Further tags

Απόφοιτος Πληροφορικής και λοιπών συναφών τεχνολογικών σχολών που ασχολείται με κάθε λογής σήμα: ψηφιακό, αναλογικό, στοχαστικό, επεξεργασία εικόνας κλπ, όλα εντάσσονται στον ευρύτερο τομέα στον οποίο μπορεί να δραστηριοποιείται ένας σηματάς που σέβεται τον εαυτό του.

  1. Σε αυτό το λαμπ είστε σηματάδες, έτσι;

  2. Δε γνωρίζω καλά τον τύπο που λες, αλλά τον είδα χτες, ήταν χαμένος στους μετασχηματισμούς στο Πεδίο της Συχνότητας... μάλλον σηματάς θα ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες:

  • Σουργελώδης εκδοχή του μπλοκαρίσματος. Για τους ορεσίβιους και τους υστερικούς του μέλλοντος, όταν κάνω πλοκ ή πλοκάρω κάποιον, παύουμε να βλέπουμε τα αντίστοιχα προφίλ μας και διακόπτεται κάθε δυνατότητα επαφής μας στο φουμπού ή σε άλλο μέσο κενωνικής δικτύωσης.
  • Η μορφή πλοκάδα προϋπήρχε του φατσομπουκικού πλοκ και φοριέται κανονικά από γκίκουλες και φρίκουλες ως απόδοση του όρου block, με την έννοια: «οριοθετημένη ομάδα στοιχείων π.χ. δεδομένων, εντολών προγράμματος ή και διατάξεων ή οργάνων που αντιμετωπίζονται —για κάποιο σκοπό— ως μία οντότητα» (βλ. εδώ).

Πέον να σημειωθεί ότι βάσει πορτοκαλίζουσας αποσυμπίλησης, η πλοκάδα ευθυμολογείται εκ της αρχαιοελληνικής λέξης πλοκάς (γεν. πλοκάδος, παράγωγο του ρήματος πλέκω) που σήμαινε «πλεξούδα μαλλιών» (βλ. εδώ).
* Πλοκ (προφέρεται: πππλοκκκ), τέλος, αποκαλείται και το μπλογκ εις την μαρτυριάρικην μεγαλόνησον.

Μπλοκάρω

1. Γαμώτο, τι βίτσιο κι αυτό να θέλω να βλέπω όλοι τι γράφετε, όχι μόνο δεν κάνω πλοκ με αυτά που διαβάζω, αλλά ούτε ανφόλο.

2. Κούκλα κανεμε αδδ ειμαι πλοκ

3. Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του dim/art, οι δύο πολιτικοί άνδρες ήταν φίλοι στο facebook, ο δήμαρχος του Λονδίνου όμως έκανε πλοκ τον Έλληνα βουλευτή, επειδή εκείνος κοιτούσε τις φωτό του και δεν έκανε ποτέ λάικ.

Πλοκάδα

1. Η εντολή if χρησιμοποιείται για να ελεγχθεί μια συνθήκη και εάν (if) η συνθήκη αυτή είναι αληθής, τότε εκτελείται ένα σύνολο ή πλοκάδα εντολών (που ονομάζεται if-block), διαφορετικά (else) γίνεται επεξεργασία ενός άλλου συνόλου εντολών (που ονομάζεται else-block). Η χρήση του όρου else είναι προαιρετική.

2. Στο ΓΕΣΥ παρουσιάστηκε και πολυσέλιδο έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονταν όλοι οι όροι τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής (δηλαδή όροι που περιέχονται στις βάσεις όρων TELETERM και INFORTERM) που περιλαμβάνουν την πλοκάδα και συγγενικές λέξεις που προκύπτουν με παραγωγή ή σύνθεση από αυτήν. Όλοι οι όροι αυτοί είναι 377 και προέρχονται από 125 πηγές – πρότυπα και άλλα τυποποιητικά έγγραφα. Στους όρους αυτούς εκτός από την πλοκάδα περιλαμβάνονται ως συνθετικά και οι ακόλουθες συγγενικές λέξεις: πλοκάδα, μακροπλοκάδα, κυτταροπλοκάδα, ραδιοπλοκάδα, υποπλοκάδα, πλοκαδοεφαρμογή, πλοκαδοσχηματομορφή, πλοκαδικός, πολυπλοκαδικός, διαπλοκαδικός, πλοκαδοποίηση, πλοκαδοποιημένος, πλοκαδοπαγής, πλοκαδοτροπικός.

Μπλογκάρω

1. Η αλήθκεια το bacon είναι religion haha [άστε το, insiders joke...τζαι είμαι σίουρη κάποιος που δαμέ όλον τζαι θα δκιαβάζει το πλοκ] .

2. σχολιάσαμε το πολύ όμορφο κείμενο του φίλου και συναθλητή Μιχάληπου φιλοξένησε στο πλοκ του ο Χρίστος.

3. εν φκαίνει σε άλλα χρώματα. Μαύρον όπως την καρκιάν μου, όπως το πλοκ μου τζιαι όπως το τρίχωμαν μου :) Για την τιμή σκέφτου ότι εν είμαι καμιά εταιρεία που θα τυπώσει shιλιάες τζιαι θα πιάσει τιμές καλές :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τραγουδιστής που γκαρίζει στο μικρόφωνο με φάλτσα φωνή και σκοτώνει τα τραγούδια. Ή ο τεχνικός ηχητικός που φτιάχνει τα μικροφωνικά συστήματα αλλά συνήθως μας παίρνει τα αυτιά αν το κάνει τελευταία στιγμή.

Πάνω που πήγε να πει το πιο σημαντικό χάλασε το μικρόφωνο και δεν είχανε και μικροφωνιά, μόνο έναν άσχετο που μας πήρε τα αυτιά.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για επαγγελματικό εξοπλισμό κοπτοραπτικής εικόνας ή ήχου. Χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, εκπομπών, και ταλιμπάν, προκειμένου να περικοπεί ή να αλλάξει η σειρά των σκηνών κατά το δοκούν (για περισσότερα, βλ. εδώ).

Πιο αδόκιμα (αλλά και πολύ πιο ξύλινα), η μονταζιέρα φοριέται ολοένα και συχνότερα στο (παρα)πολιτικό ντισκούρ αναφορικά σε όσα «κέντρα» θέλουμε να επιδίδονται σε σταλινογκεμπελσικές μηχανορραφίες, χαλκεύοντας, κατασκευάζοντας και μοντάροντας ειδήσεις δίκην (μικρο)κομματικής προπαγάνδας.

Αυτό δηλαδή που εμείς οι σλάνγκοι αποκαλέσαμε μοντουλοκατυνιά, μπηφόρ ιτ γουός κουλ.

1.
- Σκληρή επίθεση εναντίον του Αντώνη Σαμαρά εξαπέλυσε ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντας τον «ως πρωθυπουργό της μονταζιέρας» και τον κατηγόρησε ότι για μια ακόμη φορά στην ΔΕΘ προσπάθησε να εξαπατήσει τους πολίτες με σωρεία ψεμάτων.

2.
- Μέχρι στιγμής το σύνηθες ήταν να χρησιμοποιείται για τα γραφεία των πολιτικών κομμάτων, για παράδειγμα, η μονταζιέρα του Μαξίμου ή η μονταζιέρα της Συγγρού, η μπλέ μονταζιέρα. Το γεγονός ότι η Κουμουνδούρου απευθύνθηκε με αυτόν τον χαρακτηρισμό στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού, υποδηλώνει μια ευθεία επίθεση με ιδιαίτερα αιχμηρή προσβολή για το πρόσωπό του...

3.
- ΣΥΡΙΖΑ: Οι δηλώσεις της εβραϊκής ένωσης θυμίζουν - «μονταζιέρα» της Συγγρού.

4.
- Η Τσαλιγοπούλου διαψεύδει τη μονταζιέρα Ιστοσελίδας: «Εγώ πάντως θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ»

5.
- Εντάξει! Η εμπάθεια τους έχει καταγραφεί. Και το μίσος τους επίσης. Οι μπλέ - κόκκινο - ροζ μονταζιέρες σε φωτογραφίες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, δίνουν ρεσιτάλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογραφική αργκό που χρησιμοποιούν κυρίως οι αρχισυντάκτες μέσων. Αναφέρεται στο κείμενο που παραλαμβάνουν από έναν συντάκτη το οποίο ζητούν μονοσέλιδο αλλά τελικά καταλήγει να είναι μικρότερο σε μέγεθος και κακογραμμένο.

- Εκτύπωσα το μονοσέλιδο κείμενο που μου ζητήσατε σε Α4.
- Τι είναι αυτό παιδί μου; Λείπουν τόνοι, λάθος σύνταξη και το ρεπορτάζ που έκανες φαίνεται ότι ήταν... τηλεφωνικό και μόνο. Πάρε το μουνοσέλιδο, βάλτο στον κώλο σου κι έλα αύριο με μια σοβαρή και ψαγμένη παρουσίαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική ατάκα παλαιάς κοπής η οποία χρησιμοποιείται ως τα σήμερα στους εν λόγω κύκλους βεβαίως βεβαίως. Συνηθίζεται, πολλές μαστορικές κουβέντες να μην στέκονται κυριολεκτικώς, πλην όμως είναι αποκυήματα προσπάθειας απλοποίησης κυριολεκτικών φράσεων. Η συγκεκριμένη φράση προέρχεται εκ του «δίνω λαβή», δηλαδή κατέληξε, πως όταν κάτι δεν μας δίνει λαβή, δεν μας δίνει «χέρι». Πολλές φορές τέτοιες εκφράσεις δημιουργούνται όταν υπάρχει ζόρι, π.χ. ο μάστορας προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι βαρύ η κάτι άβολο και, επάνω στην δύσκολη στιγμή, πετάει την λανθασμένη έκφραση η οποία κατόπιν γίνεται ιδίωμα της μαστορικής κοινότητας.

  1. - Πφφφ! Άστο! Άστο! Να το πιάσουμε από την άλλη γιατί άμα πέσει θα μας σπάσει τα ποδάρια.
    - Γιατί δεν το πιάνεις από κάτω;
    - Από κάτω δεν δίνει χέρι ρε παπάρα!

  2. - Με έφαγε όλο το απόγεμα να ανεβοκατεβάσω σασμάν.
    - Καλά ρε Μπάμπη, τόσες ώρες για έναν συμπλέκτη;
    - Έχει σε ένα κρυφό σημείο κάτι κωλόβιδες και δεν δίνει χέρι καθόλου, στραμπούληξα τα δάχτυλα μου να τις βάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδίωμα των ναυτικών, είναι πεπαλαιωμένη αργκοτική ονομασία για τον ναύτη της κουβέρτας ή καταστρώματος. Έχει απαθανατιστεί μεταξύ άλλων από τον Νίκο Καββαδία στο ποίημα Μουσώνας (Τραβέρσο 1975) για ένα γλωσσάρι των ποιημάτων του οποίου βλ. εδώ.

  1. Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
    Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
    Είν’ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
    Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί. (Από το ποίημα Μουσώνας του Νίκου Καββαδία, ποιητική συλλογή Τραβέρσο, 1975)

  2. Γιατί μου τόκανες ετούτο το κακό, γιου μπάντ μπόη; Τί softexα;
    Εγώ δε σ’ έστειλα να μου γίνεις μούδε λοστρόμος και κατραμόκωλος, μούδε αλητήριος και σκοινοπαλούκης σαν και το Γιαννάκη τση Σταυρούλας, που τα’ δαμε τα χαΐρια του δα, όλο με κάτι ξετσίπωτες εγύρναγε απο πόρτο σε πόρτο, ώσπου άρπαξε το σκουλαμέντο του κι ευχαριστήθηκε.
    (Ο Ανκλ Χοτζ από Οκλαχόμα γράφει στο ανηψούδι Τζήζας εδώ)

3. Πρώην ναυτικός , ¨κατραμόκωλος¨ ο καπετάν Μήτσος που τα μάτια του χόρτασαν μπουλμέ και η ψυχή του μαύρισε από τα σικέ ναυάγια και τα βρώμικα μεταπολεμικά μπάρκα , παράτησε τους ωκεανούς , πήρε πριόνι σκαρπέλο και σφυρί , ναυπήγησε με μεράκι την βάρκα του (Γαϊτα λεγόμενη στους τόπους του) και ξύπνησε χάραμα για να σηκώσει το παραγάδι του.

4. Εγώ ήμουν απλά Δόκιμος καταστρώματος, κατραμόκολος,
έβλεπα, άκουγα και μάθαινα. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνω
γνώστης των πλοίων και κυρίως της ναυτικής τέχνης, κατάρτισης
και της ναυτικής ζωής των ποντοπόρων πλοίων και των θαλασσοπόρων
ναυτικών.

(από Khan, 10/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλο ονομάζουν οι σχετικοί με τις μεταφορές την κενή φορτίου παλέτα, σε αντίθεση με την έμφορτη τοιαύτη η οποία αποκαλείται απλώς (μ)παλέτα.

Παράδειγμα δεν έχω, έτσι μου τα είπανε, έτσι σας τα λέω, τι θέτε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Κουπί. Απαντάται ήδη σε βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα και πιο πρόσφατα στην αργκώ των λιμανιών. Βλ. και ξυλομηχανή.

Ρε, η βάρκα δεν έχει ξύλα, πώς θα τη βγάλουμε από το λιμάνι;

Got a better definition? Add it!

Published

Το επάγγελμα του βαρκάρη και ενίοτε του ψαρά στην αργκώ της πιάτσας του Πειραιά. Προέρχεται από τον όρο ξύλα που σημαίνουν τα κουπιά.

- Εσείς τί κάνατε τότε στον Πειραιά;
- Ξυλομηχανή, κύριε δικαστά!
(γέλια στο ακροατήριο)
-Ησυχία! Τί ένοείτε κύριε μάρτυς;
- Να, μωρέ, βαρκάρης, ψαράς!
(από τη βιογραφία του ρεμπέτη Γ. Παπαιωάννου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified