Further tags

Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).

**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της Σίφνου, λόγω της εφέσεως των Σιφνιωτών στην κατασκευή τσουκαλιών και σταμνιών. (Δες).

Πάμε απέναντι στους τσουκαλάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε χωριά της Εύβοιας (στην περιοχή γύρω από την Κύμη μέχρι το Αλιβέρι) και σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση:

  1. τρομαγμένος, ξαφνιασμένος
  2. ατσούμπαλος, που κινείται νευρικά και σπασμωδικά
  1. Γύρισε χθες αργά στο σπίτι ο Γιάννης φταρωμένος, λες και είδε φάντασμα.
  2. Πρόσεχε ρε φταρωμένε, θα σπάσεις όλα τα ποτήρια!

Απαντάται και το ρήμα φταρώνομαι, κυρίως στον αόριστο στα 3 πρόσωπα του ενικού:

Ρε μαλάκα πως μπαίνεις έτσι απότομα, φταρώθηκα!

Got a better definition? Add it!

Published

Τὰ ἄγρια χὸρτα ὑπῆρξαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ βασικὸ στοιχεῖο τῆς διατροφῆς μας, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ἐποχὲς. Οἱ ὀνομασίες τους εἶναι ἴδιες ἤ παραπλήσιες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Στὸ λῆμμα αὐτὸ παρουσιάζονται οἱ ὀνομασίες τῶν πιὸ συνηθισμένων ἄγριων χόρτων τῆς Κύθνου ποὺ εἶναι:

ἀτσόχοι,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάροι καὶ πορίχια ἤ τσιμπητά.

Κάθε συνεισφορὰ, συμπλήρωση ἤ διόρθωση εἶναι εὐπρόσδεκτη.

ἀτσόχοι ή ζοχοί

Ἐπιστημονική ὀνομασία Sonchus oleraceus (Σόγχος ὁ λαχανώδης) ἐδῶ

ἀλετρίδα ἤ ἀλεντρίδα

Ἐπιστημονική ὀνομασία Ηymenonema graecum. Τὸ ἀγαπημένο χόρτο καὶ τῶν Συριανῶν ἐδῶ

Γαλατσίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Reichardia picroides ἐδῶ

μουναρίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Hypochoeris achyrophorus ἐδῶ

ἀλιβάρβαροι

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Centaurea raphanina sbsp mixta. ἐδῶ

πορίχια (βροῦβες) ἤ τσιμπητὰ (sinapis nigra)

Βροῦβες, πορίχια, τσιμπητὰ: Ὑπάρχουν ἀρκετὰ χόρτα ποὺ ὀνομάζουμε «βροῦβες» καὶ ποὺ ἀνήκουν στὰ γένη Sinapis (σινάπι), Sisymbrium (σισύμβριo) καὶ Erysimum (ἐρύσιμο). Ὀνομάζονται πορίχια τὸ φθινὸπωρο καὶ τὸ χειμώνα πρὶν "ξεβλαστήσουν" καὶ τσιμπητὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κόβονται, σὰν νὰ τσιμπᾶμε τοὺς πολὺ τρυφεροὺς βλαστοὺς, ποὺ βλασταίνουν τὴν ἄνοιξη. ἐδῶ.

Πῆα στὴ νοτινὴ μας κι ἔβγαλα χὸρτα. Εἶχε ἀπ' οὗλα: Ἀτσόχους,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάρους καὶ πορίχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό ξύλινο ράφι αποκλειστικά για το ψωμί, κρεμασμένο από δύο σκοινιά όπου ήταν δεμένα στις ξύλινες τράβες της οροφής ή σε τοξοειδές σημείο του σπιτιού. Το λένε στη Μύκονο. Πιθανόν βόλτο ήταν κανονικά το τοξοειδές σημείο και όχι το ίδιο το ράφι. Διότι βόλτο λένε στη Κέρκυρα το κάθε τοξοειδές σημείο σε ένα σπίτι. Σήμερα που όλοι στη Μύκονο αγοράζουν ψωμί από τους φούρνους η λέξη δεν χρησιμοποιείται έτσι, μα μόνο σε συγκεκριμένη έκφραση:

Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο...

Το λένε σε άνθρωπο που δεν κάνει κάτι κάπου, παρόλο που μπορεί να το κάνει. Με την έννοια του αν αυτό που του είπαν να κάνει ήταν να φάει το ψωμί από το βόλτο θα το έκανε.

- Θα κατέβουμε για νυχτερινό μπανάκι στη θάλασσα, με μια φίλη μου Σλοβάκα και μία φίλη της που είναι ελεύθερη, θα 'ρθεις;
- Μπάαα, που να 'ρχομαι τώρα ψηλέ μου, βαριέμαι!
- Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο θα ερχόσουνα. Κάτσε σπίτι να τον παίζεις. (κλακ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μεταλλικό σκεύος σαν μεγάλο γιογιό που κρατούσαν με το χέρι πίσω και κάτω από το κώλο του βοδιού του κατά το αλώνισμα του σταριού στα κυκλαδονήσια ώστε να μην χέσει το βόδι μέσα στο στάρι. Το άκουσα στη Μύκονο. Ειρωνικά έτσι λένε και το γιογιό.

Έχει και άλλες χρήσεις:

Πιτσιρικάς δίνει χειραψία σε πιτσιρικά, και του λέει ο άλλος:

-Πρώτη φορά πιάνω σκατά στα χέρια μου!

- Ε, φαίνεται θα 'σαι καινούριος βουϊδοχέστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Το φόρτωμα σαν φορτίο σε αμάξι αγροτικό. Η λέξη συναντάται στα νησιά του Β.Α Αιγαίου.

Τρία μαξούλια σταφύλι πήγα για πάτημα.

Βλ. και ρεφούζι / ροφούζι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.

Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.

«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;» «Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.

Από διαδικτυακή συζήτηση.

Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.

Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified