Selected tags

Further tags

Ο φαλακρός που αφήνει μακρύ μαλλί και ενίοτε αλογοουρά γύρω από τη φαλάκρα. Από το «καράφλας» και το γιεγιές. Το μαλλί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καραφλάζ.

- Το αποφάσισα. Θα αφήσω πάλι αλογοουρά.
- Ποια αλογοουρά ρε παππού; Καραφλογιεγιές θα γίνεις με πέντε τρίχες στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίγκλα είναι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι δέρματος που περνά κάτω από την κοιλιά του γαϊδουριού, προκειμένου να στερεώσει το σαμάρι στη ράχη του ζώου.

Μτφ.: ο ατημέλητος.

Ο Μήτσος γυρίζει ξεΐγκλωτος από 'δω κι από κει με τα πουκάμισά του έξω.

Κι όποιος δε μένει εδώ, ξεϊγκλωτος επίσης (από GATZMAN, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια ωραία κοπελίτσα, συνήθως μικρή σε ηλικία, και δεν θέλουμε να την χαρακτηρίσουμε μουνάρα!. Όσοι δεν καταλάβατε το λογοπαίγνιο, πείτε το γρήγορα, δυνατά.

- Ψσσσσστ! Κοίτα πίσω απ' το μπλε αμάξι... - Τι ρε;
- Το μικρό μου νύχι ρε!

(από Άγης, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παράδοξο πτηνό γνωστό και ως νερομπαμπλέκι ήταν αναμενόμενο να εμπνεύσει την σλανγκομούσα.

Από Έλληνες το έχω ακούσει με δύο σημασίες:

  1. Στην στρέιτ εκδοχή, η φλαμινγκομούνα είναι τύπος τσολιά με ατέλειωτα λεπτά πόδια, που τα επιδεικνύει φορώντας πολύ στενά παντελόνια, τ. σωλήνας (αν είναι τζηνς) ή άλλα. Αυτό της προσδίδει ένα εύθραυστο δώσε Μπόνο στυλάκι ταλαιπώριας, που επιτείνεται από τον γενικότερο ακκισμό (το ροζ του πράγματος) στο περπάτημα και ευρύτερα. Η αναγεννησιακή φλαμινγκομούνα έχει και στητό και σφριγηλό αθλητικό ζυβί.

  2. Μιλώντας για ροζ, το φλαμίνγκο χρησιμοποιείται και για γκέι ερωμένους, που το χώνουν το πόδι στα πούπουλα, δηλαδή γαργαρότεκνα με μακριά πόδια και χαριτωμένο εύθραυστο περπάτημα, με μια λέξη αβροβάτες. Το φλαμίνγκο είναι γενικότερα από τα σύμβολα που πανηγυρίζεται και από την ίδια την γκέι κοινότητα ως χαρακτηρισμός, καθώς δεν έχει κάτι ιδιαίτερα μειωτικό, ενώ ως σύμβολο έχει και ωραίο χρωματάκι, σιροζάκι. Έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως γουτσιστική προσφώνηση τρυφερότητας μεταξύ γκεουλαίων.

Όταν βέβαια περιγράφει κανείς το φλαμίνγκο κινδυνεύει να περιπέσει σε τουκανισμό παρόμοιο με αυτόν του Βέλγου φυσιοδίφη που περιέγραψε το τουκάν ως το πτηνό με το χαρακτηριστικό μαύρο τρίχωμα παραβλέποντας την μύτη. Έτσι εστίασα στα πόδια και την εντύπωση εύθραυστης ισορροπίας που προκαλεί, ενώ το φλαμίνγκο έχει μια σειρά από αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά. Στα αμερικλάνικα, όπως μπορούμε να μάθουμε από το urban dictionary και από αλλού στο νέτι, το φλαμίνγκο λόγω των σωματικών του ιδιαιτεροτήτων έχει και άλλες σημασίες, που όμως δεν έχω ακούσει από Έλληνες, και έτσι τις παραθέτω ως trivia εκτός κυρίως ορισμού:

  1. Το να έχει λαιμό φλαμίνγκο, κατά το λαιμός καμηλοπάρδαλης είναι ένα πλεονέκτημα για τον ερώμενο /-η.

  2. Ενίοτε το flamingo effect προκαλείται όχι μόνο όταν κάποιος έχει λεπτά πόδια, αλλά και όταν έχει χοντρό κορμό, δηλ. όταν έχει σώμα τ. μηλαρού. Οπότε η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εύχοντρο συμπολίτη μας, που δεν έχει ομοιόμορφα κατανεμημένο βάρος, αλλά έχει χοντρή κοιλιά / κορμό και λεπτά πόδια, δίνοντας αίσθηση ασταθούς ισορροπίας.

  3. Παρομοίως, λέγεται στα αμερικλάνικα για μπιλντέρι τύπου κάβουρας, που έχει γυμνάσει δυσανάλογα πολύ τα χέρια, πλάτες, ώμους του, ενώ έχει αμελήσει τα πόδια του, όχι σπάνιο φαινόμενο μεταξύ των μπιλντερίων.

  4. Σεξουαλικές στάσεις που για κάποιον λόγο στηρίζεσαι μόνο στο ένα πόδι, όπως κάνουν τα φλαμίνγκο, που στηρίζονται μόνο στο ένα πόδι. Αυτά τα σκέφτονται μόνο κάτι καμένα αμερικανάκια που ποστάρουν στο ούρμπαν.

  5. Ενίοτε η εύθραυστη ισορροπία οφείλεται σε ψηλοτάκουνα. Ειδικότερα αποτελεί τύπο ροζ ψηλοτάκουνου stripper-slipper, βλ. μήδι.

  1. - Απόψε δεν μπορώ, θα βγω με τον τσολιά στο Γκάζι.
    - Μην τα λες έτσι, γιατρέ μου, θα σε παρεξηγήσουν...
    - Και πώς να την πω με τα πόδια και το περπάτημα που έχει; Κλεψυδρομούνα μια φορά δεν είναι...
    - Πες την φλαμίνγκο.
    - Ου, το σώσαμε τώρα...

  2. - Τι γίνεται Βασίλειε; Πολύ χαρούμενο σε βλέπω σήμερα. Γελάνε και τα μουστάκια σου!
    - Φαίνεται, ε; Έχω ραντεβού με το φλαμίνγκο απόψε...

Φλαμινγκοτάκουνο (από Khan, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή έκφραση πρωτοακούστηκε από Λαρισαίο και αναφέρεται κυρίως σε χοντρές γυναίκες, όταν έχουμε διαμάχη με κάποιον συνομιλητή μας όσον αφορά την ομορφιά κάποιας γυναίκας. Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε μπετονιερολάγνους ή σαβουρογμιάδες που οτιδήποτε κινείται και είναι γένους θηλυκού το παίρνουμε το πηδάμε και κάνουμε μέχρι και σχέση μαζί του! (τα 2 τελευταία μπορούν άνετα να αντιστραφούν).

  2. Η έκφραση αυτή λέγεται και σε άχαρες, ανοργασμικές γκόμενες (όχι απαραίτητα χοντρές). Όταν ο άντρας προσπαθεί να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που από την φύση έχει υποχρέωση να κάνει, αλλά η γκόμενα μένει ακίνητη και αυτός πασχίζει να τελειώσει μόνος του, η σκηνή μοιάζει σαν να παλεύει ο άντρας με ένα σακί πατάτες!

  3. Ακόμη η έκφραση αναφέρεται και σε γυναίκες ξεσχίστου τύπου, σκέψου κόφες που είτε μπαίνει είτε βγαίνει δεν καταλαβαίνει ο άντρας τίποτα!!!! (κρέας μπαίνει κρέας βγαίνει). Φυσικά ούτε λόγος να τελειώσει ο άντρας, σε τέτοιες περιπτώσεις περιμένει απλώς το ελεύθερο από τη γκόμενα για να μπορέσει να ηρεμήσει ή, άμα τον λυπηθεί η γκόμενα, να του κάνει δώρο μία πίπα (καπνίσματος) -αυτό το τελευταίο ποικίλει μάλλον, ανάλογα με την ευχαρίστηση που θα της δώσει ο εκάστοτε παρτενέρ. Διαφορετικά τον άντρα τον βλέπω για αλλού, σε άλλη φωλιά ή η χείρα με τα πέντε ορφανά! Γνωστή και ως πενταδάχτυλος.

  1. - Ρε μαλάκα, τι μουνί είναι αυτό που πέρασε;
    - Καλά ρε είσαι σοβαρός; Αυτό είναι σακί με πατάτες, είσαι τελείως ανώμαλος πια;

  2. Τα σχόλια είναι περιττά σε αυτό νομίζω.

  3. (Χαρακτηριστικές εκφράσεις που λέγονται κατά την συνουσία συχνά πυκνά με μία τέτοια γυναίκα): «Είναι μέσα;» «Δεν πιστεύω πάλι να βγήκε;» Και φυσικά σκέψεις του στυλ «πότε θα τελειώσει γαμώτο» ή, γενικά περί ανέμων και υδάτων, π.χ. έχω να πληρώσω Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., έχω να σκεφτώ και το μεταπτυχιακό μου. Πού και πού συνοδεύεται και με άλλα υπαρξιακά ζητήματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό sol (ήλιος, φωτεινός κλπ, απ’ όπου προκύπτουν ένας σωρός λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών).

Έτσι λοιπόν σημαίνει:

  1. (Στα φωτογραφικά σινάφια) ένα παμπάλαιο εφέ (βασισμένο στο λεγόμενο «εφέ Sabatier»), που συνίσταται στο να εκθέτει ο φωτογράφος στο φως -για λίγο- το αρνητικό ή την εκτύπωση της φωτογραφίας. Συμβαίνει μια ελεγχόμενη αναστροφή χρωμάτων (ή τόνων χρώματος), π.χ. το άσπρο – μαύρο / εμφανίζεται μια άλως γύρω από αντικείμενα / η εικόνα δείχνει παλιά / «καμένη» -ενώ δεν είναι, κλπ.

Στην σύγχρονη ψηφιακή φωτογραφία υπάρχει και στο φωτομάγαζο, το αντίστοιχο εφέ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν βάση για περαιτέρω χρήση κι άλλων εφέ.

(Αυτή η έννοια προκύπτει απ’ το solarize, που είναι το όνομα τόσο της παλιάς διαδικασίας όσο και του σύγχρονου εφέ).

  1. Αυτόν ή αυτήν που έχει μαυρίσει, όχι μέσω ηλιοθεραπείας, αλλά κάνοντας χρήση του γνωστού (και μάλλον επικίνδυνου για την υγεία) solarium, απ’ το οποίο και προέρχεται ο όρος. Επίσης με αυτήν την έννοια συναντάται και σαν «σολαριασμένος, –η».

Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο (άλλο το «σολαρισμένη» κι άλλο το σολαρισμένο γκάγκανο, που σε κάνει σα τη μύγα μεσ’ το γάλα).

Σχετικά ακούγονται και τα μη σλανγκ: «και της έκανε ένα μπετοχρώμ άλλο πράγμα», «στο φούρνο αδερφές μου, στο φούρνο!!», «βγήκε σοκολάτα / ίον / αραπίνα απ’ το φέρετρο», (όπου φούρνος / φέρετρο = ο θάλαμος / κουβούκλιο του σολάριουμ, και βεβαιώνω πως δεν πετάω σφόλι το ίον –το ‘χω ακούσει πολλάκις και για άλλες φάσεις).

Το «μαυρολάγνος» δεν έχει ακόμη καταντήσει συνώνυμο, αλλά μπορεί και να δηλώνει τον λάτρη (και) των σολαρισμένων μανουλίων.

Για την Ιστορία:

Το «black is beautiful» δεν ήταν βέβαια, δεδομένο. Προέκυψε με τη σταδιακή κοινωνική άνοδο (νταξ, αυτήν την αναλογικά μικρή έστω) των μαύρων στις σύγχρονες κοινωνίες και με τη μανία για επίδειξη των βόρεια κατοικούντων πλουσίων (αφού αν έχω χρήμα, μπορώ να πεταχτώ για διακοπές σε ξωτικές ηλιόλουστες παραλίες και σε ηλιόφωτες χιονισμένες βουνοκορφές για ξεσκί οπότε το ‘χω το χρωματάκι μου όλο το χρόνο).

Κανένα από τα δύο δεν έχει σχέση με το σολάρω (απ’ το ιταλικό solo) και το εξ’ αυτού σολάρισμα.

1.«….είναι μία φωτογραφία με ιδιαίτερο ύφος που κατορθώνει να με μπερδέψει για το αν είναι μερικών δεκαετιών ή χθεσινή. Το αυστηρό καδράρισμα άλλων εποχών, η μέτρια ευκρίνεια, ο σολαρισμένος ουρανός, το φόρεμα….» (απ’ το δίχτυ)

2α. «…Βγαίνει ο Μαρτάκης με το δικό του ……το βλέπω και αυτό το παιδί το σολαριασμένο και κάτασπρο (σημ για το ντύσιμο) οκ λέω καλή τύχη και σε αυτόν...» και πιο κάτω «..πάρα πολύ όμως και συ (σημ. για την Κακομοίρα) σολαριασμένη αλλά έχεις και μια φρεσκάδα...»
(από εφημερίδα)

2β. «…Αν μάλιστα πάρετε να διαμαρτυρηθείτε στον ΑΝΤ1 για την γελοία εκπομπή που έχουν με τον σολαριασμένο Κανάκη μπορεί και να σας εξυβρίσουν !!!..» (απ’ το δίχτυ)

2γ. «..ρε μάγκες δεν λέω καλές γκόμενες αυτές που λέτε αλλά μην ξεχνάμε την λευκορωσίδα Αζαρένκα, μεγάλος ξανθός σολαρισμένος μούναρος!!!..» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλογυμνασμένος, φέτας, φετουτσίνι, με κοιλιακούς-χελώνα.

Από τη γνωστή ταινία 300, στην οποία ο πρωταγωνιστής επιδεικνύει εντυπωσιακή διάπλαση και γράμμωση (με μια μικρή βοήθεια από την ψηφιακή τεχνολογία).

- Φέτος θα αρχίσω πρόγραμμα από τώρα. Βάρη, αεροβική, διατροφή, όλο το πακέτο. Μέχρι το καλοκαίρι θα είμαι Λεωνίδας.
- Καλά, ηρέμησε. Χτυπάμε κανα πιτσόνι τώρα;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρωταρχική αργκό, που σημαίνει μαύρος (ή έγχρωμος). Προέρχεται από το τούρκικο arap, δηλαδή Άραβας.

Έχει κατά βάση αρνητική σημασία, και θεωρείται απαρχή του ρατσισμού. Στις μέρες μας όμως, τείνει να αποκτήσει και κάποια θετικά χαρακτηριστικά.

Συνώνυμο (εξίσου πρωταρχικό): νέγρος.

  1. (λευκό ζευγάρι κατά τη διάρκεια του σεξ)
    - Σκίσε με αράπη μου!
    - Τι λες μωρή ηλίθια;;

  2. - Κοίτα ρε πούστη τι γκομενάκια έχουν οι αράπηδες στα βιντεοκλίπ τους.
    - Ναι ρε φίλε, ώρες-ώρες εύχομαι να είχα γεννηθεί μαύρος.

  3. - Καλά, πώς μαύρισες έτσι;; Αράπης έγινες.

(από patsis, 26/03/11)Παρί αραπάδων ο λόγος (από joe909, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ανθρώπους που έχουν ιδιαιτέρως άσχημη εξωτερική εμφάνιση, είτε λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών τους, είτε λόγω των προσωπικών τους επιλογών και της έλλειψης περιποίησης.

  1. - Πώς είναι έτσι ο κακομοίρης, σαν κινέζικη αποβολή!

  2. - Ρε μαλάκα, πως πήγε και κουρεύτηκε έτσι ο Τάκης;! Τον είδες πώς έγινε; - Γάμησέ τα, σαν κινέζικη αποβολή!

Got a better definition? Add it!

Published