου, δεν είναι για μας.

-Τι;Τι ξέρεις και δεν το λες; Τα 'χει μ' άλλη ε; Αυτό είναι! ΩΙΜΕ!

-Τι άλλη μωρή; Πες άλλον καλύτερα...

-ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!! Μη μου πεις! Φούστα κλαρωτή ο Βασιλάκης;

Λίμνη Τιτικάκα, Περού. Νο ρηλέησον. (από Jonas, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεζητημένη αργκό των γυμναστηρίων. Σημαίνει την απώλεια της γράμμωσης, κατά κανόνα στους κοιλιακούς (που είναι και το βαρόμετρο της φυσικής κατάστασης).

Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι είναι σαφώς χειρότερο να έχεις τις φέτες και να τις χάσεις, από το να μην τις είχες ποτέ, τότε θα καταλάβει την απελπισία που συνδέεται με αυτήν την κατάσταση.

- Τι έγινε ρε φίλε και έχεις τις μαύρες σου; Δεν έπαιξες πολλά κιλά πάγκο;
- Όχι ρε, δεν είναι αυτό. Απλά έχω απογοητευτεί γιατί μου βγήκε ο πάτος ένα χρόνο να χτίσω τη χελώνα, και μέσα σε ένα μήνα σβήστηκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο πέος.

- Χθες είδα μια τσόντα. Και ένα πράγμα μου 'χει μείνει. Ο πρωταγωνιστής να πούμε είχε τεράστια ψωλή. Μιλάμε για μεγάλο μπούτση. Αχ, να την είχα κι εγώ τόσο μεγάλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρός χαρακτηρισμός μπάζου το οποίο κι ο έσχατος σαβουρογαμόσαυρος δεν θα άγγιζε ούτε με ξένο πούτσο.

Ως κύριο όνομα αποτελεί μάλλον νεολογισμό. Εκ του ζάρα (< ζαρώνω), καμία σχέση με τα ομώνυμα καταστήματα (όπου ωστόσο ενίοτε συχνάζουν και ζάρες).

- Ήρωας ο Ιωακείμ που κοιμάται πλάι σ' αυτή την ζάρα! - Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου!

- Μουάχαχα, ποιον νομίζεις ότι θα ικανοποιήσεις μα αυτό το θλιβερό γαριδάκι; - Εμένα, μωρή ζάρα, εμένα!

Ζάρα μπερκέτι ά...μμμμ!....ω (από GATZMAN, 14/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:

  1. Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.

  2. Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.

  3. Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.

  4. Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;

Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.

  1. Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;

  2. Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).

  3. Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).

  4. Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μπαζοκρύφτης, δηλαδή τα τεράστια τρέντι γυαλιά τύπου πούλμαν, που θυμίζουν παρμπρίζ λεωφορείου, έχουν δε ως κύριο σκοπό να κρύψουν την μπαζοσύνη του μπάζου που τα φορά και να κόψουν κάτι από την επιθετικότητα της ωστικής δύναμης του μπαζούκας.

Συνηθίζονται πολύ στο Facebook, από κοπελιές που δεν το έχουν με την εμφάνιση, πλην είναι φιλότιμες και δεν θέλουν να παραιτηθούν από το παίγνjιο της σαγήνjης.

Αρχαιοκαυλιστί: ἀλεξίμπαζον, φωγαλλιστί: para-baze, ενώ ο μπαζοκρύφτης είναι το cache-baze. (Πλάκα κάνω γερμανέ μεταφραστή).

Πάσα: allivegp.

- Ωραίο γκομενάκι αυτή η φίλη σου η Εύα92, κάτσε να την κάνω κι εγώ μια προσθήκη.
- Όπα, κοτζάμ μπαζοκόφτη δεν τον είδες, γιατρέ μου; Γιατί νομίζεις ότι τον φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κεφάλας που έχει κεφάλι σαν καρπούζι. Και κυριολεκτικώς. Αλλά και μεταφορικώς, δηλαδή αυτός που πεισμώνει, που δεγκαταλαβαίνει Χριστό, που δεν μασάει τομπούτσο του, που είναι ξεροκέφαλος. Λ.χ. «Καρπουζοκέφαλος» ονομάζεται και ο ήρωας στα «Οπωροφόρα της Αθήνας», ταινία του Ν. Παναγιωτόπουλου ύστερα από μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου, τον οποίο υποδύεται ο Ν. Κουρής. Υποτίθεται ότι ονομάζεται έτσι επειδή ισορροπεί στο κεφάλι του καρπούζια, αλλά και επειδή είναι σαλός, έχει μια δική του θέαση των πραγμάτων και κάνει μονίμως του κεφαλιού του.

  1. Καρπουζοκέφαλος = Σεργουλόπουλος!!!
    Μα είναι κεφάλι αυτό που έχει;;; (Εδώ).

  2. α. Α! Και μη βγει κανείς καρπουζοκέφαλος και πει ότι τα λέμε αυτά επειδή υποστηρίζουμε την κόρη του Δράκουλα. Εμείς γράφουμε ό,τι λέει το ρεπορτάζ και οι δημοσιογραφικές πηγές. (Εδώ).

β. Αυτά τα μοναδικά κράνη για μοτοσυκλέτες που θα δείτε, σχεδιάστηκαν από την Ρώσικη εταιρία good και δίνουν άλλη διάσταση στο υποτιμητικό επίθετο «ανεγκέφαλος» ή «καρπουζοκέφαλος». (Εδώ).

(από Khan, 11/01/11)Ο ήρωας Καρπουζοκέφαλος στα Οπωροφόρα της Αθήνας. (από Khan, 11/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο μεγάλου μεγέθους, και κυρίως:

  1. Το μεγάλο κεφάλι ενός κεφάλα.

  2. Τα αρχίδια που μας τα έχει πρήξει κάποιος και μας τα έχει κάνει καρπούζια.

  3. Οι μεγάλες βυζούμπες.

Για το καρπούζι ως σλανγκικό γεγονός βλ. και δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, καρπούζια στις μασχάλες, μάπα το καρπούζι.

  1. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς την είδε ο τύπος αλλά ότι μας τα έκανε καρπούζια σήμερα μας τα έκανε... (Εδώ).

  2. Τότε με πλησίασε και κούνησε τα καρπούζια της για να με καυλώσει.

(από Έλενα, 10/01/11)(από Έλενα, 10/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το μεγεθυντικό επίθημα -ούμπα της γαμοσλανγκοτέτοιας, δηλώνεται ότι πρόκειται για βυζιά που είναι ευμεγέθη, ευβαρή και μεγαλοπρεπή. Τα βυζιά, δηλαδή, από τα οποία θα ευχόμασταν να φάμε βυζοσκάμπιλο, ακόμη και με κίνδυνο της σωματικής μας ακεραιότητας, τα βυζιά για τα οποία θα κάναμε και τον μαλάκα ή τον Ισπανό τουρίστα στην κοιλάδα των Τεμπών. Κατά προτίμηση φυσικά, φευ συχνά είναι κονάτα. Η φορέας τους λέγεται βυζουμπάτη.

  1. Αν της περισσεύουν κιλά στην περιοχή τους στήθους, τα μοστράρει επιδεικτικά σε στυλ «μαλάκα δεν είναι λίπος, βυζούμπες είναι» ενώ αν έχει μεγάλο κώλο, τον περιφέρει με την υπεροψία του «αν οι πλατείες δεν αξίζανε, δε θα τους δίναν κι όνομα». (Εδώ).

  2. ΒΥΖΙΩΝ ΕΓΚΩΜΙΟΝ. Βυζιά,βυζάρες,βυζούμπες,μπαλονια,κλπ. όπως και να τα λένε είναι το αντικείμενο του πόθου.Enjoy.. (Από το εξειδικευμένο βλόγιον byzares.blogspot.com, μην το χάσετε οι βυζολάγνοι).

  3. άλλο τα βυζά,άλλο οι βυζάρες,άλλο οι βυζούμπες και άλλο οι βυζόμπαλες. (Αναλυτικός φορουμόβιος εδώ).

  4. Το σωστο στηθος πρεπει να εχει 3 προυποθεσεις:
    -Να ειναι ΦΥΣΙΚΟ
    -Να ειναι ΜΕΓΑΛΟ
    -Να ειναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ.
    Ο καταλληλοτερος δεικτης για το αν μια γυναικα εχει ωραιο στηθος ειναι το κεφαλι της...Ναι σωστα διαβασατε το κεφαλι της.Αν το καθε βυζι ειναι μικροτερο απο το κεφαλι της τοτε απλως δεν ασχολεισαι.Αν κεφαλι-βυζι ειναι περιπου ιδια το πραγμα αρχιζει να αποκτα ενδιαφερον.Αν ομως το καθε βυζι ειμαι μεγαλυτερο απο το κεφαλι, τοτε τη γαμας και μετα την παντρευεσαι για να μην προλαβει αλλος. (Ανατομία του στήθους).

  5. φωναζει την κοπελα και μαγκες ερχεται στο σαλονι μια καυλα . μια 23 μουνιτσα ψηλη με βυζουμπες . μεσ τα υγρα ητανε!!! αμεσως δινω τα λεφτα και μπαινω μεσα . ενα δωματιο αρκετα καλο θα μπορουσα να πω. μπαινει κι αυτή μεσα , και ξεκιναει το παιχνιδι . αρχιζει να με γλιφει απο πανω μεχρι κατω . να αρχιζει να παιζει με τις βυζουμπες της, με τον κωλο της, με το μουνι της τον πουτσο και με καυλωνει του πουστη. (Ευμενής μπουρδελοκριτική Εδώ).

Veronica Zemunova (από Khan, 10/01/11)(από Khan, 20/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως σημαντική υποπερίπτωση εναλλακτικού ορισμού, κατά τον οποίο αβγό είναι «κάτι που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού» θα αναφέρω ότι αβγό λέγεται και ο φαλακρός. Και μιλάμε περισσότερο για τους φαλακρούς νέας κοπής που παραδέχονται εξαρχής ήττα και τα ξυρίζουν αντί να δώσουν την μάχη οπισθοφυλακής με καραφλάζ ή να κάνουν πανηγυρική αναπλήρωση ως καραφλοχαίτουλες. Ως αβγό εννοούμε είτε το κέλυφος άσπρου αβγού, είτε και το ξετσοφλιασμένο βραστό αβγό. Ορισμένοι μάλιστα έχουν ωόσχημο κεφάλι (οβάλ) κάνοντας την ομοιότητα ακόμη πιο εντυπωσιακή.

Πού μαζευτήκανε πέντε αβγά στην παρέα. Σιγά, θα τυφλωθούμε από την φωτοχυσία!...

(από Khan, 10/01/11)Θα σε καταγγείλω πονηρέ ωοειδή (από Khan, 19/01/11)Αυγό και με τις 2 σημασίες (αλλά και με άλλες από αυτές που έχουμε). (από Khan, 28/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified