Further tags

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα προκοφτικά είναι τα γαμησιάτικα που πληρώνει ο ιδιοκτήτης της κατσίκας, στον ιδιοκτήτη του τράγου.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα προκόβω, που σημαίνει πάω μπροστά, τα καταφέρνω.

Από την αρχαιότητα είναι γνωστές οι άκατάσχετες ορμές του συγκεκριμένου ζώου (βλέπε σάτυρους, οι οποίοι απεικονίζονται με πόδια και ουρά τράγου, και ήταν τα σύμβολα γονιμότητας). Και αν έχετε πλησιάσει (έστω και στα δέκα μέτρα) τράγο, σίγουρα θα αναρωτηθήκατε τι είναι αυτή η εσάνς που αναδύεται από αυτό το ζώον. Ε, λοιπόν ήρθε η ώρα να μάθετε. Είναι η μυρωδιά του σπέρματος του τράγου, η οποία εκτός από αποκρουστική ταξιδεύει γρήγορα και πολύ μακριά.

Η μοναδική χρησιμότητα του τράγου, όπως και κάποιων άλλων αρσενικών (βλέπε κηφήνες, αράχνες)* είναι η ικανότητα να καθιστούν σε ενδιαφέρουσα τα θηλυκά. Με αποτέλεσμα, στην περίπτωση του τράγου, α) την διαιώνιση του είδους, β) την συνεχή παραγωγή γάλακτος από τα θηλυκά του είδους για την παραγωγή ωραίων εδεσμάτων, όπως η φέτα, η παρμεζάνα, το μπρι και το καμαμπέρ.

Ως εκ τούτου, ο κατσικοκτηνοτρόφος δεν θέλει να έχει ένα ζωντανό που αναστατώνει το κοπάδι (αφού ο τράγος δύναται να γαμεί όσες ώρες είναι όρθιος) και που, όταν γαμεί πολύ, μετά τρώει τον αγλέορα (έξοδα, έξοδα). Εκεί ακριβώς, ένας άλλος χωριανός βλέπει ευκαιρία για business. Χωρίς να χρειάζεται χωράφια και χαϊ τεκ εγκαταστάσεις, αγοράζει έναν τράγο (φτηνά) και τον πηγαίνει όπου χρειάζεται. Δηλαδή ο ιδιοκτήτης του τράγου είναι ένας νομιμόφρων νταβατζής, και μάλλον ο ιδρυτής του επαγγέλματος. Το κέρδος του εν λόγω μπίζνεσμαν είναι το σύνολο των προκοφτικών, μείον έξοδα συντήρησης, μείον κεφάλαιο αγοράς ζωντανού.

Στη slangική τους μορφή, τα προκοφτικά αποτελούν το τρόπαιο των αρσενικών για την τέλεση της πράξης.

  • όλο το αρσενικό γένος πρέπει να διαμαρτυρηθεί για την κατάσταση αυτή!!! Τα αδέλφια μας, που έχουν πιάσει το νόημα της ζωής (όχι πια φίλοι, μόνο sex) μαρτυρούν στα αναχώματα της ηδονής (κηφήνες, αρσενικές αράχνες) ή υφίστανται κακομεταχείρηση (τράγοι) από τα μητριαρχικά καθεστώτα του ζωϊκού βασιλείου.

- Ακόμα δεν παντρεύτηκες και χάθηκες ρε Μαρκάκι. Δηλαδή, άμα κάνεις και κανά παιδάκι, θα σε βλέπουμε τας κυριακάς, τας αργίας, και χρόνια πολλά τον Αύγουστο.
- Άσε και με έχει πεθάνει η γυναίκα μου. Θέλει να κάνουμε παιδί γρήγορα και κάνουμε υπερωρίες. Έχει αναστενάξει το κρεββάτι. Δεν με άφησε να δω και το ποδόσφαιρο, ζω ένα δράμα.
- Ναι, αλλά δεν σε βρίσκω καθόλου κομμένο από την προσπάθεια.
- Οι γυναίκες ξέρουν τι κάνουν. Με ταΐζει οστρακοειδή και ξηροκάρπια όλη την ώρα. Και για πρωϊνό, μαρμελάδες, τσουρεκάκια και άπειρους χυμούς....
- Τα προκοφτικά σου δηλαδή τα παίρνεις σε είδος!!!

(κάγκουρας #1): - Μιλάμε χθες της άλλαξα τον αδόξαστο. Πολύ το φχαριστήθηκα.
(κάγκουρας #2): - Μπράβο ρε Μήτσο!
(κάγκουρας #1): - Πού να σου τα λέω, την ξεθέωσα σου λέω. Και ήθελε και άλλο. Μέλι έχω; Μιλάμε παραλίγο να την κόψω στα δύο, με τα κόλπα που της έκανα.
(μπαρμπέρης 60+): - Για γυναίκα μιλάς ρε μικρέ; (κάγκουρας #1): - Ε γιατί θα μιλάω κυρ Σωτήρη, για την μπέμπα του αδελφού μου, που δεν μου τη δίνει ο μαλάκας;
(μπαρμπέρης 60+): - Εάν της έκανες όσα λες, να πας να εισπράξεις τα προκοφτικά σου από τον πατέρα της ρε Καζανόβα του γλυκού νερού!

(ο δεύτερος διάλογος είναι πάνω κάτω πραγματικός)

(από electron, 30/08/09)(από electron, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:

A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]

Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:

  • Είναι εκ πεποιθήσεως άπλυτος και τσακωμένος με τα σαπούνια,
  • Επέλεξε λιγδογόνο επάγγελμα (πχ ψήστης, μηχανικός αυτοκινήτων, κα). Ανάλογα με τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ρεξόνα, συχνά παραμένει λαδοπόντικας και εκτός ωραρίου,
  • Είναι βικτιμάς υπερβολικού τζελαρίσματος ή κακής χρήσης άλλου προϊόντος καλλωπισμού.

Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]

Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:

  • Ο τσιφούτης γερολαδάς του χωριού, ο οποίος εκμεταλλεύεται την μονοπωλιακή του θέση πουλώντας ληγμένα γάλατα προς € 2 το λίτρο. Συνήθως λειτουργεί και ως τοκογλύφος ή/και παιδεραστής ή/και μαστρωπός του χωριού,
  • Το πάντα διψασμένο γιά έλαια κρατικό τρωκτικό (εφοριακός, ιατρός, πολεοδόμος, κλπ) που κάνει τον βίο αβίωτο σε όσους δεν το λαδώσουν με γρηγορόσημο,
  • Διάφοροι καθηγητάδες κ.α. pop ταγοί με αρρωστημένα μυαλά που ακατάσχετα παπαρολογούντα αναπόδεικτα μη-επιχειρήματα τους στο απυρόβλητο. Εκτός Ελλάδος (ίσως και Γαλλίας), αναγκαστικά θα ακολουθούσαν άλλο επάγγελμα,
  • Άτομα που σμιλεύουν την κοινή γνώμη, με κυρίαρχους τους μουμουέδες δημοσιοκάφρους οι οποίοι κυνικά παραδέχονται ότι έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, σκοτώσει την μάνα τους,
  • Οι κακώς εννοούμενοι άρχοντες της πολιτικής, του κομματικού παρακράτους, της εκκλησίας και της αγοράς που νέμονταιτα δημόσια και κοινοτικά ταμεία εις βάρος του κερασφόρου φορολογουμένου.

A. Λάδοποντικες

- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)

- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)

Β. Λαδοπόντικες

- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)

- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)

- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός όρος που σημαίνει το αγκάθι ασφαλείας της άγκυρας ή γάντζου ή αγκιστρίου πετονιάς, που άπαξ και χωθεί, εμποδίζει την αποδέσμευση του - σκοπούμενου να σταθεροποιηθεί - στόχου (π.χ. πέτρες βυθού, βράχια ή αλίευμα αντίστοιχα) από το σταθερό σημείο (π.χ. εργάτης πλοίου ή καλούμπα ψαρά).

-Ωχ! Μου χώθηκε το αγκίστρι στο δάχτυλο!
-Χαλάρωσε και πάρε κανα-δυο βαθιές αναπνοές! Ο μόνος τρόπος να βγεί τώρα, είναι να το σπρώξουμε παραμέσα, ώστε να βγεί απ' την άλλη μαζί με τη δελφινιέρα. Μετά την κόβουμε με πένσα και το τραβάμε να βγεί!
-Τί λέ ρε φίλε! Χλωροφόρμιο έχεις;
-Ούζο σου κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κράχτης που είναι στημένος έξω από κυριλέ καφετέρια και προσπαθεί να ψαρέψει πελάτες.

Πρώτη κουβέντα που λέει, είναι το «καλησπέρα σας, μπορώ να εξυπηρετήσω / βοηθήσω σε κάτι;», εννοώντας ότι προτίθεται να σου βρει τραπέζι να κάτσεις, γλιτώνοντάς σε έτσι από το να ψάχνεις μόνος σου μέσα στο αλαλούμ / πανικό / πατείς με πατώ σε, που και καλά επικρατεί στο μαγαζί.

Παίζει όμως ο καλησπεράκιας να ξεκινήσει την επαφή με τον υποψήφιο πελάτη, λέγοντας κάτι πιο ξεκαρφωτικό, όπως ένα σκέτο-νέτο «Καλησπέρα σας!» ή ακόμα καλύτερα «καλησπέρα, τι κάνετε;» (!) Βασικά, ο καλησπεράκιας φέρεται αναλόγως του προφίλ που το μαγαζί θέλει να περάσει. Στα μαγαζιά που την έχουν δει πολύ high-class κι έτσι, η προσέγγιση είναι εννοείται πολύ κουλ και αφ' υψηλού, σε στιλ «δεν σ' έχουμε ανάγκη, το μαγαζί είναι τίγκα ούτως ή άλλως, χάρη σου κάνουμε και που σου μιλάμε». Τότε οι καλησπεράκηδες είναι συνήθως θηλυκού γένους, κάτι καυλίτσες σκέτη αμαρτία...

Σε πιο μπας κλας καταστάσεις, ο καλησπεράκιας μπορεί να γίνει πιο επιθετικός και φορτικός στην προσέγγισή του, σπυρί στον κώλο ένα πράμα, π.χ. έλα κολλητέ, θα σε φτιάξω, το καλύτερο τραπέζι θα 'χεις, όλα τα μωρά στα πόδια σου... Ή προσπαθεί να σου πιάσει κουβέντα για άσχετα θέματα, π.χ. ωραίο το πουκαμισάκι φίλος, πού το χτύπησες; Αυτοί οι καλησπεράκηδες είναι κατά κανόνα πιτσιρικάδες που δουλεύουν για τρεις κι εξήντα, σε αντίθεση με τις κυριλογκόμενες που αναφέραμε ανωτέρω. Πιο πολύ δουλεύουν για το χαβαλέ τους.

Ο πολίτικαλjυ κορρέκτ όρος για τους καλησπεράκηδες / κράχτες, είναι υποδοχή, π.χ. ο Σλανγκόπουλος τα βράδια δουλεύει υποδοχή σ' ένα μαγαζί στο Θησείο. Ο όρος υποδοχή είναι όμως ευρύτερος, διότι καλύπτει και άτομα που εργάζονται εντός του μαγαζιού (εν προκειμένω κλαμπ ή μπουζουκομάγαζο) και κατευθύνουν όσους έχουν κάνει κράτηση προς τα ρεζερβουάρ τραπέζια τους.. Ενώ ο καλησπεράκιας είναι πάντοτε στο πεζοδρόμιο, όντας συνεπώς σε κατώτερη ιεραρχικά θέση από την ορίτζιναλ υποδοχή...

Το είδος του καλησπεράκια ουδέποτε απαντάται μεμονωμένο. Οι καλησπεράκηδες κάνουν την εμφάνισή τους στις λεγόμενες πασαρέλες ή περατζάδες, δλδ μέρη με πολλές εν σειρά καφετέριες που διαδέχονται η μία την άλλη (Γκάζι, Μικρολίμανο, Θησείο κ.α.). Λόγω του ανταγωνισμού, καθεμία έχει και τον δικό της...

Ο καλησπεράκιας αποτελεί άλλο ένα παραπροϊόν της κατά Baudrillard Kαταναλωτικής Κοινωνίας. Oι υπηρεσίες που προσφέρει, η εν γένει παρουσία του, έχουν μόνο σημειακή αξία. Η χρηστική του αξία είναι μηδαμινή, διότι δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες, οι καφετέριες θα μπορούσαν να υπάρξουν άνετα και χωρίς αυτούς. Το ίδιο και η συμβολική αξία, εφόσον δεν ενσωματώνει κάποιο συμβολικό νόημα. Ο καλησπεράκιας είναι ένα απλό σημείο, υπάρχει μόνο για να φαίνεται.

  1. - Μαλάκα το βράδυ είμαστε για Θησείο, μας περιμένουν εκεί στον πεζόδρομο το μωρό που χτύπησα τις προάλλες μαζί με μια φίλη της..
    - Ώχου, πάλι εκεί... Θα μας ζαλίσουν τ' αρχίδια οι καλησπεράκηδες όπως θα περνάμε...

  2. - Πω ρε φίλε, τους λυπάμαι αυτούς τους καλησπεράκηδες... Όλοι μέρα στημένοι στο πεζοδρόμιο για 3-4 φράγκα την ώρα. Ξεφτίλα...
    - Μην το λες. Κι εγώ έχω δουλέψει καλησπεράκιας για ένα διάστημα μετά το σχολείο. Ξέρεις τι μουνιά είχα γαμήσει;

βρε καλώς τα πιδιά... (από BuBis, 03/09/09)Καλησπέρα! (από BuBis, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμάνι.

Το Καρνάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας ενετικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων που, λόγω της ομαλής κλίσης του, επιτρέπει την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών, περισσότερο ξύλινων προκειμένου να υποστούν «καρναγιάρισμα» δηλαδή υφαλοκαθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς, καλαφατίσματα, παλαμίσματα κ.λπ.

Ο όρος αυτός αναπτύχθηκε κυρίως στις περιοχές που βρέθηκαν για πολύ καιρό ενετοκρατούμενες, σε αντίθεση του αντίστοιχου όρου «ταρσανάς» που αναπτύχθηκε περισσότερο στις τουρκοκρατούμενες περιοχές

Από βικιπαιδεια.

Εδώ είμαστε στο καρνάγιο του Λαυρίου

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφωνείται ούτως, τύπος που το μικρό του όνομα είναι Γιώργος (το επίθετο δεν μας ενδιαφέρει), και έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Είναι μούρη και ολίγον λαμόγιο, γνωστός στην πιάτσα,
  • Είναι large, σε εμφάνιση και σε κιλά. Το χρυσό ρολόϊ είναι μαστ, καθώς και η αχρήστευση των δύο πάνω κουμπιών, όλων των πουκαμίσων,
  • Έχει ασχοληθεί κάποια στιγμή στη ζωή του, ή ασχολείται ακόμα με την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου,
  • Θεωρεί τον εαυτό του ειδήμονα σε όλα, μιας και έχει βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής,
  • Η όλη του συμπεριφορά αποσκοπεί στο να δείξει στους γύρω, ότι έχει μεγάλη επιφάνεια, παρότι τα οικονομικά του είναι χάλια, και τον ψάχνουν όλες οι τράπεζες,
  • Γλυτώνει παρά τρίχα τη φυλακή, διότι όντας αγαπητός παρά τα ελαττώματά του, πάντα κάποιος φίλος καθαρίζει για πάρτη του,
  • Συνήθως είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου, ή καφέ μπαρ, ή κωλόμπαρου,
  • Έχει διασυνδέσεις στη νύχτα και γενικά παντού, χωρίς βέβαια οι διασυνδέσεις να χαίρονται γι αυτό.

Το προσωνύμιο βέβαια το χρωστάμε στην τεράστια μορφή, τον πρώην πρόεδρο του Παναθηναϊκού, Γιώργο Βαρδινογιάννη. Δεν υπάρχει σχέση με την παλιά έκφραση «ποιός είσαι; ο Βαρδινογιάννης;», η οποία αναφερόταν στη χλίδα.

Bαρδινογιώργος λοιπόν είναι ο Βαρδινογιάννης της μικρής κοινωνίας, ο οποίος πιο πολύ φαίνεται παρά είναι, και δεν έχει να κάνει με τον πλούτο, αλλά με την φασαριόζικη και επιδειξιομανή συμπεριφορά.

- Είδα χθες στα μπουζούκια τον Κύριο Γιώργο. Θαμμένο μες τα λέλουδα και τις αρτίστες. Σε μια στιγμή βγαίνει στην επιφάνεια για να αναπνεύσει, και διατάζει το γκαρσόνι να μας στείλει μία μποτίλια.
- Ε οπότε, δεν είδες τον Κύριο Γιώργο. Τον βαρδινογιώργο είδες, που έχει το παραλιακό εστιατόριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δούκας ονομάζεται στην μηχανόβια αργκό η motard μηχανή ΚΤΜ Duke.

Ονομάστηκε έτσι, καθώς Duke = Δούκας στα αγγλικά.
Είναι δημοφιλής μηχανή στον κύκλο των νέων λόγω του σχεδιασμού της και των επιδόσεων της. Είναι γνωστή για τα προβλήματα της και τις συχνές επισκέψεις της στα συνεργεία.

Ο κάτοχος της είναι συνήθως 20-30 ετών, φραγκάτος και με ύφος σαράντα καρδιναλίων. Οι οδηγικές του ικανότητες εκφράζονται μέσω της σούζας, της έλλειψης κράνους και της μηχανής που ποτέ δεν ισιώνει στον δρόμο. Παράδειγμα προς αποφυγή.

  1. Ρε τα έμαθες; Ο Μιχάλης αγόρασε έναν δούκα!
    — Ήξερα ότι είναι μαλάκας ο Μιχάλης αλλά όχι και τόσο! Πεταμένα λεφτά...

  2. — Ο τελευταίος δούκας έχει πάθει κρίση ταυτότητας. Είναι motard ή naked;
    — Θα σου πώ εγώ τι είναι... μαλακία είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από τη δεκαετία του 1980 και μάλιστα από «ανορθόδοξη» πηγή. Για την κατανόηση της, απαιτείται μια μικρή ιστορία καθώς και ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες από τον κόσμο της μουσικής και ειδικότερα της ηλεκτρικής κιθάρας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, υπήρξε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη στα ηλεκτρονικά όργανα (keyboards, ηλεκτρονικά ντραμς), αλλά και στα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήχου. Μεγάλη απήχηση είχαν τα «πετάλια» για ηλεκτρικές κιθάρες - συσκευές παραμόρφωσης ήχου που μπαίνουν ανάμεσα στην κιθάρα και τον ενισχυτή και ενεργοποιούνται/απενεργοποιούνται με το πόδι. Η λογική είναι αφενός ο μουσικός να μην χρειάζεται να αφήσει την κιθάρα και αφετέρου, να μην πηγαίνει μπρος-πίσω στη σκηνή στα live, καθώς έχει το “pedal board” μπροστά (βλ. μήδια 3 και 4).

Ίσως το πρώτο πετάλι (και θεωρούμενο must εδώ και δεκαετίες), εμφανίστηκε το 1966 από την εταιρία Vox. Το εργαλείο δημιουργήθηκε, συνδυάζοντας ένα πεντάλ έντασης ήχου από ηλεκτρικό όργανο (keyboard) και ένα ποτενσιόμετρο. Το εφέ που δημιουργούσε το πετάλι αυτό, ήταν ένα «κλάμα» στον ήχο, που αυξομειώνονταν ανάλογα με την κίνηση του ποδιού (βλ. μήδια 1 και 2).

Λόγω του ήχου, το πετάλι ονομάστηκε Wah-Wah Pedal και αποτέλεσε αγαπημένο βοήθημα θρύλων της ροκ κιθάρας, όπως του Jimi Hendrix (άκου εισαγωγή Voodoo Chile), Eric Clapton, Jeff Beck και φυσικά αποτέλεσε το “signature sound” όλων των γκρουπ Funk/Soul της δεκαετίας του ’70 (βλ. μήδι 5 για την πιο ζόρικη wah-wah εισαγωγή όλων των εποχών).

Πίσω στο θέμα μας λοιπόν, ένα από τα πιο ψαγμένα μαγαζιά για κιθάρες και τα παρελκόμενα τους είναι ο Καγμάκης. Επειδή ο ίδιος είναι και μερακλής κατασκευαστής, η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών (ειδικά εκείνη την εποχή) ήταν της ροκ σκηνής. Ένα πρωινό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, σκάει μύτη ένας καραγκαγκάν σκυλάς και προσπαθώντας να εξηγήσει τι θέλει, λέει στον Καγμάκη: «Θέλω ένα καλάϊζερ (σσ: equalizer) που κάνει νιάου-νιάου».

Credit: Άγγελος

Περισσότερα ιστορικά Wah εδώ

Η χρήση της φράσης γίνεται κυρίως σε δύο περιπτώσεις

  1. Όταν θέλουμε να κάψουμε κάποιον που πετάει μια άσχετη μπαρούφα:
    - Νέος ταριφοδηγός: Μάστορα άλλαξες τα μπουζί στο ταξί; (σσ: τα ντήζελ δεν έχουν μπουζί)
    - Μάστορας: Ναι μαζί με το καλάϊζερ νιάου-νιάου

  2. Όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε άσματα με υπερβολικό κλαψιλίκι:
    - Ρε τι κλαψομουνιά τραβάει αυτή τραγουδιάρα...
    - Άσε, το καλάϊζερ νιάου-νιάου βαράει υπερωρία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified