Further tags

χαζιά, τρελιά, ζουρλιά

Στη Βόρεια Ελλάδα (στην Δράμα σίγουρα), ίσως και τη Θεσσαλία, λέγονται κι έτσι τα επίθετα χαζή, τρελή, ζουρλή.
Βρήκα το χαζιές (γυναίκες) και τα ζουρλιά πουλιά (πέμπτο και τελευταίο παράδειγμα, αντιστοίχως).

  1. Η άλλη το πιτόγυρο το λέει "καλαμάκι". Καλάμια και παλούκια μαρή χαζιά. ΕΔΩ

  2. -Πόσο καλύτερα θα ήταν αν κοιμόμασταν τώρα μαζί.. Ε παιδιά;
    -Είσαι χαζιά; Το μυστικό του πετυχημένου γάμου είναι να κοιμασαι χώρια

  3. Υπερβολικια, χαζια, τρομακτικια... γιατί ... Ελληνικιά γραμματικιά.. ΕΔΩ

  4. Ποιός μαρή χαζιά ;) Και για την Παλμύρα ο Τσίπρας να τρέξει; Ντιπ για ντιπ το 'χασες. ΕΔΩ

  5. Φαίνεται ότι τα γάντια είχαν το ίδιο γούστο με τον Βασίλη: δεν μπορούσαν τις «χαζιές». (δ. παπαδούλης, Η ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΜΕΝΗ)


  1. ναι ρε μαρίνα, τι τρελιά που είσαι, καλή καρδιά #katipsinetai ΕΔΩ

  2. -Μέρα χωρίς χαμόγελο είναι (σημάδι ότι τα ´χεις κάνει πουτάνα ολα) χαμένη μέρα.
    -ελα μαρη τρελια σπάσε ένα μικρο μην πάει χαμένη!! κρίμα ειναι!!!! ΕΔΩ


  1. 15Αύγουστος στην Αθήνα. Θα κάτσω να δω την ταινία του Γιάνναρη & μετά θα βάλω ένα νυφικό να τρέχω σαν τη ζουρλιά στους δρόμους. ΕΔΩ

  2. -Αν πετύχω πρώην μου έξω με την δικια τoυ, λέω: "Ορίστε μια χαρά περνάς, τι μου στέλνεις μηνύματα κάθε βράδυ;" και φεύγω....!
    -χαχαχαχαχαχαχαχα! είσαι ζουρλιά! ΦΒ

  3. Ύστερα, απόξω, η βροχή έπαψε και τα πουλιά πέτουνταν πάλι σαν ζουρλιά. Ένα, μου φάνηκε ολόιδιο με κείνο που ο αδερφός μου είχε φκιάξει στο τζάμι της μπαλκονόπορτας της δύσης, βουτώντας το δάχτυλό του, στη θλίψη του φθινοπώρου! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλική λέξη που χαρακτηρίζει κάτι πάρα πολύ λεπτό.

Από το φύρα και το φύλλο, δηλαδή κάτι λεπτότερο ακόμα κι από ένα φύλλο.

Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία, και να δικαιολογήσω την ορθογραφία που πρέπει να τονίσω ότι είναι αυθαίρετη -δεν έχω δει ποτέ την λέξη γραμμένη και ο γούγλης δεν έχει καμία επιστροφή

  1. - Μην βγεις έτσι έξω, θα κρυώσεις.
    - Πήρα σακάκι. - Τι, αυτό το φύρφυλλο, κάνει κρύο παιδί μου...
    - Τι κρύο ρε μάνα, 28 βαθμούς έχει!

  2. Είχα βρει μια ωραία σοκολάτα με γέμιση μέντα, αλλά όχι σαν τα φύρφυλλα τα after eight, κανονική σοκολάτα.

Τι να σου κάνουνε τα φύρφυλλα, τα τρως πέντε-πέντε για να καταλάβεις γεύση (από salina, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελαμένος οπαδός της ΑΕΛ κι εν γένει ο φανατικά τοπικιστής Λαρισαίος.

Τίτλος παρμένος από την παρακάτω διαφήμιση:
- Παιδιά, είμαι ο Τυροτρέλας και με την TIROTRELLA Kerrygold παίζουμε και τρώμε. Πραγματικό τυρί από αγελαδινό γάλα. TIROTRELLA Kerrygold! Όταν τρώμε, παίζουμε.

Καλά ρε αυτός ο Γιαννάκης πολύ τυροτρέλας την έχει δει τελευταία, μέχρι και στις προπονήσεις της ΑΕΛ πηγαίνει.

(από nobody, 06/10/11)(από nobody, 06/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.

- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρούλης με σφιχτό κρέας. Θεσσαλικό ιδίωμα.

Είδες την τσουπουτούλα;

Από το τσουπώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ λεπτό, αέρινο ρούχο, που προσιδιάζει σε καλοκαιρινή ενδυμασία.

Λαρισαϊκή έκφραση που παραπέμπει ίσως ακουστικά στο τσίτσιδος.

- Πού πας παιδούλι μ' Γενάρη μήνα με το τσιτσιπλί; Θα μου αρρωστήσεις...
- Άσε με ρε μάνα με τις υστερίες σου πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση αυτή την άκουσα από την έφηβη κόρη μου με την έννοια: άσχετα, ό,τι νάναι, μπούρδες.

τσάγαλα: τα άγουρα αμύγδαλα (από το τουρκικό çağla).

Αρχικά νόμισα πως ήταν μιά νεανική έκφραση του συρμού, αλλά από μια ματιά στο γούγλη βρήκα και τα εξής:

Κι αν όλα τα παραπάνω είναι δύσκολο για έναν επαγγελματία (αν μη τι άλλο έμπειρο), προσπαθώ να φανταστώ πόσο δυσκολότερα αποβαίνουν στο μυαλό του μέσου αναγνώστη, αν είναι από εκείνους δηλαδή που απέμειναν να παρακολουθούν τα γεγονότα, αν δεν έχει ήδη βαρεθεί να του «σερβίρουν» καθημερινά τα… «τσάγαλα με …γιαούρτι» των τηλεοπτικών καναλιών, αλλά και της πανσπερμίας άρθρων στον Ελληνικό και ξένο Τύπο. (από εδώ)

Ράππος προς Εσερίδη για την τελική απόφαση των καταδυτικών:

Τσάγαλα με γιαούρτι θα κάνεις (από εδώ)

Μετά απ' αυτά την ξαναρώτησα πού την άκουσε και διεπίστωσα πως την έλεγε μια καθηγήτρια στο φροντιστήριο, η οποία μάλιστα ήταν Θεσσαλικής καταγωγής.

Απ' όλα τα παραπάνω συμπεραίνω ότι αυτή είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιοχές της Θεσσαλίας. Σχετικές πληροφορίες, συμπληρώσεις ή διορθώσεις είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική Θεσσαλιώτικη έκφραση, που ειπώθηκε σε τοπικό κανάλι της Λάρισας μεταξύ δύο ποδοσφαιριστών της ΑΕΛ, κατά τη διάρκεια ζωντανής συνέντευξης μετά το τέλος του αγώνα. Το ρήμα τηράω, -ω είναι το αρχαιοελληνικό κοιτάω, ενώ ο μούτος παραπέμπει στο αγγλικό mute, δηλαδή βουβός.

- Η ομάδα πραγματουποίησε μία αξιόλογ' εμφάνισ'...
(ψυθιρίζοντας στον συμπαίκτη που στέκεται δίπλα χάσκοντας)
Τήρα ρε μούτε, μάς παίρνουν τα βίντηα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified