Further tags

Παίδες δε γνωρίζω αν έχει ξαναμπεί κάπως παρόμοια το θέμα. Σε μια πρόχειρη αναζήτηση δε μου βγήκε κάτι σχετικό. Λοιπόν, πάω στο θέμα κι άμα έχει ξαναμπεί με ειδοποιάτε.

Οι τραβηχτικές, λοιπόν, είναι ένα μυστήριος όρος τής Οικονομικής Επιστήμης. Παρουσιάζει το εξής παράδοξο δε: αντίθετα με όλα τα σχετικά τής Οικονομίας, που είναι πανεύκολα στη θεωρία, αλλά παπάρια στην πράξη, οι τραβηχτικές είναι πολύ δύσκολες στη θεωρητική εξήγηση, αλλά πανεύκολες στην πράξη. Τι εννοεί τώρα ο ποιητής; Λοιπόν, ως τραβηχτικές εννοούμε τα, με διάφορους τρόπους, ποσά που ρουφάνε από τα διάφορα αρσενικά τα πάσης φύσεως θηλυκά.

Φυσικά υπάρχουν κι οι τραβηχτικές των παιδιών από τούς γονείς τους, αλλά αυτές εμπίπτουν σε άλλη κατηγορία. Τα ανά τις εποχές ευκατάστατα αρσενικά αποτελούσαν κι αποτελούν μόνιμο στόχο για κάθε θηλυκό που σέβεται τον εαυτό του και πιστεύει ακράδαντα ότι το μοναδικό μουνί που υπάρχει και αξίζει στον κόσμο όλο είναι το δικό του.

Πολύ πρόσφατα κάποια... χμ...χμ... γκεχ-γκεχ... «κυρία« Τζούλια (γνωστότατη τοις πάσι, θεωρώ) έκανε την εξής συνταρακτικότατη δήλωση: «Δεν κάνω βίζιτες, επειδή δεν υπάρχει στον κόσμο άντρας που θα πληρώσει τόσο πολλά λεφτά προκειμένου να με έχει».
Μάλιστα, κι ας πάμε παρακάτω.

Εδώ στο παρακάτω είναι και το όλο θέμα. Άμα το θηλυκό αρχίσει τις τραβηχτικές του δεν έχει τελειωμό, όλο στο φέρε-φέρε και δώσε-δώσε θα είναι. Κάποιοι τής Ψυχολογίας το λένε αυτό «γυναικεία απληστία», όμως αυτά είναι θεωρίες τής επιστήμης.

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι μέχρι και οι πέτρες κατάλαβαν το θέμα, προχωρώ πάραυτα στα παραδείγματα, μην και τυχόν ξέφυγε κάτι.

  1. - Τζουτζούκο μου πάλι τέλειωσαν τα λεφτά που μου έδωσες, λίγα ήταν.
    - Βρε Καιτούλα, την τελευταία φορά σού έδωσα αρκετά για να χτίσεις σπίτι, τι τα κάνεις τα λεφτά βρε αγάπη μου;
    - Γλυκούλη μου είσαι πολύ πίσω, κάθε μέρα οι τιμές ανεβαίνουν.
    πώς νομίζεις τα καταφέρνω κι εγώ; Πολύ στενά ζω, το ξέρεις.
    - Καλά γλυκιά μου, πάρε τώρα αυτά κι άμα τελειώσουν πες μου.
    - Είσαι ένας άγγελος τζουτζούκο μου.

  2. - Ζιζή μου, σού άνοιξα λογαριασμό στην τράπεζα για να έχεις να παίρνεις όποτε έχεις ανάγκη, αλλά κάθε τόσο με ειδοποιούν ότι ο λογαριασμός σου είναι μείον, τι γίνεται βρε καρδούλα μου;
    - Τι θες να γίνεται Ζαχαρία μου; Βάζεις πολύ λίγα και τελειώνουν γρήγορα, γυναίκα είμαι κι εγώ, τι θες να κάνω; Έχω ανάγκες.
    Αν δε με θες πες μου να φύγω απ' τη ζωή σου και να πάω να κλειστώ σε μοναστήρι.
    - Όχι βρε Ζιζίκα μου, δεν είπα αυτό, σε αγαπώ πολύ και σε θέλω αλλά κι εσύ βρε λατρεία μου κάνε και λίγο κράτει.
    - Τι εννοείς Ζαχαρία; Να πάω τώρα αμέσως στο μοναστήρι;
    - Αμάν βρε αγάπη μου, τι είσαι εσύ; Λέω μονάχα να μην παίρνεις μαζί σου τον ταμία κι όλο το χρηματοκιβώτιο κάθε φορά που πας στην τράπεζα.

(εδώ πέφτει ο μπερντές)

(από Stravon, 09/06/10)Πολιτικής εγχειρίδιον!!! (από Stravon, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό με έννοια επιρρήματος. Στην αργκό μεταφορικώς σημαίνει το minimum τίμημα μιας υπηρεσίας ή δοσοληψίας εν γένει, δηλ. όπως λέμε «ακατέβατα», το οποίο ορίζεται είτε μονοπωλιακά ή συντεχνιακά, είτε αριστίνδην, είτε καταχρηστικά, ως ελάχιστο αναμενόμενο μπουγιουρντί.

Προέρχεται από την ελάχιστη τιμή της «κούρσας» ή «σημαίας» (πλέον κομίστρων) των ταξιτζήδων, που καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

Στην Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ελάχιστες τιμές πολλών αγαθών ήταν υπερτιμημένες (μεταξύ άλλων) λόγω ευδαιμονίστικης (κνίτικη αναβίβαση τόνου) επίδειξης των καταναλωτών, αλλά και λόγω έλλειψης συλλογικότητας στην αντιμετώπισή τους, αλλά πάνε πια αυτά (βλ. σχόλια εδώ)...

  1. — Για πού το 'βαλες με τη σακούλα;
    — Πάω κατά Μοναστηράκι να σκοτώσω έναν καινούριο επενδύτη που βούταρε ένας φίλος απ' τον ιματισμό του Παλάσκα. Πόσα λες να πιάσει;
    — Ξέρω γω; Κάνα εικοσάρικο...
    — Εικοσάρικο καινούριος ολόμαλλος επενδύτης; Αφού τους πουλάνε 150-200 το κομμάτι! — Γιατί, μαζί το 'χετε το μαγαζί; Να βγάλω και κάτι σου λέει ο άλλος...
    — Είπα γω όχι; Αλλά όχι ρε φίλε και να με γδάρουνε έτσι! Αμ δε σφάξανε, θα πάω αλλού.
    — Όπου και να πας, ταρίφα είναι. Αφού είναι συνεννοημένοι και κρατάνε τιμές, χώρια που ξέρουν πού το βρήκες...

  2. Είσαι για πίστες απόψε;
    — Έχεις να δώσεις εκατό φράγκα ν' ακούσεις τα σκυλιά; — Έλα ρε, θα πάρουμε και τα κορίτσια μαζί, που γουστάρουνε, πόσο θα μας έρθει;
    — Ένα εκατομπενηντάρι το τραπέζι ταρίφα, δυο μπουκάλια τουλάχιστον –χώρια κάτι σου 'πα κάτι μου 'πες, κατοστάρικο το κεφάλι θα πάει (κι αυτό αν δεν έχουν και την απαίτηση να τις κεράσουμε)...
    — Σαν πολλά...
    — Εμ, δε σου λέω εγώ; Άσε, πάμε 'δώ σ' ένα συνοικιακό που παίζει ντάμπα-ντούμπα και μετά τις κερνάμε πατσά, να μας δει κι ο Θεός...

  3. — Ψάχνω να νοικιάσω κανα δυαράκι προς Εξάρχεια μεριά, έχεις τίποτα υπ' όψη σου;
    — Δεν ξέρω τίποτα συγκεκριμένο, αλλά είναι γεμάτος ο τόπος από ενοικιαστήρια, κάτι θα βρεις.
    — Πόσο περίπου λες να πάει το μαλλί, θα με φτάσουν 300-350 ευρά;
    — Μπααα, ούτε γι' αστείο! Για 450-500 στο νερό σε κόβω να δίνεις, το 'χουν ταρίφα οι πούστηδες. Εκτός κι αν μείνεις σε κάνα γκρεμίδι...

  4. — Πώς να το παίξω, Πανσερραϊκός-ΠΑΟΚ;
    — Ξερό διπλό! Αφού τους έχουνε δέκα χρόνια τώρα, δυο μπαλάκια ταρίφα...

Radio Tarifa (από HODJAS, 09/06/10)Tarifas (από perkins, 10/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει δωροδοκηθεί, ο λαδωμένος, ο σίγουρος και όχι μόνο.

Διαφέρει από τον λαδιάρης, καθότι ο δεύτερος το έχει χούι το λάδωμα, ενώ ο πιασμένος δύναται να είναι περιστασιακά λαδωμένος, αλλά μπορεί και να μην είναι καν λαδωμένος.

Το λήμμα παραπέμπει σε συνομιλία του ενός «τον έπιασα και του είπα το και το» ή σε εκβιασμό «θα κάνεις έτσι διαφορετικά τη γάμησες» ή σε συνδιαλλαγή «θέλεις να κάνεις έτσι για να...», χωρίς να αποκλείεται συνδυασμός των προηγουμένων, γι' αυτό και ο πιασμένος συχνάκις απαντάται και ως μιλημένος. Ενίοτε ο πιασμένος λειτουργεί και αυτοβούλως, πχ «πόσα δίνεις για να...».

Ο πιασμένος είναι σιγουράτζα. Είναι εξαιρετικά απίθανο να παρεκκλίνει της συμφωνίας αν δεν θέλει να έχει ντράβαλα, καθότι το boss έχει φροντίσει να δέσει καλά το γάιδαρό του.

Πιασμένοι μπορούν να υπάρχουν και άνω του ενός, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα του boss, και βρίσκονται παντού. Στο αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα μπορεί να είναι ένας ή ομάδα ενόρκων (βλέπει ταινία «οι αδιάφθοροι»), στο δικό μας μπορεί να είναι κάποιος δικαστής. Πιασμένος όμως μπορεί να υπάρξει και στο ποδόσφαιρο, σε μια μεγάλη εμπορική συμφωνία ή ακόμη και στην πολιτική και γενικότερα όπου παίζουν συμφέροντα, μικρά ή μεγάλα.

Σημείωση: Στο Ελληνικό πολιτικό σύστημα ουδείς πολιτικός δύναται να είναι πιασμένος διότι ελέγχεται από την κρισάρα (μασονικός όρος) του Ελληνικού κοινοβουλίου, τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή αφού ο Έλλην ψηφοφόρος δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Εξάλλου όλα τα παραπάνω είναι τυπικού χαρακτήρα δεδομένου ότι οι χαρακτήρες των Ελλήνων πολιτικών είναι αδαμάντινοι και κοινώς «δεν πιάνονται».

  1. Είναι δυνατόν; Πώς το ρούφηξε έτσι το μπαλάκι. Λες να είναι πιασμένος;

  2. - Πόσα χρόνια λες να φάμε συνήγορε;
    - Μη στεναχωριέσαι, ο δικαστής είναι δικός μας, τον έχουμε πιασμένο.

(από Stravon, 13/06/10)

Δες και πιάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συστηματικά αποδίδω τραβηγμένες απ' τα μαλλιά ελληνοκεντρικές ετυμολογίες σε ξένες λέξεις.

Φόρος τιμής στον χαρακτήρα του ελληνοαμερικλάνου Γκας Πορτοκάλος («Γάμος αλά ελληνικά»), ο οποίος μπορούσε να ετυμολογήσει οποιαδήποτε αγγλική λέξη από τα Ελληνικά (π.χ. το «κιμονό» από τον «χειμώνα»).

Αγγλιστί: Portokalos syndrome.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος

- … σας ρώτησα στον τίτλο αν είναι ελληνική λέξη η βουβουζέλα (...) Η βουβουζέλα, διαβάζω στην αγγλική βικιπαίδεια, είναι σχετικά καινούργιο φρούτο (...) και η ετυμολογία της είναι αμφισβητούμενη (…) αυτό αφήνει περιθώρια να πορτοκαλίσουμε και να προτείνουμε ελληνική ετυμολογία. Μην ξεχνάτε ότι, όπως έχω γράψει παλιότερα, στη μυτιληνιά διάλεκτο «γουγουτζέλες» είναι οι κουκουνάρες. Αν σκεφτούμε ότι σε πολλά ελληνικά ιδιώματα το β και το γ εναλλάσσονται στην αρχή των λέξεων, είναι πολύ πιθανό οι γουγουτζέλες να μετατράπηκαν σε βουβουζέλες και στη συνέχεια οι προκατακλυσμιαίοι λέσβιοι ναυτικοί να τις μεταλαμπάδευσαν στους… άγλωσσους αφρικανούς. (εδώ)

Gus Portokalos (από Vrastaman, 14/06/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει συνδέω. Ίσως από το αγγλικό «patch» που σημαίνει μπάλωμα;

Παραθέτω παραδείγματα.

  1. Καλά, στο λαπτοπάκι σου θα δούμε την ταινία; Δεν έχεις τίποτα καλώδια να του πατσάρουμε να το στείλουμε στην οθόνη της τηλεόρασης;

  2. Μήτσοοοο, έμεινα ρε συ από μπαταρία με τ' αμάξι. Μπορείς να 'ρθεις με τα μανταλάκια να τα πατσάρουμε, μπας και πάρει μπρος;

3.- Το φλασάκι που μού 'δωσες για να πιάνω wireless, πιάνει αρχίδια...
- Αφού σου 'πα, από μόνο του δεν πιάνει καλά, πάτσαρέ του ένα αυτοσχέδιο πιάτο από κόκα-κόλα και θα δεις.

(από GATZMAN, 16/06/10)Patch pannel: Σταθερή αξία σε computer rooms εταιρειών, κλπ (από GATZMAN, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φούσκα που βλέπουμε στα κόμιξ πάνω από τον χαρακτήρα που μιλάει, μέσα στην οποία καταγράφονται τα λόγια ή οι σκέψεις αυτού. Συννεφάκι σκάει και στους υπολογιστές, όταν το σύστημα σε ειδοποιεί για κάτι που μόλις έγινε, ή που πρέπει να γίνει κλπ.

Λέγεται συννεφάκι γιατί είναι λευκό το φόντο και γιατί συνήθως έχει σχήμα σύννεφου, δηλ. δεν είναι γραμμικό. Υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ συννεφακίου σκέψης, λόγου, κραυγής κλπ, βλ. εδώ.

Δεν ξέρω αν ανήκει πια στην αργκό αυτή η λέξη (άρα και στο παρόν λεξικό). Σαφώς όμως πρωτοεμφανίστηκε αδόκιμα (γι' αυτό και την καταχωρίζω) και, όπως πιστεύω, ελλείψει άλλου όρου πέρασε τελικά στη ζαργκόν της τυπογραφίας. Αν έχει ο λαός σοβαρές ενστάσεις, θα το ξουτάρω.

Ο ΗΡ ολοκλήρωσε τον έλεγχο κατάστασης. κάντε κλικ σε αυτό το συννεφάκι για να δείτε τα αποτελέσματα.

Γεια σου Ιρονικ Συννεφουλα (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω κιθάρα, μπουζούκι ή κατεπέκταση έγχορδο. Συνήθως με μειωτική σημασία: (α) παίζω μεν, αλλά δεν είμαι και κάνας δεξιοτέχνης, (β) δεν παίζω στα σοβαρά τη δεδομένη στιγμή, παίζω βαριεστημένα, (γ) παίζω ενοχλώντας τους γύρω μου –όπου παίζει διπλό παιχνίδι με τη φράση γρατζουνάω τα αφτιά κάποιου, «ενοχλώ, πρήζω κάποιον με τα λεγόμενά μου, ή επειδή κάνω φασαρία» (σε αντιδιαστολή με τη φράση χαϊδεύω τ' αφτιά κάποιου).

Το γρατζουνάω βγαίνει από τον ήχο γρατς-γρατς, όπως συμφωνούν Τριαντάφυλλος και Μπάμπης. Ας σημειωθεί πως ο τελευταίος, βήτα έκδοση, καταγράφει μόνο τον τύπο γρατζουνίζω (και τον τσαγκρουνίζω) και έτσι του ξεφεύγει και η παρούσα σημασία· ενδεικτικά, με σημερινό γκουγκλάρισμα οι φράσεις γρατζουνάω/γρατσουνάω την κιθάρα χτυπάν 377 και 8 φορές αντίστοιχα, ενώ οι γρατζουνίζω/γρατσουνίζω την κιθάρα, 3 και 0 φορές αντίστοιχα (το οποίο προσωπικά δεν έχω ακούσει ποτέ να λέγεται).

  1. Εφόσον γρατζουνάς και συ από οσο είδα στο προφίλ σου φέρε και το οργανάκι σου μαζί να κεφάρεις μαζί μας. (από το φόρουμ του ρεμπέτικο τζι αρ)

  2. Θα σε συμβούλευα να ξανασκεφτείς το θέμα του ωδείου ή κάποιου δασκάλου διοτι είναι σίγουρο ότι μετά απο μερικά χρόνια εφόσον έχεις μάθει κάποια βασικά πράγματα και έχεις καταφέρεις να την γρατζουνάς και να λές και κάνα τραγουδάκι θα κτυπάς το κεφάλι σου που όταν έπρεπε δεν έκανες μερικά μαθηματάκια για να φύγεις από το γρατζούνισμα και να άνεβεις ένα στάδιο παραπάνω... (από φόρουμ)

  3. Έπρεπε να ήσουν εδώ στις γιορτές, αγόρασε ο θείος μου κιθάρα και τη γρατζουνούσε, ενώ παράλληλα γρατζουνούσε και η μικρή το βιολί - εκεί να δεις γέλιο :p (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Την προηγούμενη φορά που είχα δει τους “Anathema” στο “fuzz club” στην Αθήνα ήταν υπέροχοι. Αυτή τη φορά μπορεί να ήταν μόνος του ο κιθαρίστας τους, αλλά σε έκανε τρεις το βράδυ να ευχαριστείς τη μάνα σου που πήρε την κιθάρα (της) στην Κέρκυρα και δεν μπήκες στον πειρασμό να ξεσηκώσεις τη γειτονιά (με τα φάλτσα μου καθώς μόνο να γρατσουνάω λίγο ξέρω)! (από ιστολόι)

«Ο γλάρος» απο Λοκομόντο, τελευταίοι στίχοι. (από vikar, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο των εν Ελλάδι πορνών (ημεδαπών & αλλοδαπών) σημαίνει γαμήσι ή νουμεράκι (τραβάω ή πάω ένα νουμεράκι, βλ. και έκφραση «τους πήρε όλους νουμεράδα»), δηλαδή η τάνα ξεπετάει τον «χύστη» (πελάτη) στο ντέλο. Ίσως να έχει σχέση με το πρωθύστερο τζάω, -ώ ή τζάζω (=διώχνω μάνι-μάνι τον ανεπιθύμητο εραστή).

Οι τιμές της συνουσίας (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) ποικίλουν αναλόγως της κατηγορίας της πόρνης ή του αιτουμένου βίτσιου. Π.χ. άλλο χρεώνει η Ελληνίδα τηλεγαμήτρια, άλλο το call girl, άλλο η Ελληνίδα (αποκλειστικά πρεζού) της περιπατητικής σχολής οδού Βουκουρεστίου και πέριξ, άλλο η εκ περιστάσεως παρταόλα, άλλο το βέλι, άλλο η αλλοδαπή των πρεσβειών (μπουρδέλων – Σ.Σ. «πρεσβεία» σημαίνει και το κελί όπου διαβιούν οι πιο σκληροί κρατουμένοι) της οδού Φυλής, άλλο οι δηλωμένες –άλλο οι αδήλωτες κι άλλο η τελευταία υποστάθμη, δηλ. οι μη έχουσες στον ήλιο μοίρα καλντεριμιτζούδες αλλοδαπές (και δη νέγρες), που υφίστανται τα πάνδεινα (και απ’ τους νταβάδες και απ’ τους πελάτες) κ.ο.κ.

Οι αλλοδαπές καλντεριμιτζούδες, αναλόγως στην περίπτωση π.χ. εθνικότητας ή αν συνεργάζονται με μπουρδελοξενοδοχείο ή αν έχουνε νιονιό, στην καλύτερη τσιμπάνε ένα μικρό ποσοστό (να φάνε ένα σαντουί) από τη βάρδια τους και στην χειρότερη κατατρομοκρατούνται από τους νταβάδες μένοντας τελείως άφραγκες και δαρμένες. Μάλιστα, ιδιαίτερα τις αραπίνες, οι πάτρονές τους τις εκμεταλλεύονται όχι μόνο με συμβατικές απειλές (κατά των ιδίων ή των οικογενειών που έχουν αφήσει πίσω), αλλά χειριζόμενοι την αμάθεια και την δεισιδαιμονία τους (π.χ. «θα σου κάνω μάγια» και τέτοια)! Μιλάω πολύ-πολύ σοβαρά...

Στα τρισάθλια «χοτέλ» κατηγορίας μετά το λεξάριθμο σαμπί, ιδίως στην περιοχή του Μεταξουργείου των Αθηνών, το τζαζ τιμάται σήμερα περίπου 15,00 ΕΥΡΩ, όπου αισίως έχει κατέλθει μετά την ανεξέλεγκτη έλευση και δραστηριότητα αλλοδαπών πορνών. Αφού ξαναγυρίσαμε που ξαναγυρίσαμε στην εποχή του Μεσοπολέμου (οικονομικώς, εργασιακώς και ιδεολογικώς), ας μην λείψει και η σύφιλη από την σύγχρονη στιχουργική.

Εκ των 15,00 αυτών ευρώπουλων, συνήθως τα πρώτα πέντε τζαζ πάνε στο σπίτι και στην συνέχεια παίρνει 10 η πόρνη, 3 το σπίτι και 2 οι φύλακες ή οδηγοί, για κάθε γαμήσι (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη βίζιτα, αλλά με διαφορετικά ποσά φυσικά). Μέσος όρος περίπου 30-50 επισκέψεις ανά βάρδια (αλλά υπάρχουν κι οι υπερωρίες)...

Η Ιστορία κάνει διάφορους κύκλους, άλλους με μεγαλύτερη ακτίνα (δηλ. παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ως την επανάληψη ή αντιστροφή των όρων του φαινομένου) κι άλλους με μικρότερη (λένε ότι ήδη άρχισαν να φεύγουν Ελληνίδες πουτάνες για Βουλγαρία). «Προσεχώς Ελληνίδες», λοιπόν!

Ο κοσμάκης, διατηρεί διάφορες αντιλήψεις στη γκλάβα του περί πορνών: Π.χ. «τις κακομοίρες ζουν καθεστώς σκλαβιάς», «ά’ να χαθούνε οι ξεκωλιάρες, κονομάνε σε μια μέρα όσα βγάζω το μήνα κι αφορολόγητα», «καλύτερο γαμήσι από Ρωσάκι δεν έχει», «χτύπησα μια καταπιόλα 20 ευρά έξτρα ακάποτο», «στα ρδελαμπού δε δίνουνε κώλο» κλπ-κλπ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει απόλυτα. Οι γενικοί κανόνες ορίζονται από την αγορά και οι ειδικοί από τη μαντάμα, αλλά οι αλλοδαπές κι αδήλωτες καλντεριμιτζούδες αντιμετωπίζονται σαν κρέας.

Εκείνο που παρατηρείται όμως συχνά, είναι η (διαγεγραμμένη σε όλη την κινησιολογία τους) απροθυμία των γυναικών αυτών να επιδείξουν έστω και επίφαση συμμετοχής στην πράξη, που συχνά μαρτυρεί περισσότερα κακοπαθήματα από φιληδονία. Φυσικά, οι περισσότεροι γαμιάδες δεν ορρωδούν προ ουδενός (αλλά αλίμονο στο νιόβγαλτο παιδαρέλι)...

Άλλωστε, ένα γκραφίττο στα Εξάρχεια έλεγε: «Όποιος στα μπουρδέλα ψάχνει οργασμό, δέκα ευρώ πληρώνει τον κάθε βιασμό»...

- Πόσο πάει κορίτσια;
- Ντεκιπένντε γιούρο το τζαζ ια σένα σωλαρά μου!

(από HODJAS, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη χρηματιστηριακή αργκό, οι μετοχές που βγήκαν εκτός ταμπλό.

Παλαιότερα, πριν εμφανιστεί το Σ.Α.Τ. (Σύστημα Άυλων Τίτλων), οι μετοχές ήταν έγχαρτες. Που σημαίνει πως, αγοράζοντας π.χ. 100 μετοχές της ΕΤΕ, έπαιρνες τα αντίστοιχα χαρτιά. Αυτή η διαδικασία, εκτός από χρονοβόρα, ευνοούσε και την ύπαρξη «ψιλοκομπίνων». Δηλαδή μάζευε ο χρηματιστής 1.000 ΕΤΕ και κράταγε π.χ. για τον εαυτό του ή τον κολλητό του αυτές που πήρε φθηνότερα. Όταν κάποια μετοχή έβγαινε εκτός διαπραγμάτευσης, τα χαρτιά που είχες ήταν άχρηστα. Άρα μπορούσες να τα χρησιμοποιήσεις για να ντύσεις τους τοίχους του σπιτιού σου, εξ ου και «οι μετοχές έγιναν ταπετσαρία».

Τα τελευταία χρόνια το ΣΑΤ έλυσε αυτά τα προβλήματα, οι μετοχές πια δεν είναι έγχαρτες, αν κάποια βγει εκτός ταμπλό απλά χάνεις τα λεφτά σου, αλλά κάποιες εκφράσεις είναι old time classic.

- Γεια σου Μερόπη μου, τι κάνεις;
- Χάλια Τιτίκα μου, που να σ' τα λέω...
- Τι έγινε χρυσό μου;
- O Θανάσης...
- Τι ;
- O Θανάσης...
- E, τι ο Θανάσης;
- Είχε «πληροφορία» για μια μετοχή και την αγόρασε με δανεικά...
- Και;
- Τι και Τιτίκα μου; Έγινε ταπετσαρία...
- Μη μου πεις. Χοντρή ζημιά;
- 100.000 ευρώ.
- Γάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified