Further tags

Η παπαριά είναι δέντρο επί του οποίου φυτρώνουν παπάρες (άλλως: «παπάρια»). Ευδοκιμεί ιδιαίτερα στον Μεσογειακό χώρο, είναι πολύ ανθεκτική και παραγωγική, οι δε καρποί της έχουν γεύση όξινη, στυφή και προκαλούν δυσπεψία, ενίοτε δε και νευρικό γέλωτα.

Το δέντρο, καίτοι οπωροφόρο, χαρακτηρίζεται ως ζιζάνιο. Παρόλες όμως τις εκάστοτε προσπάθειες για την εξαφάνισή του, αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο. Οι παπάρες ή τα παπάρια ομοιάζουν με τους όρχεις του ανδρός, εξ ου και μια από τις πολλές ονομασίες των τελευταίων (πχ. στην κλασική έκφραση «σε γράφω στα παπάρια μου»).

Η παπαριά μπορεί να διατηρηθεί σε μέγεθος μπονζάι ή σε μέγεθος θάμνου, συνήθως όμως αφήνεται να αναπτυχθεί τόσο ώστε να μπορεί να παίρνει καλλωπιστικά επί των οδών των πόλεων σχήματα (παπαριά η καμαρωτή).

Επειδή η παπαριά είναι εξαιρετικά διαδεδομένο φυτό, η ονομασία της (κυρίως δε, αυτή του καρπού της) έχει περάσει πια στην καθομιλουμένη και δη στη σλανγκ, σημαίνοντας κάτι το άκρως ευτελές, συνηθισμένο, ανούσιο και γελοίο (βλ. παράδειγμα).

Βλ. και παπάρια μέντολες, Παπαρία φυλή, παπαριανός, για χάρη του βασιλικού, ποτίστηκε και η γλάστρα, τα παπάρια μου κλάσ' τα, τα παπάρια μου τράβα, κά.

- Τι σου είπε;
- Παπαριές, τίποτα.

- Τί σου είπε;
- Παπάρια, τίποτα.

- Τι σου είπε;
- Παπάρες, τίποτα.

Παπαριές... (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.

Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..

Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…

Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.

  1. - Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…

  2. - Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!

  3. - Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...

  4. - Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)

Βλέπε και μαρκούτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που δηλώνει πλήρη έλλειψη κατανόησης από τον συνομιλητή μας. Σημαίνει «πώς;», «τι;», «ποιος ήρθε;».

Ακουσμένο στην κεντροανατολική Μακεδονία. Ετυμολογία άγνωστη στον γράφοντα.

  1. - Δεν έχεις bluetooth στον υπολογιστή αλλά νο πρόμπλεμ, έχω φέρει μαζί μου το καλώδιο USB.
    - Ντάγκανε;

  2. - Γιώργο θα με δώσεις την μπέμπα για μια βόλτα με τις φίλες μου;
    - Ντάγκανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Cult φράση, με ρίζα στο μακρινό 1968 και την ταινία Κορίτσια στον Ήλιο. Η χρήση της είναι ευρεία, κυρίως λόγω του κωμικού της στοιχείου που πηγάζει απευθείας από την σκηνή στην οποία ειπώθηκε. Σε αυτήν, ο αγαθός βοσκός κυνηγάει την τουρίστρια Άνναμπελ, θέλοντας να της προσφέρει αμύγδαλα. Η τουρίστρια, μην γνωρίζοντας ελληνικά, τρέχει τρομαγμένη από την εμφάνιση και τους «χωριάτικους» τρόπους του φοβούμενη τα χειρότερα.

Η φράση χρησιμοποιείται σε μεγάλο αριθμό περιστάσεων, ωστόσο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το κωμικό στοιχείο (χωρίς η ταινία να είναι κωμωδία), η χρήση κατά κύριο λόγο αποπνέει την κοινωνική αγνότητα εκείνης της εποχής της Ελλάδας, που αποτυπώνεται τόσο πετυχημένα στο φιλμ.

Η συνήθης χρήση γίνεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος βιάζεται (λόγω ή έργω) και κάποιος άλλος προσπαθεί να τον κάνει να κατεβάσει στροφές. Επίσης χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου διέρχεται μια όμορφη γυναίκα οπότε η φράση έχει την έννοια του «κάτσε να σε τρατάρω». Τέλος, το «μύγδαλα», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό κάθε φορά που κάποιος λέει «στάσου».

Η επιτυχία της ταινίας και το γεγονός ότι αποτελεί μέρος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, έχουν εξασφαλίσει τις συχνές προβολές της στην τηλεόραση, διατηρώντας όπως είναι λογικό τη διαχρονικότητα της ίδιας αλλά και της φράσης. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι συντελεστές της ταινίας αποτελούν ένα Who’s-Who του ελληνικού κινηματογράφου:

Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκος Κουτελιδάκης
Μοντάζ: Αριστείδης Καρύδης-Fuchs
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος Ηθοποιοί: Γιάννης Βόγλης, Ann Lonnberg, Κώστας Μπάκας, Βαγγέλης Καζάν, Μιράντα Μυράτ.

3 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1968 και υποψήφια για χρυσή σφαίρα ξένης ταινίας 1969

  1. - Ρε συ ο Μάκης δεν είναι αυτός που τρέχει;!
    - Ναι...
    - Μάκη, Μάκη, Μάααααακη! Στάσου, Μύγδαλα!

  2. - Πρέπει να προλάβω την Τράπεζα!
    - Περίμενε να τελειώσω εδώ γιατί θέλω και γω.
    - Φεύγω σου λέω!
    - Στάσου! - Μύγδαλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεϊσμός φιλάθλων που σημαίνει καθ' όλα.

Παραπέμπει στον καθόρλα συμπαθή πορδοσφαιριστή της Villareal Santi Cazorla.

- Καθόρλα ενήμερη ήταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση κλισέ, που την χρησιμοποιούν δημοσιογράφοι και πανελίστες, με την οποία προετοιμάζουν το ακροατήριο για κάποια υπερβολή, ή για – απλά - μία μαλακία ακόμα. Από την άποψη προειδοποίησης, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, γιατί συνήθως τις παπαριές που λένε τις τρώμε απροειδοποίητα.

Αλλά τέσπα, η φράση αυτή, πιο πολύ σημαίνει, «παρακαλώ προσέξτε τι λέω», παρά οτιδήποτε άλλο.

Η φράση ανήκει στην κατηγορία εκφράσεων, που ανά καιρούς γίνονται της μόδας στον προφορικό λόγο, χωρίς λόγο και αιτία. Όπως ένα καιρό, όλοι οι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν το «θέλω να πιστεύω» (νόημα ουδέν!!! Ή πιστεύεις ή ελπίζεις ρε μπάμια).

Οι λέξεις που ακολουθούν την φράση και η σημειολογία τους είναι:

  • H υπερβολή, που σημαίνει αυτά που λέω είναι τόσο ανούσια, ώστε αν δεν υπερβάλω, δεν θα μου δώσει κανείς σημασία.
  • H αγένεια, που σημαίνει ότι μόλις διέκοψα έναν μαλάκα συνομιλητή που έλεγε μαλακίες, αλλά εγώ θα τις πω καλύτερα.
  • Tο αδόκιμο της έκφρασης, (μιλάω τέλεια ελληνικά, αλλά...).
  • O ενικός (ή η οικειότητα), που σημαίνει ότι όλοι οι επώνυμοι είμαστε κολλητοί.
  • O πληθυντικός, που σημαίνει είμαι πολύ πιο νέος από εσάς.
  • Μπορείτε βέβαια να βάλετε και οτιδήποτε θέλετε μετά, αφού ουσιαστικά η έκφραση δεν σημαίνει τίποτα. Είναι μία προειδοποίηση!

Ας μας συγχωρεθεί αν δεν είναι σλανγκ, αλλά... μπορεί και να είναι!

  1. Ας μου συγχωρεθεί ο ενικός, αλλά με τον Αντώνη γνωριζόμαστε από παλιά (στη θέση του Αντώνη, βάλτε όποιον επώνυμο θέλετε, γιατί αυτός που μιλάει είναι ο Μικρούτσικος).

  2. Ας μου συγχωρεθεί η αγένεια, αλλά δεν μπορώ να ακούω ανακρίβειες! Τα νούμερα που δίνετε είναι ψευδή. Είστε ένας κοινός συκοφάντης!

(από electron, 04/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση υψίστου εκπλήξεως. Προϋπήρξε των Απαράδεκτων και συνεχίζει τον ανεξάρτητο βίο της, αλλά η ερμηνεία του Σπύρου Παπαδόπουλου σημάδεψε οριστικά αυτήν την ατάκα. Παρακαλώ προσοχή στο λίνκ που δίνει η βικούλα στο «κοιτάζοντας την κάμερα».

Για όποιον έχει εντρυφήσει στο απόγειο του σουρεαλισμού στην ελληνική τηλεόραση, αποτελεί κριτήριο ανάλογο του καφέ βαν ντάικ για την άλλη μεγάλη τηλεπαρέα.

Όχι, καν, δεν αξίζει καταχωρίσεως, κακώς, κάκιστα το έβαλες στο δουπού, θα λάβεις πουμού εν καιρώ.

Στο πιο σοβαρό, είναι το ύφος αυτού που λέει την ατάκα και όχι τόσο η ατάκα (που είναι υπέρ το δέον κλασσική) που παράγει καταχωρισιμότητα.

Αδάμαντος 4 και τα μυαλά στα μπλε!

  1. - Έεεεεεεεεεεεεεεεπ!!! Τι έγινε ρε παιδιά;;; Βρήκα υλικό για επανάσταση;;

  2. - Ωχ!! Μας την πέσανε οι μπάτσοι, λολ!!
    - Τι έγινε ρε παιδιά;;;
    - Συλλαμβάνεστε για ένοπλη ληστεία λολ.

1.10: - Τι έγινε ρε παιδιά; Πώς βρέθηκε εδώ η συντρόφισσα; 5.00: Τι έγινε ρε παιδιά; Προβοκάτσια μες στο ίδιο μου το σπίτι; 6.00: Τι έγινε ρε παιδιά; Γιατί με κυνηγάει όλο αυτό το κόμμα ρε γαμώτη;  (από Khan, 03/10/09)φιλάκια! (από BuBis, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που την χρησιμοποιούμε σε διάφορες καταστάσεις:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε οτι βαριόμαστε. (παράδειγμα 1)
  • Όταν θέλουμε να περιγράψουμε την κατάσταση κάποιου που είτε είναι χαβαλές ή πιωμένος και γενικά δε την πολυπαλεύει. (παράδειγμα 2)
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε απαξίωση για κάποιο ζήτημα. (παράδειγμα 3)
  • Όταν δεν έχουμε τι άλλο να πούμε (παράδειγμα 4)

    Ενδεχομένως να έχει σχέση με το αρνητικό μόριο «μπα».

  1. - Πάμε για 'κανα σουβλάκι;
    - Μπάουα ρε... (Συνοδεύεται από χαμήλωμα του κάτω βλεφάρου με το δάκτυλο)

  2. - Ο Σάκης δε την παλεύει μία! Είναι τελείως μπάουα!

  3. - Ο Νίκος πήρε Playstation 3!
    - Μπάουα. Χέστηκα κιόλας.

  4. - Μπάουααααα...
    - Ε;;
    - Τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού, αφού με αυτό πας παντού.

Αναφέρεται σε αντικείμενα, χαρτούρα, πρόσωπα-κλειδιά, λέξεις, καταστάσεις κλπ.

Αν σου δώσαν αυτό το χαρτί, τότε μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Είναι πασπαντού, σε καλύπτει ό,τι και να χρειαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνήθης απάντηση όταν μας ρωτάνε τι κάνουμε, πως είμαστε.
  2. Έγινε ακόμα πιο διάσημη όταν ακούστηκε στην εκπομπή love bites και κυρίως στο ράδιο αρβύλα. Μια χαρά με τονισμένο το ''ρ''.
  3. Μια χαρά όμως απαντάει και ο φωτογράφος των σταρ με ίδιο ύφος (στο βιντεάκι).
  4. Μια χαρά αναρωτιέται αν θα ήμασταν αν δεν ήμασταν στην ευρωπαΪκή ένωση και ο Τάσος Γιαννίτσης (επίσης στο βιντεάκι).
  5. Γκρουπ στο facebook επίσης το ''μια χαρά''.
  6. Συνηθισμένη πλέον φράση όταν τα θέματα των εξετάσεων είναι μια χαρά.
  7. Συνοδεύεται και από το ''γεια χαρά''.

-Τι κάνεις;
- Μια χαρά...

(από amelie, 07/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified