εικοσιπενταράκι, πενηνταράκι, κατοστάρι, μισοκάρικο, πεντόκαρτο

Κατόπιν προτροπών συσλάγκων το σχόλιο αναβαθμίστηκε σε λήμμα (άκοπη δουλειά).

Ιστορικές πια συσκευασίες και μονάδες μέτρησης ποτών. Ακόμα σε χρήση από παλιούς , χωρίς οι λέξεις-ποσότητες να ανταποκρίνονται πια στην πραγματικότητα. Αναφέρονται κυρίως σε μπουκάλια γι αυτό και είναι ουδέτερα.

Επειδή τα μέτρα των ποτών κρατάνε σε χρήση πάνω από αιώνα, μέχρι και τα μέσα των '80ς χρησιμοποιούσαμε υποδιαιρέσεις της τουρκικής οκάς (που καταργήθηκε το '52 αλλά κάτι συνταγές γιαγιάδων είναι ακόμα σε οκάδες και δράμια).

Με την ένταξη στην (τότε) ΕΟΚ υιοθετήθηκε (υποχρεωτικά) το μετρικό σύστημα.

'Όλα τα βάρη αφορούν νερό όπου 1 ml = 1 γρμ. Στα υπόλοιπα λέγανε για δράμια κλπ αλλά πουλούσαν όγκο (ml η cc).

1 οκά = 1280 γρμ = 400 δράμια 1 δράμι = 3,2 γρμ

Το εικοσιπενταράκι ήταν 25 δράμια=80γρμ και το πρόλαβα στη Θεσσαλία μέχρι τα ‘80ς για τσίπουρο.

Έτσι το καραφάκι ( που παραπέμπει σε μικρή καράφα-σπάνια πια σε χρήση για χύμα ποτό) λεγόταν πενηνταράκι δηλ. 50 δράμια = 160 γρμ= τρία ποτηράκια κρασί ή στα νησιά ούζο. Μετά έγινε 200 ml= 4 μεζούρες.

Μετά ερχόταν το κατοσταράκι ή κατοστάρι = 100 δράμια = 320 γρμ δηλ. ένα τέταρτο της οκάς (κάρτο ή καρτούτσο). Από κει και το όνομα για το μεταλλικό δοχείο κρασιού.

Κατόπιν το μισοκάρικο, μισή οκά = 200 δράμια = 640 γρμ που ήταν σε χρήση για εμφιάλωση ούζου μέχρι την αλλαγή οπότε έγινε 700 ml = 70 cl. Το μεγάλο μεταλλικό δοχείο κρασιού λεγόταν μισή (οκά).

Χύμα ούζο μου γέμιζαν τα ‘70ς σε μπουκάλι γυάλινο της cocacola του λίτρου που το λογάριαζαν χοντρικά σε 300 δράμια = 980 γρμ και το λέγανε τρακοσάρι.

Οκάδικοοκαδιάρικο) μπουκάλι δεν έχω πετύχει -δε σημαίνει οτι δεν υπήρχε.

Κάτι παλιά μπουκάλια πράσινα για λάδι ήταν πεντόκαρτα = 5 κάρτα = 5/4 οκάς = 1600 γρμ (και σε παλιές συσκευασίες κρασιού εποχής Δεμέστιχα).

Χρειάζεται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντό. Σημαίνει τον ματσωμένο, τον ματσό, τον λεφτά, τον/την πλουσιέξ. Ετυμολογείται από το ιταλικό mazzo (=δεσμίδα) (<λατινικό mateola= ραβδί, μπαστούνι). Στα καλιαρντά, ματσιάρης λέγεται και ειδικότερα ο εφοριακός και ματσότσαρδο η Εφορία.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σαρμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα.

Μετάφραση (κατά προσέγγιση): "Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο. Πήγαινε να γαμηθείς με κανένα πούστη που το παίζει επιβήτορας του είπανε καϊμοπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να γαμιέσαι με πούτσο και μουνί να γίνεται και πήγαινε στην αστυνομία να σου κάνουνε κλύσμα. Μίλησα βαθιά την ιδιωματική γλώσσα των κίναιδων για να βλέπει η τρελή και να μαλακίζεται." (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.

Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1 λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοκολατιέρα είναι μια λέξη των καραβιών που αναφέρεται στα κορίτσια που καθόντουσαν μαζί σου μέχρι να σου πάρουνε κέρασμα μερικά ή πολλά ποτά.

Εργαζόμενα κορίτσια, άνευ συνοδού, που συνηθίζουν μόνα ή με συντροφιά να πηγαίνουν στις καφετέριες, στα μπαρ -συχνότερα-, στα πάρκα, στα χοροπηδάδικα, στα λούνα-παρκ για έναν καφέ ή ένα αναψυκτικό. Συζητούν, σχολιάζουν, χαχανίζουν, καπνίζουν το τσιγαριλίκι τους.

Οι ναυτικοί τις ονομάζουν χαϊδευτικά σοκολατιέρες. Ίσως απ' το γάλα με σοκολάτα που πίνουν. Έτσι τις ξεχωρίζουν από τις business-girls.

Μέχρι την παρέα και το κέρασμα όλοι συμφωνούν. Μετά οι γνώμες διίστανται ανάλογα με το τι έτυχε στον καθένα.

Συνήθως ψάχνουν για τσάμπα ποτό και παρέα με άγνωστο-ξένο ( μη ντόπιο στα μικρά μέρη, αλλοδαπό, που σήμερα είναι, αύριο δεν είναι) και μετά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Σε κάποιες αρέσει και που καυλώνουν τους άντρες.

Ενίοτε -σπάνια πάντως- υπάρχει και συνέχεια. Εδώ το πράμα αλλάζει.

Μπορεί τελικά –βοηθούντος και του ποτού- να γουστάρησε τον συγκεκριμένο. Μπορεί μετά να ζητήσει και κάνα χαρτζηλίκι. (Στα φτωχά μέρη όλα μετράνε αλλιώς). Μπορεί να αποδειχτεί πόρνη μεταμφιεσμένη σε σοκολατιέρα (εξόριστη από τα κλασικά στέκια).

Ανθρώπινες σχέσεις. Όλα είναι πιθανά εξίσου.

Κοινοί συντελεστές: Η ανία, η μοναξιά, η φτώχεια, οι ανάγκες (για ποτό η/και ουσίες, σεξ) από τη μια και η ανία, η μοναξιά, οι ανάγκες (για σεξ, ποτό η/και ουσίες) από την άλλη.

-Να καθίσουμε εδώ. Ωραία είναι... Κι έχει και γκόμενες το μαγαζί.
-Μπα! Σοκολατιέρες είναι. Θα στα πιούνε και θα φύγουνε και θα μείνεις με τη ψωλή στο χέρι.
-Ας είναι. Πιο πολύ μου λείπει η γυναίκα παρά το μουνί... και που ξέρεις…
-Είσαι άξιος της μοίρας σου. Άμα βαρεθείς, ξέρεις που θα ΄μαι…
-Στη λάσπη, πού αλλού…
-Εγώ θα γαμήσω απόψε! Εσύ βάστα της το χεράκι.

Σλανγκασίστ, συνδρομή, παρακίνηση:

Ιησούς (Jesus)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή.

Έχω πρόβλημα μεγάλο με του μπάτσου το σινιάλο
Είδα αδέρφια να πηγαίνουν στη μαντάλω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελλειπτική και εύγλωττη έκφραση που με την κατά περίπτωση χρήση συνδέσμων, προθέσεων ή αριθμών μπορεί να σημαίνει:

1) γαμάω κάποιον

(συχνά με διάθεση τιμωρίας, εκμετάλλευσης ή εξευτελισμού, αλλά όχι μόνο).
Προέρχεται από το 'περνώ μια στρώση χρώματος ή άλλου υλικού σε μια επιφάνεια' (π.χ. "είναι κάτι γκόμενες που λες αυτή τώρα από οικοδομή έχει περάσει κ της πέρασε ένα χέρι τα μούτρα ο σοβατζής με τη μπατανόβουρτσα;").

Συνώνυμα: Περνώ ένα χέρι πούτσο, πηδάω.

  • ♪♫ Σαν αγάς μες την αυλή
    Όπως θέλεις γλέντησε
    Και την κόρη του Βαλή
    Δέκα χέρια πέρασε ♪♫

Το Αρχοντόπουλο, Ποίηση: Γεώργιος Σουρής, Μουσική-Ερμηνεία: Θανάσης Γκαϊφύλλιας. Δίσκος: Ατέλειωτη Εκδρομή 1975

  • -Νίκος Νικολόπουλος: Η μη επίτευξη συμφωνίας θα σήμαινε αυτομάτως την διάλυση της χώρας μας
    -γρήγορα παίρνεις στροφές, σου πήρε 5,5 χρόνια αλλα το κατάλαβες γέροντα
    -γι αυτο στηθηκατε στα τεσσερα και σας περασε απο ενα χερι ολη η ευρωπη συντροφε?? (εδώ)

  • "την φόρτωσα, την πήγα σπίτι, την πέρασα ένα χέρι επιτόπου κι άλλο ένα το πρωί πριν φύγει" (κατούρα κ λίγο). (παράδειγμα του jesus)

2) επιμελούμαι, διορθώνω, ελέγχω

περνάω τελευταίο χέρι στο κείμενο για να το παραδώσω.

Συνώνυμα: τσεκεράου, τσεκάρω / καρατσεκάρω

3) μπορώ, έχω δυνατότητα

ευχαρίστως να το κάνω αν περνάει απ΄το χέρι μου

4) αναλαμβάνω μιαν ευθύνη ή αρμοδιότητα που πρώτα την είχε άλλος

Το μεγαλύτερο ανοιχτό οικονομικό ζήτημα της χώρας, το ασφαλιστικό, περνάει στα χέρια του ΠΑΥΛΟΥ ΧΑΪΚΑΛΗ! #tizoume (εδώ)

5) Αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δικαιοδοσίας

  • ΒΟΜΒΑ!! Μεγάλο κανάλι περνάει σε άλλα χέρια!! (εδώ

  • Τώρα το μέλλον περνάει από τα χέρια του λαού. Δημοψήφισμα 5 Ιουλίου λοιπόν. (εδώ)

Στις πρώτες δύο οριζόμενες σημασίες, υποχρεωτικά ασυναίρετο το ρήμα.

Κάποια σχόλια αναφέρονται σε παλιότερη μορφή του ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πλατφόρμερς.

Α. Πλατφόρμερζ οι Ερυθροί

Με λολαδερή διάθεση, τα μέλη της Αριστερής Πλατφόρμας, της χαρντκορικής δηλαδής δραχμαριστεράς του ΣφΥΡΙΖΑ.

Στους πλατφόρμερς περιλαμβάνονται οι Παναγιώτης Λαφαζανjί, Δημήτρης Δραχμούλης, Κώστας Λαπαβίτσας, Στάθης Λεουτσάκος κ.α. δημοκρατικές δυνάμεις. Οι περισσότεροι κάποτε υπήρξαν μέλη του Κόμματος.

Τρέμετε μικροαστείοι, έρχονται οι Πλατφόρμερζ

Είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι οι ιδεολογικοί πλατφόρμερς είχαν αρχίσει να στερεύουν από σημεία κι ιδέες (εδώ)

Πρόκειται για τους «Πλατφόρμερς». Μια υπο-ομάδα εξαιρετικά συμπαγή και με ακραία ριζοσπαστικά αριστερά χαρακτηριστικά τύπου «σοβιέτ». Μια υπο-ομάδα που κυριολεκτικά προέρχεται από άλλο, παράλληλο των «Τσιπρέϊτορς» Σύμπαν. (εκεί)

Για να πηγαίνει ο Τσίπουρας σε δημοψήφισμα μάλλον ξέρει τι κάνει. Δεν είναι τυχαίο που οι πλατφόρμερς λυσσάνε κατά της διεξαγωγής. (στο φουμπού)

Εκ της Αριστερής Πλατφόρμας, σλανγκικά εξελιγμένης εν είδει Transformer.

Β. Πλατφόρμερζ οι Ηλεκτρονικοί

Πιο δόκιμα, πλατφόρμερ αποκαλούνται και τα βιντεοπαιχνίδια τ. Super Mario, Flappy Bird, κλπ, όπου ο γκέιμερ κατευθύνει το αβατάρι μεταξύ πλατφορμώνε, εμποδίωνε κ.ά συμπληγάδωνε.

- Ωραίο είναι και το Rayman και άλλα πολλά πλατφόρμερ που κυκλοφορούν στην πιάτσα (με κορυφαίο όλων το Little Big Planet, και ακολουθούν Giana Sisters κτλ). (εδώ)

- Lost in Shadow - Φοβερό πλατφόρμερ! (εκεί)

Ινσέψιο: Πλατφόρμερ με πλατφόρμερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για το Hash-Χασίς (Σοκολάτα)!

Έχει τσοκάνι απο το Μαρόκο ο φίλος!Ωραία θα το στρίψουμε μακαρόνι η σε μπιλάκια?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ένοχος άλλα δεν κινεί καμία υποψία! Το ξεκάρφωμα σε ναρκοσλάνγκ!

Ο Βασίλης πίνει το τσοκάνι μπροστά σε όλους. Πολύ ξεχού και φυσιολογικός!

Βλέπε και αντιχού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροιδευτικά λέμε καλό σαμαρείτη τον τύπο ο οποίος είναι έτοιμος πάντα να βοηθήσει ώστε να πάρει κάτι πίσω άλλα συνήθως δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό για να βοηθήσει!

Κοίτα τον μαλάκα έχει χωθεί και κουβαλάει τις βαλίτσες απο το μωρό!Ο καλός σαμαρείτης να ούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified