Τι εστί λέτσος, ε;
Έχεις και συ ο ίδιος υπάρξει λέτσος, ελπίζω όχι καθ'έξιν. Τέσπα, είναι ο παρ' ολίγον κυριλέ. Έχει στραβώσει κάτι τελευταία στιγμή, λεπτομέρεια ίσως αλλά κάνει μπαμ.

Σκονισμένα παπούτσια,τσαλακωμένο ρούχο,αταίριαστο χρώμα παλτό και όσο προχωράμε κινούμαστε προς τη γη του χλιμίτζουρα!!!

Είναι αυτός που θά 'θελε να ναι καλύτερος και το πρόβλημα του είναι προφανές σε σένα, γενικώς κι αορίστως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά μαγκίτικη μεταφορά για το προφυλακτικό, την καπότα, που καλύπτει εξ ολοκλήρου τον πέοντα, όπως ξερωγώ ένας φερετζές καλύπτει εξ ολοκλήρου μια χανούμισσα. Σύγκρινε με: κελεμπιοφόρος. Έχει κυκλοφορήσει και ως ψευτο-τουρκικό ότι το προφυλακτικό και καλά λέγεται στα τούρκικα τσουτσού φερετζές, αλλά νομίζω ότι η μαγκίτικη χρήση είναι παλαιότερη.

  1. Η καπότα όμως, κοινώς το προφυλακτικό, ο φερετζές, το καπελάκι, η μόντα του πέους τέλος πάντων μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα με τη μαλάκυνση που έχεις στο κεφάλι και δεν σου αρέσουν τα απλά, κοινά θνητά duo, durex κλπ. Θες να τον μετράς όσο τον χώνεις? Το χουμε. Θες να φωτίζει για να βρίσκεις το δρόμο για το σπήλαιο? Τοοοοο 'χουμε. Θες να χει τη φάτσα σου πάνω το καποτάκι για να έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι κάποιος ρε κλαπάρχιδο? Το 'χουμε γαμώ το μουνί της catwoman. Anyway, τσεκάρετε τι είναι πιο fail για την πάρτη σας παλιοσαβουρογάμηδες και ενημερώστε με για παραγγελίες. Over. (Εδώ).
  2. Ενω αμα ειχες βαλει φερετζε, δεν θα ειχες αγχος ουτε θα μας ζαλιζες τωρα. (Εδώ).

Προφυλακτικό φερετζές σε άγαλμα, αρρωστούργημα στο Σίδνεϋ με σκοπό την ευαισθητοποίηση των πολιτών για τη χρήση προφυλακτικών.

Γενικότερα τη λέξη φερετζές τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι κρύβει κάτι άλλο λειτουργώντας ενίοτε και ως εύσχημη βιτρίνα ή όμορφο πέπλο που κρύβει κάτι άλλο. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση το γνωμικό το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη. Φτιάχνονται όμως και άλλες φράσεις πάνω σε αυτό το παράδειγμα.

  1. Το 'αντί' είναι ο φερετζές του φασίστα χουντικού. (Μακελειό).
  2. ...αυτού τού φερετζέ τής φθίσης τής ψυχής πού είναι ό Ρομαντισμός... (Ανιχνεύσεις).
  3. Τα ροζ στριγκάκια... κρύβουν ως φερετζές τα παντελόνια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νησί που είναι ό,τι πρέπει για ζευγάρια.

Τα ζευγαρονήσια συνήθως έχουν κάποιες μαγευτικές φυσικές καλλονές. Καλό είναι όμως να είναι ήρεμα και να μην έχουν υπερβολική νυχτερινή ζωή και ξεφάντωμα, ούτε και υπερβολικούς πειρασμούς και ο,τιδήποτε μπορεί να περισπάσει τη ζωή του ζευγαριού. Ωσεκτουτού, είναι άλλα νησιά από τα φοιτητονήσια, που είναι για ξεφάντωμα και ad hoc ζευγάρωμα, αλλά και άλλα από τα αριστερονήσια, αναρχονήσια, ερ-emo-νήσια, φρικαρίες που μπορεί να έχουν φυσικές καλλονές αλλά βγάζουν μια αλτερνατιβιά κι έναν κολλεκτιβισμό. Στο ζευγαρονήσι επικρατεί, αντιθέτως, η δικτατορία του έρωτα. Πρέπει να έχει φοβερά ηλιοβασιλιώματα, και τίποτα το υπερβολικό. Όχι υπερβολική φασαρία, όχι υπερβολικούς φοιτητάμπουρες, όχι γκρούβαλους, αλλά ούτε και υπερβολική εναλλακτικίλα τ. Ίφκινθος, καθότι το ζευγάρι πρέπει να έχει και όλα τα κονφόρ για να χαρεί τον έρωτά του, όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές. Και εφόσον μιλάμε βασικά για ένα ετεροκανονιστικό ζευγαρονήσι καλύτερα και να μην είναι αδερφονήσι ούτε καν τρεντονήσι. Επίσης, καλύτερα να μην έχει και υπερβολικά πολλά αρχαία ή άλλους πολιτισμικούς θησαυρούς το νησί, καθότι το ζευγάρι πρέπει να είναι σε μια φάση νάτσουραλ, ρουσσωϊκό γαμήσι κι επιστροφή στη φύση ένα πράμα, και να μην περισπάται από τον πολιτισμό.

Στις χερσονήσους της Χαλκιδικής τα πράγματα είναι σοφότατα μοιρασμένα, καθώς θέλει το λαϊκό ρητό. Στο πρώτο ποδάρι (αντίστοιχο φοιτητονησιού) πας για να βρεις γκόμενα, στο δεύτερο ποδάρι (αντίστοιχο ζευγαρονησιού) πας άμα έχεις, και στο τρίτο ποδάρι (αντίστοιχο μπακουρονησιού) πας άμα σε αφήσει. Στα νησιά οι ρόλοι δεν είναι τόσο αυστηρώς κατανεμημένοι. Ως ύψιστο ζευγαρονήσι θεωρείται πάντως η Μήλος, μάλλον λόγω της φυσικής ομορφιάς της. Τώρα με τη Μήλο έχει γίνει ένα άλλο πράμα, ότι επειδή έχει κατοχυρωθεί ως το σούπερ ντούπερ ουάου ζευγαρονήσι, έχει αρχίσει να θεωρείται και γρουσουζιά να πηγαίνεις με τόσα άλλα ζευγάρια μαζί, και ότι τελικά υπάρχει και μια κατάρα κι έχει καταστεί χωρισονήσι. Αλλά μπορεί να τα λένε και οι εχθροί της αυτά. Ζευγαρονήσια είναι και οι (Ξε)Σποράδες και μάλιστα λιγότερο η Σκιάθος που θεωρείται αντικειμενικώς η πιο ενδιαφέρουσα και σόσιαλ, και περισσότερο η Σκόπελος και η Αλλόνησος ως μεγαλύτερες ψαγμενιές. Επίσης οι ψαγμένοι Παξοί στο Ιόνιο. Και κάποια χιπστερονήσια νέας κοπής στο Αιγαίο, όπως η Φολέγανδρος και η Αμοργός. Τέσπα, μόδες και γούστα είναι αυτά και αλλάζουν. Γιου γκετ δε αηντία, πάμε στα παραδείγματα.

  1. Διάσημη για τις αμμουδιές της η Μήλος είναι το κατεξοχήν ζευγαρονήσι του Αιγαίου που ξέρουμε και αγαπάμε. (Εδώ).
  2. Πού θα φάτε καλύτερα, πού βρίσκονται οι τέλειες παραλίες και ποιο είναι το απόλυτο «ζευγαρονήσι». (Απάντηση: Η Φολέγανδρος εδώ).
  3. Πάλι μας λένε ζευγαρονήσι... (Miloslife.gr).
  4. Αν σας αγχώνουν οι διακοπές μαζί (μόνο οι δυο σας) προτιμήστε εξωτερικό. Αν δεν το καταφέρετε, επιλέξετε τουλάχιστον ένα «ζευγαρονήσι», όπως η Μήλος, η Σίφνος, ενδεχομένως τα Κουφονήσια, ή ακόμα και μία εκδρομή σε διάφορα μέρη η νησιά, που θα γεμίσουν το χρόνο σας ευχάριστα και δραστήρια. (Από το Σχέσεις).
  5. Σαντορίνη: Νιόπαντρος που ανταλλάζει ανά λεπτό με τη σύζυγο πιο πολλά «αγάπη μου» απ’ ό,τι ο Γιάννης με τη Δήμητρα, στο επεισόδιο που έρχεται σπίτι του Γιάννη η θεία Βιργινία./ Ζευγάρια που επέλεξαν το συγκεκριμένο προορισμό για να επιβεβαιώσουν το κλισέ «ζευγαρονήσι», αλλά στον υπόλοιπο κόσμο λένε ότι πήγαν για οινογνωσία και γευσιγνωσία φάβας. (Τι τύπος είσαι με βάση το νησί που θα πας διακοπές).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλήθωρος.

Να, έλεγαν, αυτός εκεί είν’ ο Κώτσιο Κολιοφούκας, ο άλλος ο κουκουντισμένος είν’ ο Λάμπρη Παπαγιώργης απ’ τα Χέλια κι εκείνος παρέκει που κοιτάει σα σγκαϊδός(*) είν’ ένα παιδί απ’ τους Κλαζιάδες, Κωλοκούρη τον λένε.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα-Ιόνιο): Βάζω σε μπελάδες, ταλαιπωρώ, πιέζω κάποιον.

Εκ του ιδιωματικού τρόκολο (σταφυλοπιεστήριο-μηχανικό πατητήρι) < βενετ. torcolo και ήδη σήμερα ιταλ. torchio < λατιν. torculum < ρημ. torqueo = σφίγγω, περιστρέφω.

  1. Καθόμουνα ήσυχος στ' αβγά μου κι ήρθε εκείνος ο ξαδερφός μου -πανάθεμάτονε- και μ' έβαλε στο τρόκολο ν' αγοράσω λέει μετοχές της Χ εταιρείας γιατί αλλιώς θα' χανα τα λεφτά μου αν τα άφηνα στην τράπεζα. Τί τα' θελα και τον άκουσα, πήρα τα τρία μου...
  2. -Πάω έξω για ψώνια, θες τίποτα;
    -Με την κάρτα μου;
    -Εμ, με τί; Με το πενηντόφραγκο απ' το ΑΤΜ;
    -Κοίτα μη με βάλεις στο τρόκολο να πληρώνω τζερεμέδια κάθε μήνα στους κερχανατζήδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικαθιστά με λολοπαιγνιώδη διάθεση, το χύδην εκφερόμενο γαμήσου, πχ στα:
σάλτα και γαμήσου
γαμήσου παραπέρα
άι γαμήσου
άντε και γαμήσου
Χριστίνα Γαλάνη-Άντε γραμμήσου Η Χριστίνα τραγουδάει Ρωμανό (Μελωδό?)

  1. "Σεξοχωτάτη", τραγουδάρα απ' τον δίσκο "ΑΝΤΕ ΓΡΑΜΜΗΣΟΥ".

  2. άντε γραμμήσου ρε χοντρέ "@failosK μετά τον Μελιγαλά ήρθε ο Γράμμος" (εδώ)

  3. -Αυτο το "Δεν ήθελα να σε πληγώσω" που δεν πήρε ποτε πίσω την απάντηση που του άξιζε ... βρε τράβα κ γραμμήσου
    -Προτιμω το σαλτα (εδώ)

  4. όλο ακούω πως η κυβέρνηση θα τραβήξει μια κόκκινη γραμμή ... για την ώρα αντε γραμμηθειτε και οι 300 (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Δυναμώνω.

  1. -καλή η γράμμωση του σώματος μα καλύτερη η γράμμωση του πνεύματος
    -γι αυτό κ εγώ γραμμώνω το πνεύμα και έχω κ την κοιλίτσα μου (εδώ)

Β. Αντί να πληγώ ή να λουφάξω από επιθετική ενέργεια/στάση/συμπεριφορά, πωρώνομαι, θωρακίζομαι και τελικά ισχυροποιούμαι, μοτιβαρισμένος από την επίθεση.

~ Προέρχεται από την έκφραση των μποντιμπιλντεράδων, "είμαι στη γράμμωση".
~ Καμία σχέση με το ιατρικό γραμμώνω και το αριστερίστικης προέλευσης γραμμώνομαι που, παρεμπιφτού, έχει πλέον ευρύτερη χρήση.

  1. Γράμμωσέ μας Γιάννη! (Πρετεντέρη) (εδώ)

  2. -Τις πιο μεγάλες παπαριές δεν τις ακούσαμε ακόμα.
    -Άντε, ξεκίνα.
    -Το μόγγολο που θεωρεί τη γκέι σλανγκ ομοφοβία και συγχέει την κλιμακα με το κλειδι μιλάει για παπαριές
    -Δικαιολογείται. Όποιος συναγελάζεται περισσότερο από μία μέρα με ακροδεξιά σαμαροτρόλ χάνει 60% του iq του.
    -Όποιος χαριεντίζεται με ακροδεξιούς δεν έχει και δεν είχε ποτέ iq.
    -Να μιλάτε για τον εαυτό σας αγαπητοί εγώ με δαύτους τώρα γραμμώνω τραπεζοειδείς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική λέξη παλαιάς κοπής για τη γυναίκα που έχει πολλούς εραστές και θεωρείτο εύκολη και ανυπόληπτη, για την ψαροκασέλα, ψωλαποθήκη κ.τ.ό. Ως ψωλοκασέλα εννοείται ειδικότερα το μουνί, η ψωλότσεπη, αλλά μετωνυμικώς και η όλη γυναίκα.

Τι ήτανε; Μια ψωλοκασέλα ήτανε, αλλά από όταν τύλιξε τον Τιμόθεο μπήκε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ του γαλλικού bonbon. Σημαίνει την καραμέλα και μεταφορικώς την πεολειχία.

Μπουτ λατσό το τσόλι.. Σαρμελιά γδούπα... Κουραβέλτες... και απανωτές κουραβέλτες... Λατσάαααα... Άβελα πιασμάν στην μπάρα... και μπομπόνα μπουτ... Γδούπα φιλενάς... Γδούπα.... Αχχχχχχχ.... Θέλω να τον αβέλω συνέχεια..... (Από το Μπου).

Αβέλω μπαλόμπα και νάκα η μπόμπα (μπομπόνα)

Άσχετο: Είναι και μια ποικιλία φασολιών που το μικρό στρογγυλό σχήμα τους θυμίζει καραμέλες (δες εδώ) καθώς και είδος άνθους αγριοτριανταφυλλιάς.

Φασόλια μπομπόνα

Σχετικοάσχετο: Είναι και γουτσωνύμιο παλαιάς κοπής (δεκαετία 1950 κιέτσ' κατά τον Σφυρίζοντα) τύπου μπουμπού.

Δεν την συνιστω σε κανεναν, ειναι μια ξανθια μπομπονα, κατι σαν τριτοκλασατη τραγουδιστρια σε σκυλαδικο της εθνικης. (Σχετικοάσχετο παράδειγμα από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω μπαρμπούτι, παίζω ζάρια στα καλιαρντά.

- Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
- Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῇς, οὔφ...
- Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...). (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified