Το παρόν(χειροποίητο)λήμμα,προϊόν μακρόχρονης και βαθιάς σκέψης μου, θέλει να τονίσει την βεβαιότητα κάποιων καταστάσεων που βιώνουμε όλοι,στις ζωές μας... Νοιώθω περήφανος που το μοιράζομαι μαζί σας!
Πάλι πήρε μπέναλτυ ο Ολυμπιακός; (ο άντι-)
Το παρόν(χειροποίητο)λήμμα,προϊόν μακρόχρονης και βαθιάς σκέψης μου, θέλει να τονίσει την βεβαιότητα κάποιων καταστάσεων που βιώνουμε όλοι,στις ζωές μας... Νοιώθω περήφανος που το μοιράζομαι μαζί σας!
Πάλι πήρε μπέναλτυ ο Ολυμπιακός; (ο άντι-)
Got a better definition? Add it!
Ο Τριανταφυλλίδης δεν το αναφέρει.
Το σχήμα πολύ (άκλιτο, εμφανιζόμενο ως επίρρημα) ακολουθούμενο από ουσιαστικό σε ενικό αριθμό αντικαθιστά την κανονική σύνταξη πολλοί-πολλές-πολλά συν ουσιαστικό στον πληθυντικό, όταν θέλουμε να δείξουμε απαξία ή δυσαρέσκεια ακριβώς λόγω της μεγάλης ποσότητας των αντικειμένων που περιγράφει το ουσιαστικό.
Πέραν των δύο πρώτων παραδειγμάτων, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις όπου η ομοηχία των πολύ και το πολλή δυσχεραίνουν την διάκριση και είναι καθαρά θέμα ερμηνείας, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα πολλή συν ενικός θα μπορούσε να είναι δόκιμη, βλέπε το τρίτο παράδειγμα, όπου η τσιρίδα μπορεί να θεωρηθεί περιεκτικό ουσιαστικό.
Στα παραδείγματα έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται μια μικρή παύση στην εκφορά του λόγου πριν το αλλά.
- Σου άρεσε η Βενετία;
- Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ εκκλησία ρε παιδάκι μου... και πολύ κανάλι.
- Ανεργία τέζα, Νίκο Ευαγγελάτο.
- Ναι, νίκο.
- Σου άρεσε η Μύκονος;
- Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ τουρίστα ρε παιδάκι μου...
- Σου αρέσει η όπερα;
- Για πότε-πότε καλά είναι, αλλά πολλή τσιρίδα ρε συ...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.
Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).
Απ' το ... τουίτερ
Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι
Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.
μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε
Got a better definition? Add it!
Άκλιτο ουδέτερο (το καμός, του καμός κτλ). Σημαίνει και προέρχεται από παραφθορά του "ο χαμός". Αιτία της πλατιάς χρήσης της λέξης είναι το τραγούδι του μεγάλου Αλβανού ράπερ Ρόνο "Ποιος το κάνει το καμός", το οποίο και πέρασε τη λέξη στη λαϊκή κουλτούρα.
1) Σήμερα θα βγούμε με τα αλάνια για μπαρότσαρκα. Θα γίνει το καμός!
2) Έτσι και σε ξαναδώ να κλέβεις απ΄το πιάτο μου θα γίνει το καμός!
3) Θα παώ στο ΙΚΑ και αν πάλι δεν μου δεχθούν την αίτηση θα κάνω ένα καμός που θα τρέχουν να κρυφτούν
Σημειώνεται ότι συχνά η λέξη συνοδεύευται απο τη φράση "ποιος το κάνει το καμός"
1) Ποιός το κάνει το καμός; Ο Βαρουφάκης! (από εδώ)
2) Πήγα στις απόκριες ντυμένος Μπιν Λάντεν και όλοι έπαθαν! Ποιος το κάνει το καμός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκδοχή της μικροβλογικής πλατφόρμας τάμπλερ (tumblr).
Δεν είναι σαφές εάν αρχικά αναπτύχθηκε σαν γνήσιο μεταγλωττικό μαργαριτάρι ή εσκεμμένα λολαδερή ψευδοελληνοποίηση.
- Ολοι στην αρχη που φτιαξαμε tumblr το προφεραμε: τουμπλαρ, τουμπλ, τουλουμπα κτλ κτλ.
- εγω παντως τουμπουλουρου το ελεγα:Ρ.
- το έλεγα,το λέω και πάντα θα το λέω τουμπουλουρου.
- Ολο μας το λέμε τουμπουλουρου :D
- αχοχοαοχοαχ τουμπουλουρουυ
(γλωσσολογικό ντισκούρ στο τούμπουλουρου για το τούμπουλουρου, εδώ)
Πάντως φοριέται ευρύτατα σε κύκλους μικροβλογοτεχνώνε:
- tupusti | γκομενες με κανουν ριμπλογκ χωρις τουμπουλουρου (εδώ)
- για να παρεις μια πληρη εικονα του τι εστι ιντερνετ πρεπει να μπεις στο τουμπουλουρου ηρωικα τραβελια 1821. Ναφ σεντ. (εκεί)
- Να εχεις φβ, ινσταγκραμ, τουμπουλουρου, τουιτερ και να εισαι αλκοολικος... Πο πο μεγαλο ξεφτυλικι σε περιμενει! (παραπέρα)
Πέον να σημειωθεί ότι παίζει και ή πιο αφαιρετική μορφή τούμπλουρου.
- άλλος ανον εδω, πέρα απο την πλάκα, το ξέρω πως έχεις ζωή κτλ αλλα αν έφτιαχνες λιιιγο το μπλογκ σου, κανα ντισκριψιον κ τέτοια θα γινόσουν τούμπλουρου φέιμους... Είσαι και μουνάρα φίλε. Λυπήσου με.
(από πα μαλ τούμπλουρου εδώ)
Ασίστ: Βράσταγκερλ (η οποία και επιβεβαιώνει ότι τονίζεται στην προπροπαραληγουσα).
Got a better definition? Add it!
Ο καλοβλαμμένος μικροαστός, ο μικροαστούλης, η κατάληξη -ακιας εν προκειμένω μάλλον θίγει ότι ο εν λόγω έχει συμπεριφορές ή νοοτροπίες ή λέει ατάκες που τις συνηθίζουν οι μικροαστοί. Ενώ το μικροαστός δηλαδή δηλώνει βασικά ότι κάποιος ανήκει πολιτικοκοινωνικά σε μια ορισμένη τάξη, το μικροαστάκιας δηλώνει περισσότερο συμπεριφορά/ νοοτροπία/ τρόπο εκφραστικής που μπορεί να έχει και κάποιος ανήκων σε άλλη τάξη. Η λέξη είναι παλιά, την βρίσκω στον Στρατή Τσίρκα, ενώ φέρεται να την έχει χρησιμοποιήσει και ο Νίκος Ζαχαριάδης.
Got a better definition? Add it!
Ελληνοποίηση του ιντερνετικού επιφωνήματος έκπληξης, θαυμασμού ή αποδοκιμασίας OMG ("ω Θεέ μου").
Πρωτοφορέθηκε (αλλά μόνο στον γραπτό λόγο) στα τσατ των ενενήνταζ (mirc κι έτσ), ψιλοδιαδόθηκε στα 00ζ (κυρίως με την μορφή ομιτζί και τρία λολ), αυτονομήθηκε δε και παρείσφρησε πλήρως στον προφορικό λόγο κατά την δεκαετία μας, κυρίως από τρέντουλα και θήλεα νέας κοπής.
- λατρεύω αυτή τη φώτο <3 ομιτζι κοίτα χαμόγελο.** (εδώ)
- ομιτζι .. τι γκεουλας θεε μου .. του αρεσει ο νευμαρ (εκεί)
- Και στελνει ο Τσιπρας στο Γιουνκερ το εμοτικον με το γατο που κλανει και να τα γελια και να τα ομιτζι και να το γκρεγκζιτ ... (παραπέρα)
- Ὦ μή τζῇ ή ὅ μή τζεῖ; (δίλημμα αρχαιόκαυλου πολυτονιστή σλανγκαρχίδη)
Got a better definition? Add it!
Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!
Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)
Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.
Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.
Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:
Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).
Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
παθαίνω μιλφόπλακα,
σεντόνι,
πλάκα,
κάζο,
ντουβρουτζά,
κωλομπέρδεμα,
λαλά,
μπακακάο,
κολούμπρα,
κοκομπλόκο,
τραμπάκουλο,
μουνόπλακα,
τη μούνα μου.
Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).
Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.
Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)
Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)
Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)
Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)
Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)
Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ερωτεύομαι, αφού.
Συνώνυμα: Δαγκώνω την λαμαρίνα, είμαι καψουροκαμένος.
Πώς λέμε μου ζάλισες τον έρωτα; = Αντώνυμο
Σε αναλογία με το παθαίνω μόρφωση.
♪♫ Εσύ για μένα θα πάθεις έρωτα
κι εγώ για σένα θα κινδυνέψω.
Με τα βρεμένα και τ' ασιδέρωτα
της αλητείας θα βγαίνουμε έξω. ♪♫
'Να πάθω έρωτα αντί να παθαίνω ξενέρωτα' -expectations_2015 (εδώ)
Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)
Εγω επαθα ερωτα και εσυ επαθες σταρχιδιασου
-Ωχ
-Τι έπαθες;
-Έρωτα μαζί σου!
(δεν γαμάτε και θα γελάει με τις φίλες της για κανένα χρόνο)
φημες λενε οτι αν χαμογελας σα χαζος πανω απ το κινητο στη 1 το βραδυ επαθες ερωτα και περαστικα σου!
Got a better definition? Add it!